ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

mardi 12 septembre 2023

Με αφορμή την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Κατάθεση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΓΕΡΜΑΝΟΣ, η Κύπρια ποιήτρια Θάλεια Τάσου μιλά στο SPEAKNEWS

 

Θάλεια Τάσου – Δεν υπάρχει λύση χωρίς να αποσυρθούν τα τουρκικά στρατεύματα και οι έποικοι

Με αφορμή την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Κατάθεση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΓΕΡΜΑΝΟΣ, η Κύπρια ποιήτρια Θάλεια Τάσου μιλάει στο SPEAKNEWS για την καταγωγή της και πόσο αυτή επηρεάζει το έργο της, για την ζωή της ως μετανάστρια στον Καναδά, για την παράλληλη ενασχόλησή της με την ζωγραφική και για το πως βλέπει η ίδια τις εξελίξεις σχετικά με το Κυπριακό.

Συνέντευξη: Ανδρέας Καρακόκκινος

Έζησες τα παιδικά σου χρόνια στο Καλοπαναγιώτη, ένα χωριό στο Τρόοδος, που τη δεκαετία του 60 ήταν από τα καλύτερα μέρη για καλοκαιρινές διακοπές. Λίγα λόγια για το Καλοπαναγιώτη του χτες και του σήμερα.

Παρόλο που και οι δύο γονείς μου κατάγονταν από τον Καλοπαναγιώτη γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια στον Πάνω Αμίαντο όπου εργαζόταν ο πατέρας μου ως υγειονομικός επιθεωρητής στο μεταλλείο Αμιάντου. Εκεί έζησα μέχρι την ηλικία των 10 περίπου χρόνων. Εκεί πήγα στο δημοτικό σχολείο μέχρι την τετάρτη τάξη. Φυσικά τα καλοκαίρια και τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα τα περνούσαμε στον Καλοπαναγιώτη. Μετά μετακομίσαμε με την μητέρα στον Καλοπαναγιώτη, μετά τον θάνατο του πατέρα της, για να βοηθά την γιαγιά στις γεωργικές εργασίες καθώς ήταν μοναχοκόρη. Έτσι τελείωσα εκεί το δημοτικό σχολείο και αργότερα φοίτησα στο Γυμνάσιο Πεδουλά.

Οπότε έχω αναμνήσεις και από τον Αμίαντο που ήταν τότε σαν κωμόπολη και εργάζονταν εκεί χιλιάδες εργάτες που έρχονταν από σχεδόν όλα τα μέρη της Κύπρου. Κάθε μέρα έρχονταν λεωφορεία από τα γύρω χωριά της Πιτσιλιάς και μετέφεραν εργάτες για να εργαστούν στο μεταλλείο. Υπήρχαν όμως και αρκετοί που κατοικούσαν επί τόπου σε διάφορους συνοικισμούς όπως η Χρυσόβρυση, η Νεάπολη, οι Παράγκες κλ.π. Ο Αμίαντος διέθετε νοσοκομείο, θέατρο, γήπεδο μπάτμιντον για το ξένο κυρίως διευθυντικό προσωπικό της εταιρείας, λέσχες, κέντρα, καταστήματα, κ.λπ.

Εκεί έζησα από κοντά και τον αγώνα της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων. Εκεί και τα τα πρώτα μου διαβάσματα, οι πρώτοι μου δάσκαλοι, η επαφή με με τη φύση, τα παιχνίδια, οι πρώτοι φίλοι. Αναφέρομαι σε μερικά αφηγήματά μου γι’αυτές τις εμπειρίες. Εκεί δημιουργήθηκε και η πρώτη μου εθνική συνείδηση. Ήμουν μάρτυρας των κέρφιου, των ελέγχων των Βρετανών στρατιωτών στα σπίτια, των καταστροφών που έκαναν σε σπίτια κατά τη διάρκεια των ελέγχων αυτών όταν τύχαινε να στήνονται ενέδρες από τους αντάρτες σε κοντινές περιοχές.

Στο σχολείο η δασκάλα μάς μάθαινε τραγούδια αγωνιστικά, τραγούδια αντίστασης στον ξένο κατακτητή. Η μητέρα μας έραβε φορέματα με κυπριακά υφάσματα, από αλατζιά, μποϋκοτάροντας τα αγγλικά προϊόντα, ως ένδειξη παθητικής, σιωπηρής αντίστασης στους Άγγλους. Οι γονείς μου έκρυβαν στο σπίτι μας μέλη της ΕΟΚΑ, έπαιρναν μέρος στον αγώνα με τον δικό τους τρόπο.

Στον Αμίαντο έζησα και τις πρώτες προεδρικές εκλογές μετά την ανεξαρτησία, με εκλογικό κέντρο το δημοτικό μας σχολείο. Είχα πάει επίσης πιο πριν με τον πατέρα στην πρωτεύουσα, τη Λευκωσία, στην υποδοχή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου όταν επέστρεψε στην Κύπρο από την εξορία.

Όσο για τον Καλοπαναγιώτη, ήταν πριν το ΄60 ένα θέρετρο, από τα καλύτερα μέρη της Κύπρου για καλοκαιρινές διακοπές. Διέθετε ιαματικές πηγές, τα θειούχα νερά και πολλοί ξένοι έρχονταν και νοίκιαζαν σπίτια για να κάνουν τα μπάνια τους. Ανάμεσα σ’αυτούς, την εποχή της μητέρας μου, ο ποιητής Δημήτρης Λιπέρτης που έμενε σ’ένα γειτονικό μας σπίτι και η γνωστή δασκάλα Πολυξένη Λοϊζιάς, πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος στην Κύπρο. Επίσης στο χωριό παραθέριζε και ο ζωγράφος Σολωμός Φραγκουλίδης.

Είχε ξενοδοχεία και πολλά κέντρα. Οι κάτοικοι ασχολούνταν και με τη γεωργία, με την παραγωγή φρούτων, κυρίως μήλα και κεράσια. Είχαν επίσης αμπέλια και έφτιαχναν από τον χυμό του σταφυλιού σουτζιούκκο και κρασί και τα εμπορεύονταν σε όλη την Κύπρο.

Δυστυχώς το 1963, με την ένοπλη τουρκανταρσία, δημιουργήθηκαν τουρκικοί θύλακες και ένας από αυτούς ήταν και στη γειτονική κωμόπολη την Λεύκα απ’όπου περνούσε ο δρόμος για την Μόρφου και την Λευκωσία. Έτσι η πρόσβαση στο χωριό γινόταν προβληματική. Ήταν ένας από τους λόγους της παρακμής του χωριού.

Μόνο τα τελευταία χρόνια, μετά από προσπάθειες ξανάρχισε να αποκτά κίνηση με την αναπαλαίωση σπιτιών με ευρωπαϊκά κονδύλια και τον αγροτουρισμό. Τώρα ξαναβρίσκει ένα μέρος από την παλιά του αίγλη. Το χωριό ήταν κεφαλοχώρι, είχε δύο μεγάλες εκκλησίες εκτός από το περίφημο μοναστήρι του Άη Γιάννη του Λαμπαδιστή με τις υπέροχες τοιχογραφίες και τα πεντέξι ξωκκλήσια. Τώρα διαθέτει και εικονοφυλάκιο όπου φυλάσσονται παλιές εικόνες και κειμήλια από τις διάφορες εκκλησίες του χωριού. Αναπτύχθηκε ο τουρισμός και δέχεται επισκέπτες όχι μόνο από την Κύπρο αλλά και από το εξωτερικό.

Σε κάποια ποιήματα μιλάς για κατεχόμενα μέρη, όπως του Μόρφου, τη θάλασσα του Ξερού, τη Λεύκα, τη τουρκική κωμόπολη. Τα έχεις ζήσει πριν το ΄74; Τί αναμνήσεις έχεις;

Ναι! Στο ποίημα μου «Σ’αυτή τη στροφή» κυρίως, αναφέρομαι σ΄αυτά τα μέρη που σήμερα είναι κατεχόμενα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το ΄74. Είναι συνδεδεμένα με μερικές από τις καλύτερες παιδικές μου αναμνήσεις. Πριν το ΄74 το χωριό μου συνδεόταν με την κωμόπολη του Μόρφου όπου βρισκόταν η τράπεζα και καταστήματα που εξυπηρετούσαν τα γύρω χωριά. Πηγαίναμε με το λεωφορείο της γραμμής που περνούσε κάθε μέρα από την Λεύκα, το Ξερό και την Πεντάγεια. Πηγαίναμε συχνά θυμάμαι για ψώνια με την μητέρα μου και ήταν απόλαυση αυτή η διαδρομή, προπαντός την άνοιξη που ο κάμπος ήταν κατάσπαρτος με χιλιάδες κατακόκκινες παπαρούνες.

Του Μόρφου ήταν μια όμορφη κωμόπολη με ωραία σπίτια, περιτριγυρισμένα από πορτοκαλεώνες. Μετά την τράπεζα και τα ψώνια στην αγορά, πηγαίναμε να προσκυνήσουμε στην εκκλησία του Αγίου Μάμα και έχω ακόμα στη μνήμη μου την εικόνα του Αγίου. Στην επιστροφή περνούσαμε από τον Ξερό, παραθαλάσσιο μεγάλο χωριό όπου η θάλασσα είχε πάρει ένα παράξενο κόκκινο χρώμα από το μετάλλευμα του γειτονικού μεταλλείου της Σκουριώτισσας, τον χαλκό, που εξαγόταν από το λιμανάκι του.

Ακολουθούσε η στάση στη Λεύκα, την τουρκική κωμόπολη όπου κατοικούσαν και Ελληνοκύπριοι. Εκεί η μητέρα προμηθευόταν πάντα μια σακούλα πορτοκάλια σιεκέρικα. Παρόλο που στο χωριό μας καλλιεργούσαμε φρούτα, κεράσια, μήλα, δεν ευδοκιμούσαν οι πορτοκαλιές. Ήταν θυμάμαι πολύ γλυκά πορτοκάλια.

Στη Λεύκα που ήταν διοικητικό κέντρο της περιοχής και είχε ακόμη και δικαστήριο, είχαμε από την πλευρά του πατέρα μου ένα χωράφι με ελιές. Εκεί πηγαίναμε το φθινόπωρο να μαζέψουμε τις ελιές μαζί με τους μεγάλους. Σώζεται μια φωτογραφία που μας έβγαλε ο θείος, ο αδελφός του πατέρα μου, εκεί, κάτω από τις ελιές, μαζί με τα αδέλφια μου. Θυμάμαι πως μερικές φορές ερχόταν και μας βοηθούσε και μια Τουρκάλα που μας έφερνε καμιά φορά ξεροτήγανα.

Το ποίημα στο οποίο αναφέρθηκα, γράφτηκε εν βρασμώ ψυχής. Κάθε φορά που περνώ από τη στροφή αυτή, στο δρόμο από το χωριό μου προς την Ευρύχου και προς τη Λευκωσία, αντικρύζω πέρα τη θάλασσα του Ξερού που βρίσκεται τόσο κοντά, μια δρασκελιά τόπος, και με κυριεύει ένα παράξενο συναίσθημα. Είναι αυτή η τρελή επιθυμία να κατηφορίσω προς την θάλασσα, στις περιοχές αυτές απ’ όπου περνούσε το λεωφορείο της γραμμής προς τη Μόρφου.

Με δυσκολία προσπαθώ να πιέσω τον εαυτό μου να μην ορμήσει και τρέξει προς τα εκεί. Εκεί στα σύνορα του Καλοπαναγιώτη με την Λεύκα, ο πατέρας είχε αγοράσει ένα χωράφι, μια μεγάλη έκταση, όπου σκόπευε να φυτέψει αμπέλια. Υπολόγιζε πολύ στην ανάπτυξη και εκμετάλλευση αυτού του χωραφιού για να μπορέσει να σπουδάσει τα παιδιά του. Ειρήσθω εν παρόδω πως στο χωριό μας που ήταν ορεινό, τα κτήματα ήταν πολύ μικροί κλήροι. Δυστυχώς δεν μπόρεσε ποτέ να πραγματοποιήσει τα όνειρά του λόγω της τουρκικής εισβολής. Άλλωστε η Λεύκα ήταν ήδη τουρκικός θύλακας από το 1963.

Στην Πεντάγεια υπήρχε νοσοκομείο. Στο Ξερό δραστηριοποιούνταν και χωριανοί μας και άλλοι που κατάγονταν από χωριά της περιοχής της Μαραθάσας. Υπήρχαν και εκεί εμπορικές δραστηριότητες, καταστήματα, ακόμη και κινηματογράφοι. Πολλοί δε κάτοικοι από την περιοχή μας εργάζονταν ως μεταλλωρύχοι στο μεταλλείο χαλκού της Σκουριώτισσας. Μεταξύ αυτών και ο παππούς μου από την μητέρα μου, ξυλουργός, που έφτιαχνε τα ξύλινα στηρίγματα στις γαλαρίες του μεταλλείου.

Ενώ έχετε δημοσιεύσει ποιήματα σας σε λογοτεχνικά περιοδικά, αργήσατε νομίζω να εκδώσετε. Πότε ξεκίνησε το ποιητικό σας ταξίδι;

Το ποιητικό μου ταξίδι ξεκίνησε νωρίς, από το γυμνάσιο. Πάντα μου άρεσε το γράψιμο. Θυμάμαι από το δημοτικό μου άρεσε να γράφω τις εντυπώσεις μου μετά από εκδρομές ή όταν κάτι με εντυπωσίαζε. Επίσης διάβαζα πολύ ξένη και ελληνική λογοτεχνία, τόσο στο δημοτικό όσο και στο γυμνάσιο. Πολύ νωρίς άρχισα να διαβάζω εφημερίδες και περιοδικά. Έμαθα να διαβάζω, με τη βοήθεια των γονιών μου, πριν ακόμη πάω στο δημοτικό σχολείο. Πρώτα παραμύθια, κλασσικά εικονογραφημένα, ενώ αργότερα δανειζόμουν βιβλία από την βιβλιοθήκη του σχολείου. Με βοήθησε και το γεγονός ότι οι γονείς μου είχαν τελειώσει το τετρατάξιο τότε Γυμνάσιο Πεδουλά, κάτι σχετικά σπάνιο για εκείνη την εποχή.

Ο πατέρας μου αγαπούσε το διάβασμα και μας είχε αγοράσει εγκυκλοπαίδειες και λεξικά καθώς και λογοτεχνικά βιβλία. Στο γυμνάσιο λάτρευα το μάθημα των Νέων Ελληνικών, την έκθεση και γενικά την λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή δημοσίευσα ποιήματά μου σε περιοδικά, ένα από τα οποία βραβεύτηκε θυμάμαι. Αργότερα, μετά το γυμνάσιο, εξακολούθησα να γράφω και μερικά ποιήματά μου καθώς και αφηγήματα δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά.

Μετά το γυμνάσιο πήγα για σπουδές στη Γαλλία όπου παρακολούθησα μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και λογοτεχνίας. Έτσι ήρθα σε επαφή με την γαλλική λογοτεχνία και γνώρισα τους γάλλους ποιητές όπως τον Μπωντλέρ, τον Ρεμπώ και άλλους, καθώς και πεζογράφους τους οποίους λάτρεψα. Σκόπευα να επιστρέψω στην Κύπρο για να εργαστώ ως καθηγήτρια γαλλικών στο γυμνάσιο. Είχα μάλιστα διοριστεί κάποια στιγμή, λίγο μετά την τουρκική εισβολή, αλλά στο μεταξύ είχαμε γίνει δεχτοί στον Καναδά όπου μεταναστεύσαμε προσωρινά, αλλά το προσωρινό έγινε μόνιμο.

Οι συνθήκες όμως εκεί, τα πρώτα κυρίως χρόνια ήταν πολύ δύσκολες. Αγώνας για επιβίωση, μικρά παιδιά, κ.λπ. Είχαμε αποκτήσει ένα παιδί στο Παρίσι και ένα άλλο στο Μόντρεαλ.

Στο Παρίσι επίσης οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Είχαμε πάει σαν φοιτητές και δεν είχαμε την γαλλική υπηκοότητα. Την αποκτήσαμε λίγο πριν φύγουμε για τον Καναδά. Έτσι αναγκαζόμασταν να εργαζόμαστε, εγώ πρόσεχα παιδιά και καθάριζα σπίτια, ο Στέφανος σε μια εταιρεία. Εργάστηκα και ένα καλοκαίρι σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε καλλυντικά, καθώς και ως γραφέας-δακτυλογράφος σε μια εταιρεία, όπου έκανα και μεταφράσεις από τα αγγλικά στα γαλλικά.

Παρά τις δυσκολίες συνέχισα να γράφω και να δημοσιεύω ποίηση και μικρά αφηγήματα και την εποχή του Παρισιού και αργότερα στον Καναδά, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της Κύπρου, της Ελλάδας και της Διασποράς. Μετάφραζα επίσης ποίηση από τα ελληνικά στα γαλλικά και τα αγγλικά. Ποιήματα μου όλα αυτά τα χρόνια περιλήφθηκαν επίσης σε διάφορες ανθολογίες.

Ζείτε και εργάζεστε στο Καναδά. Πώς είναι εκεί η ζωή ενός μετανάστη; Η γυναίκα μετανάστης τί προβλήματα αντιμετωπίζει;

Ζω στον Καναδά από το 1976 μετά την τουρκική εισβολή. Η ζωή ενός μετανάστη είναι δύσκολη, ιδίως τα πρώτα χρόνια. Βρίσκεται αντιμέτωπος με διάφορες δυσκολίες. Η πρώτη είναι η γλώσσα, ιδίως γι’αυτούς που δεν έχουν βγάλει το γυμνάσιο, όπως ήταν παλιότερα οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες που συναντήσαμε τότε εκεί. Ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να εργάζονται σε επιχειρήσεις συμπατριωτών τους όπου δεν χρειαζόταν να γνωρίζουν τη γλώσσα, κυρίως σε εστιατόρια. Δεν ήταν συνδικαλισμένοι και εργάζονταν λόγω της φύσης της επιχείρησης πολλές ώρες. Στην αρχή ξεκινούσαν πλένοντας πιάτα, πιατάδες τους αποκαλούσαν. Μετά, σιγά-σιγά μάθαιναν να μαγειρεύουν και γίνονταν μάγειροι. Μερικοί άνοιγαν αργότερα, με τις οικονομίες που έκαναν, τα δικά τους εστιατόρια ή άλλες μικρές επιχειρήσεις.

Για τις γυναίκες ήταν ακόμη πιο δύσκολο. Εργάζονταν σε εργοστάσια ρουχισμού, πολλές ώρες και πολλές φορές αμοίβονταν με το κομμάτι. Άλλες εργάζονταν ως καθαρίστριες και σε διάφορα άλλα επαγγέλματα.

Ακόμη και γι’αυτούς που είχαν κάποιο μορφωτικό επίπεδο, υπήρχαν δυσκολίες γιατί παντού ζητούσαν να έχει κανείς καναδική εμπειρία. Φαύλος κύκλος δηλαδή. Πώς ν’αποκτήσει κανείς καναδική εμπειρία χωρίς να εργαστεί στον Καναδά; Αναγκαζόταν λοιπόν κανείς να ξεκινήσει κάνοντας δουλειές με συμβόλαια μικρής διάρκειας, σε επιχειρήσεις συμπατριωτών κ.λπ. Η κατάσταση για την γυναίκα ήταν ακόμη πιο δύσκολη γιατί θα έπρεπε να ασχοληθεί και με το σπίτι και τα παιδιά. Έπρεπε να γίνουν οικονομίες για να μπορέσουν κάποτε ν’αποκτήσουν μια στέγη. Περιορίζονταν σε κοινωνικές σχέσεις μέσα στα πλαίσια των τοπικών συλλόγων, της ελληνικής κοινότητας και της εκκλησίας. Η πρώτη γενιά ζούσε κάπως στο περιθώριο της καναδικής κοινωνίας. Πολλοί για χρόνια δεν κατάφερναν να επιστρέψουν ούτε για διακοπές στην πατρίδα τους.

Για μας η ζωή ήταν κάπως πιο εύκολη γιατί πήγαμε με πτυχία, γνωρίζαμε την γαλλική γλώσσα που μιλιέται στο Κεμπέκ, και σιγά-σιγά μετά από τις πρώτες δυσκολίες καταφέραμε να βρούμε δουλειές στον τομέα μας.

Κάποια στιγμή αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματική κατεύθυνση και έκανα σπουδές στη νομική, απέκτησα δίπλωμά και άνοιξα δικηγορικό γραφείο. Ασχολήθηκα με αντιπροσώπευση συματριωτών μας μεταξύ άλλων, αλλά και ντόπιων, σε διοικητικά δικαστήρια για προβλήματα ενοικιοστασίου, αναπηρικών συντάξεων, εργατικών ατυχημάτων, στα κανονικά δικαστήρια σε αστικό δίκαιο, θέματα οικογενειακού δικαίου, αλλά και σε θέματα επιχειρήσεων, αγοραπωλησιών κ.λπ.

Φυσικά υπάρχουν και αυτοί, προπαντός της δεύτερης και τρίτης γενιάς που μέσω της εκπαίδευσης κατάφεραν να γίνουν επαγγελματίες, γιατροί, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, επιχειρηματίες.

Λίγα λόγια για το ζωγραφικό σας έργο. Ποιες είναι οι προτιμήσεις σας ανάμεσα σε τοπία, νεκρή φύση, πορτραίτα και άλλα είδη;

Μου αρέσουν όλα τα είδη ζωγραφικής και όλα τα είδη τέχνης μπορώ να πω. Ακόμα και η γλυπτική και ο κινηματογράφος. Ξεκίνησα με νεκρή φύση όταν πριν μερικά χρόνια παρακολούθησα μερικά μαθήματα και εργαστήρια στο Μόντρεαλ. Όμως με κέρδισε νομίζω πολύ γρήγορα το πορτραίτο το οποίο λατρεύω, τόσο με μολύβι, κάρβουνο όσο και με λάδι. Στην αρχή ζωγράφιζα πορτραίτα ξακουστών ζωγράφων όπως του Ρώσου ζωγράφου Ilya Repine. Αργότερα από μόνη μου φιλοτέχνησα πορτραίτα ατόμων όλων των ηλικιών, δικών μου και ξένων, από παιδιά μέχρι ηλικιωμένους, τα οποία εκτέθηκαν σε γκαλερί και σε ομαδικές εκθέσεις και για τα οποία έτυχα ευμενών σχολίων τόσο από καθηγητές μου όσο και από το κοινό.

Με ενδιαφέρει επίσης η φύση γενικά, τα λουλούδια, τα τοπία, ιδίως τα θαλασσινά, οι θαλασσογραφίες. Τοπία μου επίσης εκτέθηκαν σε ομαδικές εκθέσεις σε γκαλερί στο Μόντρεαλ, όπως στην Outremont Art Gallery, την McClure Gallery, τα οποία έτυχαν επίσης ευμενών σχολίων.

Ασχολούμαι με υδατογραφίες, παστέλ και λάδι, ελαιογραφίες. Έκανα επίσης και έργα με ακρυλικό, με μεικτά μέσα, και ζωντανό μοντέλο.

Παρακολούθησα για τον σκοπό αυτό μερικά μαθήματα σε εργαστήρια στην Σχολή Centre des Arts Visuels, Visual Arts Center και στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Μόντρεαλ.

Τελευταία φιλοτέχνησα και το εξώφυλλο της πρώτης ποιητικής μου συλλογής που μόλις κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Γερμανός με τον τίτλο «Κατάθεση.»

Πέρισυ δημιούργησα ένα ιστότοπο στο Instagram όπου παρουσιάζω έργα μου. Με ενδιαφέρουν όλες οι τεχνοτροπίες, από τον ρεαλισμό μέχρι τη μοντέρνα τέχνη. Παρακολουθώ ανελλιπώς τις δημοσιεύσεις όσο αφορά την τέχνη στα ΜΜΕ, διεθνή και ντόπια. Διαβάζω βιβλία για τη ζωή και το έργο μεγάλων ζωγράφων και επισκέπτομαι εκθέσεις σε μουσεία στον Καναδά αλλά και στην Ευρώπη, Ελλάδα και άλλες χώρες.

Στο εγγύς μέλλον, όταν θα είμαι έτοιμη, θα παρουσιάσω και ατομικές εκθέσεις για το κοινό. Θα δημιουργήσω επίσης ένα site web ενώ όποιος ενδιαφέρεται για τα έργα μου μπορεί να μου γράψει στο φέισμπουκ (thalia tassou) καθώς και στο instagram (thaliatassou).

Εμπνέομαι από τη φύση στην Κύπρο, την Ελλάδα και τον Καναδά. Ένα από τα πρώτα τοπία μου ήταν μια ελαιογραφία της Πέτρας του Ρωμιού. Ζωγράφισα επίσης τοπία της Πάφου, της Λάρνακας, της Μαραθάσας και της Αίγινας καθώς και λουλούδια και αγριολούλουδα της Κύπρου.

Με εμπνέει επίσης η ελληνική μυθολογία τόσο στην ζωγραφική όσο και στην ποίηση. Τελευταία έκανα και υδατογραφίες εμπνευσμένες από τοπία και παραδοσιακά σπίτια του χωριού μου, του Καλοπαναγιώτη. Ζωγράφισα ακόμη παραδοσιακές στολές του τόπου μου, της Κύπρου. Αντλώ επίσης την έμπνευσή μου από την μουσική και την ποίηση.

Με συγκινούν και με εμπνέουν τα απλά πράγματα, οι απλοί άνθρωποι, πράγματα που από άλλους ίσως να περνούσαν απαρατήρητα.

Η κατοχή του 40% της Κύπρου από τη Τουρκία συνεχίζεται εδώ και 49 χρόνια, τί έχουμε να περιμένουμε όταν ο διεθνής παράγοντας αδιαφορεί από τη μια και παράλληλα δείχνει να προτιμά τη Τουρκία; Θεωρείτε δίκαιη λύση τη διζωνική ή τί θα προτείνατε σαν λύση;

Δυστυχώς ήταν μεγάλο λάθος εξ αρχής από την πλευρά μας να μετατρέψουμε το θέμα της Κύπρου από θέμα εισβολής και κατοχής από την Τουρκία, σε δικοινοτικό θέμα. Δεν έχουμε να περιμένουμε πολλά πράγματα εκτός από συνεχείς υποχωρήσεις από την πλευρά μας σε κάθε νέο κύκλο συνομιλιών γιατί μας λείπει ο στρατηγικός σχεδιασμός. Αντί να ασκούνται πιέσεις στην Τουρκία που είναι η κατοχική δύναμη, μας λένε να τα βρούμε με τους Τουρκοκυπρίους. Είναι φανερό όμως πως οι Τουρκοκύπριοι που κατάντησαν μειονότητα λόγω του εποικισμού δεν είχαν και δεν έχουν αυτόνομη πολιτική βούληση γιατί εξαρτώνται από την Τουρκία οικονομικά αλλά και πολιτικά.

Δεν υπάρχει λύση χωρίς να αποσυρθούν τα τουρκικά στρατεύματα και οι έποικοι, χωρίς να καταργηθούν οι τουρκικές εγγυήσεις. Η Τουρκία επιδιώκει τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία ενός συνομοσπονδιακού μορφώματος υπό την επικυριαρχία της.

Χρειαζόμαστε ανατροπές για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Χρειαζόμαστε και στοχαστικές προσαρμογές στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού κράτους, με τις ίδιες δημοκρατικές αρχές που ισχύουν σε όλα τα κανονικά κράτη. Με εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου και με βάση τη δημοκρατική αρχή ένας πολίτης μια ψήφος. Μια Πολιτεία ισονομίας, με τα ίδια δικαιώματα για όλους τους πολίτες της, ανεξάρτητα γλώσσας, θρησκείας και φυλετικής καταγωγής.

Ποια τα σχέδια σας για το μέλλον σε λογοτεχνία και ζωγραφική;

Όσο αφορά τη λογοτεχνία ίσως εκδώσω ένα πεζό. Γράφω ήδη αφηγήματα, διηγήματα, έχω στα σκαριά ένα μυθιστόρημα. Αφηγήματά μου δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά. Ίσως επίσης εκδώσω την ποιητική μου συλλογή σε μετάφραση, στα αγγλικά, ίσως και γαλλικά.

Φυσικά εξακολουθώ να γράφω και ποιήματα και κάποια στιγμή θα εκδώσω και μια δεύτερη ποιητική συλλογή.

Στη ζωγραφική, ίσως παρουσιάσω ατομικές μου εκθέσεις όταν θα είμαι έτοιμη.


ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΟΝΤΡΕΑΛΙΤΙΣΣΑ

IΙΙ

«Όταν έφτασα στο λιμάνι,

ήταν όλα κάτασπρα.

Οι Ελληνίδες

χτυπιόντουσαν

κι οι Ιταλίδες

ξερίζωναν τα μαλλιά τους,

στο σπίτι του πατέρα μου

στο καρτιέ Σεν Ανρί

εκεί που πήγα να πάρω

το γάλα απ’ την ντουλάπα

τρόμαξα

μια τεράστια νυφίτσα

ασήμιζε στο φεγγαρόφωτο

κι όταν άναψα το φως,

είδα πως κατσαρίδες

περπατούσαν επάνω μου.

Από τότε

παραμιλώ στον ύπνο μου,

από τότε

ονειρεύομαι να φύγω

απ’ αυτόν τον τόπο».

Σ’ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΣΤΡΟΦΗ

I

Κάθε που περνώ

απ’ αυτήν τη στροφή

αγναντεύω πέρα

τη θάλασσα.

Να ’ναι άραγε

η θάλασσα

του Ξερού;

Μια δρασκελιά

τόσο κοντά

μα και τόσο

μακριά!

Το μυαλό

το κυριεύει

η τρέλα,

θέλει

να ορμήσει

να κατηφορίσει

σαν ζαρκάδι

σαν μέλισσα

σαν πεταλούδα

σε παλιά

γνώριμα μέρη.

Στο λεωφορείο

της γραμμής

για τη Μόρφου

περνώντας

από Λεύκα 

Πεντάγυια

στρωμένη

η διαδρομή

με χιλιάδες

κόκκινες

παπαρούνες.

Νά κι η κόκκινη

παραλία

του Ξερού.

Το προσκύνημα

στον Αϊ-Μάμα

επιστρέφοντας

από την τράπεζα

στη Μόρφου

με τα σπίτια

χωμένα

στις πορτοκαλιές

τη στάση στη Λεύκα

και την αγορά

της καθιερωμένης

σακούλας

με πορτοκάλια

σιεκκέρικα.*

* Σιεκκέρικα. ποικιλία πορτοκαλιών με γλυκιά γεύση

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Χωρίς ηλικία

τάχα να υπήρξατε

νέοι

ποτέ;

Γυναίκες

με σταφιδωμένα

πρόσωπα

την ομορφιά σας

τη βύζαξε

ο καπιταλισμός

στα εργοστάσια

ίδιος Μινώταυρος

για να θεριέψει.

Δεν αναγνωρίζουμε

τα πρόσωπά μας,

στον καθρέφτη

προσωπεία

νεκρών.

Ξεριζωμένα δέντρα

θα μπορέσουμε

να στεριώσουμε

κάποτε; 

 

 

 

 

 

 


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Θάλεια Τάσου γεννήθηκε στον Πάνω Αμίαντο της Κύπρου, όπου έζησε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής της. Κατόπιν, πέρασε τα εφηβικά της χρόνια

μέχρι το τέλος του Γυμνασίου στον Καλοπαναγιώτη της Κόπρου, πατρίδα των γονιών της. Σπούδασε στο Παρίσι, όπου απέκτησε διπλώματα στην Κοινωνιολογία, τη Γαλλική φιλολογία, τη Λογοτεχνία και τα Παιδαγωγικά.

Αργότερα, σπούδασε Νομική στο Μόντρεαλ, όπου διαμένει από το 1976, ασκώντας το επάγγελμα της δικηγόρου. Δίδαξε επίσης Κοινωνιολογία, Γαλλικά και Ελληνικά, σε κολέγια και σχολεία της ελληνικής κοινότητας.

Δημοσίευσε άρθρα νομικού και πολιτικού περιεχομένου.

Γράφει από τα μαθητικά της χρόνια. Ποιήματα και πεζά της δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Επίσης, ποιήματά της μεταφράστηκαν στα γαλλικά και τα αγγλικά, ενώ η ίδια μετέφρασε ποίηση από

τα ελληνικά στα γαλλικά και τα αγγλικά.

Τελευταία, εκτός από το γράψιμο, ασχολείται με το σχέδιο και τη ζωγραφική

(μεταξύ άλλων: πορτραίτο, τοπία, νεκρή φύση, ζωντανό μοντέλο, κ.λπ.) και έχει πάρει μέρος σε διάφορες συλλογικές εκθέσεις.

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire