ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

dimanche 2 mai 2021

Τα Ελληνοτουρκικά και το Ελσίνκι

 

Eλληνοτουρκικές σχέσεις χωρίς το Ελσίνκι

ellinotoyrkikes-scheseis-choris-to-elsinki-561350044

Η ανάλυση των αποφάσεων του Συμβουλίου Κορυφής στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο 1999 είναι, αναπόφευκτα, και ανάλυση ενός ευρύτερου πλέγματος θεμάτων, που αφορούν τις σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου – Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ενωσης. Δεν μπορεί να εστιάσει κανείς σε αυτές χωρίς να εξετάσει το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο λήφθηκαν, τι πέτυχαν και τι όχι, τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε σε σχέση με την υλοποίησή τους, και ποια διεθνοπολιτικά ζητήματα τίθενται σήμερα για την Ελλάδα και την Κύπρο.

Οι αποφάσεις του Ελσίνκι και, κυρίως, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. αποτέλεσαν μια εξέλιξη που μετέβαλε σε σημαντικό βαθμό την ισορροπία μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Τουρκίας. Για την Τουρκία οι εξελίξεις εκείνες αποτέλεσαν έναν αιφνιδιασμό, καθώς για πρώτη φορά, μετά το 1974, άλλαζαν τους όρους με τους οποίος λειτουργούσε η εξωτερική της πολιτική. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Τουρκία επιδίωξε να ανατρέψει τις συνθήκες που την είχαν φέρει σε δύσκολη θέση και να υπερβεί τα δεδομένα που είχαν δημιουργήσει η ένταξη της Κύπρου και οι όροι του Ελσίνκι.
Στα τέλη του 2019, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εξέλιξη των σχέσεών της –όπως και της Ε.Ε.– με την Τουρκία, που πλέον χαρακτηρίζεται από σημαντικές διαφοροποιήσεις και αβεβαιότητες σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Πρώτον, οι σχέσεις Τουρκίας και Ε.Ε. είναι σε πολύ διαφορετικό σημείο απ’ ό,τι δεκαπέντε χρόνια πριν. Δεύτερον, η Τουρκία έχει ρίξει το βάρος της στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, καθώς τα συμφέροντά της στη γεωπολιτική περιοχή της συναρτώνται άμεσα και με τις σχέσεις με τις δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις. Τρίτον, τα πεδία αιχμής των συμφερόντων της Τουρκίας έχουν επεκταθεί στη Μ. Ανατολή, με αποτέλεσμα οι σχέσεις της με την Ευρώπη να έχουν μικρότερη προτεραιότητα και βάρος. Ειδικότερα, η απόφαση της Τουρκίας να συμμετάσχει με αποφασιστικό ρόλο στις ενεργειακές εξελίξεις στην Κύπρο και στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου εκπέμπει το μήνυμα ότι αυτή δεν προσδοκά ενεργό υποστήριξη της Ε.Ε. στο θέμα αυτό. Τέταρτον, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας πέρασε σε πιο ενεργητική ή και επιθετική στάση, ανοίγοντας περισσότερα μέτωπα, όχι μόνο στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αλλά και στη Μ. Ανατολή γενικότερα. Η στρατηγική αυτή δείχνει να κινείται ταυτόχρονα σε περισσότερους άξονες, με ευρύτερη στόχευση, μέσα στους οποίους Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν μερικότερα σημεία.

Μέσα στο «δύστοπο» αυτό τοπίο, αποφάσεις για τις σκόπιμες πολιτικές επιλογές και τον τρόπο αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων προϋποθέτουν σαφείς απαντήσεις στο πρωταρχικό ερώτημα «τι επιδιώκει η χώρα», με ποια στρατηγική μπορεί να υλοποιήσει τις επιδιώξεις της και αν η στρατηγική αυτή θα προσβλέπει:

• Σε συναίνεση των δύο πλευρών για προσφυγή στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και σε διεθνείς διαδικασίες, προκειμένου να λυθούν οι εντάσεις μεταξύ τους.

• Σε μια επίλυση με απευθείας διαπραγμάτευση και συμφωνία των δύο πλευρών για τα ζητήματα που θα συμφωνήσουν.

• Στη διαιώνιση των αμφισβητήσεων με αναπαραγωγή του σημερινού σκηνικού. Στην ουσία, αν στόχος είναι απλώς η διατήρηση του status quo, υπάρχει το πλεονέκτημα ότι, όσο διαρκεί το status quo, δεν δημιουργεί αναταράξεις. Ομως, δεν παύουν να ανακύπτουν τα εξής ερωτήματα ή σημεία:

1. Επηρεάζεται στην πράξη η δυνατότητα της Ελλάδας να προχωρήσει στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης;

2. Επηρεάζεται η δυνατότητα πραγματικής άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως η εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας;

3. Δημιουργείται η δυνατότητα για την Τουρκία να προσθέτει συν τω χρόνω νέα ζητήματα ή να αξιοποιεί ευκαιρίες για να δημιουργεί τέτοια ζητήματα και να αυξάνει την επιθετικότητά της απέναντι στην Ελλάδα;

4. Δημιουργούνται ανάλογα περιθώρια και για την Ελλάδα;

5. Συντηρείται η δυνατότητα να υπάρξει κρίση, με πιθανότητες να ανατραπεί το status quo, οπότε το νέο ερώτημα είναι: Ποιες θα ήσαν οι συνέπειες για την Ελλάδα συγκρινόμενες με το αποτέλεσμα από μια διεθνή διαδικασία επίλυσης διαφορών;

6. Σε περίπτωση κρίσης, ιδίως με τη «στρατιωτικοποίηση» του θέματος, ποια θα ήταν η τελική κατάληξη, ανεξάρτητα από τη θετική ή αρνητική έκβαση ενός σύντομου θερμού επεισοδίου για μία από τις δύο χώρες; Μήπως η διεθνής παρέμβαση με πίεση και στις δύο χώρες για μια αναγκαστική παραπομπή των διαφορών τους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) ή σε άλλες διεθνείς θεσμικές διαδικασίες θα οδηγούσε Ελλάδα και Τουρκία στο ίδιο αποτέλεσμα, όπως αν επιτυγχανόταν μια συναινετική προσφυγή στο ΔΔΧ; Μια τέτοια λύση δεν φαίνεται όμως να προκρίνεται από την Τουρκία. Συνεπώς, δεν θα είχε λόγο να επιλέξει μια στρατηγική που θα την οδηγούσε σε αυτήν, καθώς αυτό θα μπορούσε να το επιδιώξει και να το επιτύχει χωρίς να ξεπεράσει τα όρια.

Οι εξελίξεις δείχνουν ότι δεν υπάρχει στατικό status quo και ότι κάθε νέο status quo συνδέεται με νέα, μη προβλέψιμα προβλήματα, συσχετισμούς ισορροπιών και πιέσεις. Αν οι διαφορές είχαν παραπεμφθεί στο ΔΔΧ είκοσι χρόνια πριν, πιθανώς θα βρισκόμασταν σήμερα με ένα πιο ξεκάθαρο και σταθερό, ίσως όμως διαφορετικό, status quo. Ομως, στις διεθνείς σχέσεις, ούτε οι πιθανές εξελίξεις ούτε τα «αν» μπορεί να απαντηθούν με σιγουριά.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, και γενικότερα των διαφορών, από διαφορετική οπτική απ’ ό,τι η Ελλάδα. Αποτελεί η θέση αυτή διαπραγματευτική αφετηρία ή αμετακίνητη ακαμψία; Βρίσκεται σε συνάρτηση των διαπραγματευτικών θέσεων της Ελλάδας; Θα ήταν, από μακροχρόνια οπτική, για την Ελλάδα σκόπιμο να δεχθεί μια προσφυγή για ένα ευρύτερο πακέτο θεμάτων και ποιων; Ωστόσο, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να κάνει υποχωρήσεις σε θέματα στα οποία έχει το διεθνές δίκαιο με το μέρος της, ούτε και να τις διαπραγματευθεί με άλλα ζητήματα.

Η εμμονή της Τουρκίας στα στοιχεία της δύναμης, της αυθαιρεσίας, της γεωπολιτικής της σημασίας και των διμερών διαπραγματεύσεων εκφράζουν την ανησυχία ή και τη βεβαιότητά της ότι το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή θεσμικά όργανα δεν θα ικανοποιήσουν τις διεκδικήσεις της. Είναι εμφανές ότι η Τουρκία κατανοεί ότι οι μονομερείς της ενέργειες δεν έχουν επαρκή θεσμική νομιμοποιητική βάση και γι’ αυτό δεν επιθυμεί να φέρει τις διεκδικήσεις της σε διεθνή θεσμικά όργανα. Επιδιώκει να αναγκάσει την Ελλάδα να συμφωνήσει σε ένα πακέτο διαφορών το οποίο θα είναι αντικείμενο διμερούς διαπραγμάτευσης, και από το οποίο θεωρεί ότι μπορεί να αποσπάσει κάποιο ευνοϊκό αποτέλεσμα.

Με βάση τη διαπίστωση αυτή, και παρ’ όλον ότι τα τεχνικά ζητήματα (που εν μέρει είναι και πολιτικά) για μια προσφυγή στο ΔΔΧ είναι πολύπλοκα και αλληλένδετα, σταθερή επιδίωξη της Ελλάδας πρέπει να είναι αφ’ ενός να επιτύχει μια συμφωνία με την Τουρκία για προσφυγή στο ΔΔΧ σε θέματα που θα συμφωνηθούν, αλλά, αφ’ ετέρου, να διατηρεί υψηλό το πολιτικό κόστος της Τουρκίας από την άρνησή της να παραπέμψει τις διαφορές της με την Ελλάδα στο ΔΔΧ.

Η σταθερή θέση της Ελλάδας για λύση με θεσμικές διαδικασίες προϋποθέτει ότι θα έκανε αποδεκτή μια απόφαση του ΔΔΧ πάνω στα θέματα για τα οποία θα είχε συμφωνήσει με την Τουρκία να παραπεμφθούν. Ετσι, επανερχόμαστε όχι στις ρυθμίσεις, αλλά στη λογική του Ελσίνκι, το οποίο, όμως, είκοσι χρόνια μετά, ανήκει στο παρελθόν. Σήμερα, πλέον, όταν η μία πλευρά προσφεύγει σε αυθαίρετες και παράνομες κινήσεις, ερμηνείες ή διεκδικήσεις, η άλλη πλευρά δεν μπορεί να παραμένει σε μια στρατηγική που δεν έχει καν επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Η στρατηγική των αναφορών στο διεθνές δίκαιο και στις διεθνείς Συνθήκες και στην ανάγκη σεβασμού των κανόνων τους είναι αναγκαίες και εξαιρετικά χρήσιμες, όμως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα ότι η γειτονική χώρα ακολουθεί τη γραμμή ότι οι διεθνείς διαφορές δεν επιλύονται μόνο με το διεθνές δίκαιο αλλά και με τη δύναμη ή, μάλλον, με το διεθνές δίκαιο όπου εξυπηρετεί τα συμφέροντά της και με τη δύναμη όπου το διεθνές δίκαιο δεν τα εξυπηρετεί.
 
* Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός. Το κείμενο αυτό είναι τμήμα που επιλέξαμε απότο άρθρο του στον συλλογικό τόμο «Η Στρατηγική του Ελσίνκι 20+1 χρόνια μετά», επιμ. Π. Τσάκωνα, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2021.

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire