Στο... φως βγαίνουν μέρα με τη μέρα τα «μυστικά» συμπτώματα της νόσου COVID-19, καθώς ο SARS-CoV-2 οργώνει τον παγκόσμιο χάρτη μολύνοντας ανθρώπους σε όλες τις ηπείρους. Το αποτέλεσμα είναι να αλλάζουν ανά τον κόσμο οι οδηγίες σχετικά με τα σημάδια της ασθένειας, ενισχύοντας έτσι και την προσοχή των πολιτών όταν αυτοαξιολογούν την υγεία τους. Η αρχή έγινε με την πρόσφατη δημοσίευση πολυκεντρικής μελέτη στην Κίνα που δημοσιεύτηκε από τους Pan και συνεργάτες στο περιοδικό «American Journal of Gastroenterology», αλλάζοντας σημαντικά τον χάρτη των συμπτωμάτων.
Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία από 204 ασθενείς με COVID-19. Σχεδόν οι μισοί ασθενείς (49%) προσήλθαν στο νοσοκομείο με γαστρεντερικά ενοχλήματα (ανορεξία, διάρροια, έμετος, κοιλιακό άλγος) ως το προεξάρχον σύμπτωμα.

Κατά την πορεία της νόσου, τα συμπτώματα από το γαστρεντερικό παρουσίαζαν επιδείνωση όσο αύξανε η σοβαρότητα της ασθένειας. Ιδιαίτερη εντύπωση, δε, προκαλεί το εύρημα ότι ασθενείς που δεν εμφάνιζαν γαστρεντερικά συμπτώματα ήταν μάλιστα πιο πιθανό να θεραπευτούν και να λάβουν εξιτήριο συγκριτικά με τους υπόλοιπους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε 7 περιπτώσεις απουσίαζαν εντελώς τα συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα. «Επομένως, σε περιοχές όπου υπάρχει συρροή κρουσμάτων COVID-19 η παρουσία γαστρεντερικών συμπτωμάτων, ακόμα και σε απουσία συμπτωμάτων από το αναπνευστικό, θα πρέπει να συμπεριληφθεί η λοίμωξη από τον νέο κορωνοϊό στη διαφορική διάγνωση» σχολιάζει ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Θάνος Δημόπουλος.
 

Σε εγρήγορση

Υπό τις εξελίξεις αυτές, υψηλά αντανακλαστικά επέδειξε η Αμερικανική Γαστρεντερολογική Εταιρεία, συνιστώντας να συμπεριληφθούν και εκείνοι με συμπτώματα του πεπτικού, αντί να περιμένουν οι κλινικοί γιατροί να εμφανίσουν και αναπνευστικά συμπτώματα χάνοντας δυνητικά πολύτιμο χρόνο για τη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενών. Παράλληλα, σε εγρήγορση βρίσκονται και οι ωτορινολαρυγγολόγοι ανά τον κόσμο, καθώς αυξάνονται οι περιπτώσεις ασθενών οι οποίοι διαμαρτύρονται για σημαντική έκπτωση της αίσθησης της όσφρησης (ανοσμία) αλλά και διαταραχή της γεύσης (δυσγευσία).
Στο θέμα αυτό έχει εστιάσει άλλωστε και ο καθηγητής Παθολογίας - Λοιμώξεων και εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας Σωτήρης Τσιόδρας, εστιάζοντας στην άτυπη συμπτωματολογία. «Ανθρωποι με τέτοια συμπτωματολογία μπορεί να έχουν διάρροια ή άτομα στα οποία διαταράσσεται η λειτουργία της όσφρησης και δεν μπορούν να μυρίσουν οσμές ή ταυτόχρονα να διαταράσσεται η γεύση».
Και διευκρίνισε ότι «το 40% των περιπτώσεων ανοσμίας, δηλαδή απώλειας ή υπολειτουργίας της αίσθησης της όσφρησης, εμφανίζεται ύστερα από μια ίωση, συνήθως ίωση και λοίμωξη του αναπνευστικού».
Σε κάθε περίπτωση ενδεικτική είναι η δήλωση που δημοσίευσε πριν από περίπου δύο 24ωρα η Αμερικανική Εταιρεία Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου, που μεταξύ άλλων αναφέρει «συσσωρεύονται ταχέως ανά τον κόσμο τα περιστατικά που αναφέρουν ανοσμία και δυσγευσία, σημαντικά συμπτώματα που συνδέονται με την πανδημία του COVID-19. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις πρόκειται για τα μοναδικά σημάδια του νόσου, χωρίς δηλαδή να εμφανίζουν άλλα συμπτώματα, σε ασθενείς που έχουν διαγνωστεί θετικοί».
Αντίστοιχα, η Claire Hopkins, πρόεδρος της Βρετανικής Ωτορινολαρυγγολογικής Εταιρείας, σε επιστολή προς τα μέλη της επιστημονικής εταιρείας, που απέστειλε την περασμένη Παρασκευή, εξηγεί ότι δεν την εκπλήσσουν οι αναφορές για την απώλεια της όσφρησης που αναφέρουν γιατροί σε ασθενείς στο Ιράν και στη Γαλλία.
Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μια περίπτωση γυναίκας από την Ταϊβάν, που έχει μολυνθεί από τον SARS, στενό «ξάδελφο» του COVID-19, η ασθενής, παρότι ανάρρωσε πλήρως, έχασε την αίσθηση της όσφρησης για περισσότερο από δύο χρόνια. Ετσι, παρότι δεν υπάρχουν ακόμα σημαντικά δεδομένα που να συνδέουν τον COVID-19 με αλλοιωμένη αίσθηση της οσμής ή της γεύσης, τα στοιχεία ολοένα και αυξάνονται.
 

Συστάσεις

Πάντως, και σύμφωνα με τους ειδικούς, τα συνήθη συμπτώματα της νόσου COVID-19 παραμένουν αυτά που έχουν αναδείξει από την πρώτη στιγμή (και) οι επιστήμονες στη χώρα μας σε συνεργασία με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας.
Ετσι, και σύμφωνα με τις συστάσεις, «εάν εμφανίσουμε ήπια συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού (βήχας, καταρροή, πυρετός, πονόλαιμος) παραμένουμε στο σπίτι σε απομόνωση». Ομως, σε περίπτωση επιδείνωσης των συμπτωμάτων (όπως είναι η δυσκολία στην αναπνοή) ή εάν ανήκουμε σε ευπαθή ομάδα (ηλικιωμένα άτομα, άτομα οποιασδήποτε ηλικίας με χρόνια υποκείμενα νοσήματα, π.χ. σακχαρώδης διαβήτης, καρδιαγγειακά και χρόνια αναπνευστικά νοσήματα, αρτηριακή υπέρταση), επικοινωνούμε άμεσα με τον θεράποντα ιατρό για ιατρική αξιολόγηση ή απευθυνόμαστε σε νοσοκομείο.
ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ,