Του Τάκη Θεοδωρόπουλου*
Οταν το καλοκαίρι του 2003 η αστυνομία συνέλαβε τους αδελφούς Ξηρούς μάθαμε πως ήταν παιδιά μιας φτωχής οικογένειας κάποιου ιερέα. Προσωπικά θυμάμαι τη μορφή του πατέρα όπως τον είχα δει σε κάποια φωτογραφία της εποχής. Ενας ψηλός, ευθυτενής άνδρας, που στεκόταν με το κεφάλι σκυφτό. Ενας παπάς σαν όλους τους άλλους. Η μητέρα, αν δεν κάνω λάθος, μεγάλης ηλικίας κι αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να βγαίνει από κάποια σκηνή της αγροτικής ψωροκώσταινας. Μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα απ’ αυτές που κάποτε κατοικούσαν την ελληνική ύπαιθρο.
Δεν μάθαμε ποτέ πώς αισθάνθηκαν όταν έμαθαν ότι τα παιδιά τους κατηγορούνταν για τη συμμετοχή τους στη «17 Νοέμβρη». Οπως και δεν μάθαμε ποτέ τι σκέφτηκαν όταν καταδικάστηκαν για τόσες δολοφονίες. Δεν ακούσαμε ποτέ ποιες ήταν οι πολιτικές τους απόψεις, ή τι σκέφτονταν για την τρομοκρατία, αν θεωρούσαν την κοινωνία άτιμη και διεστραμμένη, και αν πίστευαν ότι οι τρεις γιοι τους εντέλει καλά έκαναν ό,τι έκαναν γιατί αυτό περίμεναν οι ίδιοι οι γονείς τους να κάνουν. Δεν ακούσαμε ποτέ τη δύστυχη μητέρα να λέει ότι το μόνο που την ενδιαφέρει ήταν η υγεία του γιου της Σάββα ο οποίος βρισκόταν στον Ευαγγελισμό τραυματισμένος και έχοντας ήδη χάσει το ένα του μάτι. Δεν εγκατέλειψαν τους τρεις γιους τους. Τους συμπαραστάθηκαν όπως όφειλαν να κάνουν ως γονείς. Στη συνέχεια έμειναν μόνοι τους με τη δυστυχία τους όπως και θα εξακολουθούν να μένουν μόνοι τους σήμερα, αν ζουν ακόμη.
Διαφορά γενιάς; Διαφορά κοινωνικής τάξης; Διαφορά εποχής; Ολα βαραίνουν όταν σκέφτομαι τη διαφορά της αντίδρασης των λαϊκών εκείνων ανθρώπων από τους γονείς των εικοσάχρονων που συνελήφθησαν στο Βελβεντό. Βαραίνει ενδεχομένως και η άνεση της παρουσίας στη σκηνή του δημόσιου βίου. «Ο γιος μου είχε μέσα του οργή και φόβο. Εκείνο το βράδυ, στις 6 Δεκεμβρίου, οι δολοφονικές σφαίρες σκότωσαν και τον Νίκο», δήλωσε η κ. Νάσιουτζικ για τον γιο της Νίκο Ρωμανό. Ο δε αγιογράφος πατέρας του έτερου των συλληφθέντων δήλωσε πως είναι περήφανος γιατί ο γιος του είναι αναρχικός, αφού όλοι στην οικογένεια είναι αναρχικοί.
Κακοποιήθηκαν οι εικοσάχρονοι κατά τη σύλληψή τους ή μετά; Μπορεί και κακώς, κάκιστα κακοποιήθηκαν αν κακοποιήθηκαν. Ομως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι και η ελληνική αστυνομία υπόκειται στον νόμο της βαρύτητας του ελληνικού Δημοσίου. Οσο κι αν έχουμε την απαίτηση να λειτουργεί καλύτερα από τις εφορίες και τις πολεοδομίες εντέλει μας βγαίνει ένας Κλουζό και προσγειωνόμαστε στην υπέροχη πραγματικότητα. Ομως αν υπάρχει εκεί ένα θέμα, σίγουρα το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πως οι ίδιοι οι γονείς των παιδιών αυτών μπορούν με τόση άνεση όχι μόνον να δικαιολογούν τις πράξεις τους, αλλά και σε στιγμές τόσο κρίσιμες για τους ίδιους και τα παιδιά τους να οχυρώνονται πίσω από τα πιο κοινότοπα στερεότυπα του δημόσιου βίου μας όχι για να κρυφτούν, αλλά για να επιδειχτούν. Εχουν δικαίωμα και υποχρέωση να υπερασπιστούν τα παιδιά τους με όποια και όσα μέσα διαθέτουν. Το ζητούμενο είναι ποιος θα υπερασπιστεί τους ίδιους, και τα παιδιά τους, από τη νοοτροπία τους.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι η τερατογένεση της νέας γενιάς τρομοκρατών συντελείται κατ’ αποκλειστικότητα στην αρχιτεκτονική της μεζονέτας, το πολιτισμικό ιδιόλεκτο που ανεπτύχθη τις τελευταίες δεκαετίες στα βόρεια προάστια. Δεν μπορώ όμως να αγνοήσω το γεγονός ότι το «μίσος» κατά της κοινωνίας δεν το επικαλούνται τα παιδιά των εξαθλιωμένων λαϊκών στρωμάτων, αλλά οι γόνοι μιας μεσαίας τάξης τους οποίους αυτή η ίδια κοινωνία που τώρα υποτίθεται πως θέλουν να καταστρέψουν τους αγκάλιασε με θαλπωρή. Ηταν αυτοί οι ίδιοι γόνοι που τον Δεκέμβριο του 2008 κατέλαβαν την πρωτεύουσα, έκαψαν, λεηλάτησαν, ενώ το φάντασμα του κράτους παρακολουθούσε τα παιδιά του να ατακτούν. Τότε ο προοδευτικός λυρισμός ενός μεγάλου μέρους της διανόησης υποστήριζε ότι το μόνο που έχουμε να κάνουμε ήταν να αφουγκραστούμε τους νέους. Κι αν μεσολάβησε κάτι ανάμεσα στο καλοκαίρι του 2003, όταν συνελήφθησαν οι αδελφοί Ξηροί και το 2013 με τους συλληφθέντες στο Βελβεντό είναι ο Δεκέμβριος του 2008. Οπου τον Δεκέμβριο του 2008 η ελληνική κοινωνία, τρομαγμένη, αναγόρευσε τη νεολαία της σε κοινωνική τάξη η οποία θεωρείται εκ των προτέρων αδικημένη και διεκδικεί τη ζωή της και το μέλλον της.
Αλήθεια ποια ζωή και ποιο μέλλον διεκδικείς όταν πας να τινάξεις το Mall; Ή μάλλον τι παραπάνω επιδιώκεις από το δικαίωμα στην αυθαιρεσία, αυτό με το οποίο σε γαλούχησε ο πατέρας που πάρκαρε το 4Χ4 στο πεζοδρόμιο και έβρισκε πάντα τρόπο να νομιμοποιήσει το αυθαίρετο εξοχικό του; Η μεσαία τάξη είναι το μεγαλύτερο θύμα αυτής της κρίσης. Οφείλουμε όμως να αναρωτηθούμε μήπως ο κυνισμός με τον οποίον αντιμετώπισε τη ζωή της και την εκπαίδευση των παιδιών της που γαλουχήθηκαν στον «πατριωτισμό της Μυκόνου» οδήγησαν στη σημερινή της πανωλεθρία, με άλλα λόγια στη διόλου ιδανική αυτοχειρία της.
* Ο κ. Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 17/02/2013
Οταν το καλοκαίρι του 2003 η αστυνομία συνέλαβε τους αδελφούς Ξηρούς μάθαμε πως ήταν παιδιά μιας φτωχής οικογένειας κάποιου ιερέα. Προσωπικά θυμάμαι τη μορφή του πατέρα όπως τον είχα δει σε κάποια φωτογραφία της εποχής. Ενας ψηλός, ευθυτενής άνδρας, που στεκόταν με το κεφάλι σκυφτό. Ενας παπάς σαν όλους τους άλλους. Η μητέρα, αν δεν κάνω λάθος, μεγάλης ηλικίας κι αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να βγαίνει από κάποια σκηνή της αγροτικής ψωροκώσταινας. Μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα απ’ αυτές που κάποτε κατοικούσαν την ελληνική ύπαιθρο.
Δεν μάθαμε ποτέ πώς αισθάνθηκαν όταν έμαθαν ότι τα παιδιά τους κατηγορούνταν για τη συμμετοχή τους στη «17 Νοέμβρη». Οπως και δεν μάθαμε ποτέ τι σκέφτηκαν όταν καταδικάστηκαν για τόσες δολοφονίες. Δεν ακούσαμε ποτέ ποιες ήταν οι πολιτικές τους απόψεις, ή τι σκέφτονταν για την τρομοκρατία, αν θεωρούσαν την κοινωνία άτιμη και διεστραμμένη, και αν πίστευαν ότι οι τρεις γιοι τους εντέλει καλά έκαναν ό,τι έκαναν γιατί αυτό περίμεναν οι ίδιοι οι γονείς τους να κάνουν. Δεν ακούσαμε ποτέ τη δύστυχη μητέρα να λέει ότι το μόνο που την ενδιαφέρει ήταν η υγεία του γιου της Σάββα ο οποίος βρισκόταν στον Ευαγγελισμό τραυματισμένος και έχοντας ήδη χάσει το ένα του μάτι. Δεν εγκατέλειψαν τους τρεις γιους τους. Τους συμπαραστάθηκαν όπως όφειλαν να κάνουν ως γονείς. Στη συνέχεια έμειναν μόνοι τους με τη δυστυχία τους όπως και θα εξακολουθούν να μένουν μόνοι τους σήμερα, αν ζουν ακόμη.
Διαφορά γενιάς; Διαφορά κοινωνικής τάξης; Διαφορά εποχής; Ολα βαραίνουν όταν σκέφτομαι τη διαφορά της αντίδρασης των λαϊκών εκείνων ανθρώπων από τους γονείς των εικοσάχρονων που συνελήφθησαν στο Βελβεντό. Βαραίνει ενδεχομένως και η άνεση της παρουσίας στη σκηνή του δημόσιου βίου. «Ο γιος μου είχε μέσα του οργή και φόβο. Εκείνο το βράδυ, στις 6 Δεκεμβρίου, οι δολοφονικές σφαίρες σκότωσαν και τον Νίκο», δήλωσε η κ. Νάσιουτζικ για τον γιο της Νίκο Ρωμανό. Ο δε αγιογράφος πατέρας του έτερου των συλληφθέντων δήλωσε πως είναι περήφανος γιατί ο γιος του είναι αναρχικός, αφού όλοι στην οικογένεια είναι αναρχικοί.
Κακοποιήθηκαν οι εικοσάχρονοι κατά τη σύλληψή τους ή μετά; Μπορεί και κακώς, κάκιστα κακοποιήθηκαν αν κακοποιήθηκαν. Ομως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι και η ελληνική αστυνομία υπόκειται στον νόμο της βαρύτητας του ελληνικού Δημοσίου. Οσο κι αν έχουμε την απαίτηση να λειτουργεί καλύτερα από τις εφορίες και τις πολεοδομίες εντέλει μας βγαίνει ένας Κλουζό και προσγειωνόμαστε στην υπέροχη πραγματικότητα. Ομως αν υπάρχει εκεί ένα θέμα, σίγουρα το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πως οι ίδιοι οι γονείς των παιδιών αυτών μπορούν με τόση άνεση όχι μόνον να δικαιολογούν τις πράξεις τους, αλλά και σε στιγμές τόσο κρίσιμες για τους ίδιους και τα παιδιά τους να οχυρώνονται πίσω από τα πιο κοινότοπα στερεότυπα του δημόσιου βίου μας όχι για να κρυφτούν, αλλά για να επιδειχτούν. Εχουν δικαίωμα και υποχρέωση να υπερασπιστούν τα παιδιά τους με όποια και όσα μέσα διαθέτουν. Το ζητούμενο είναι ποιος θα υπερασπιστεί τους ίδιους, και τα παιδιά τους, από τη νοοτροπία τους.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι η τερατογένεση της νέας γενιάς τρομοκρατών συντελείται κατ’ αποκλειστικότητα στην αρχιτεκτονική της μεζονέτας, το πολιτισμικό ιδιόλεκτο που ανεπτύχθη τις τελευταίες δεκαετίες στα βόρεια προάστια. Δεν μπορώ όμως να αγνοήσω το γεγονός ότι το «μίσος» κατά της κοινωνίας δεν το επικαλούνται τα παιδιά των εξαθλιωμένων λαϊκών στρωμάτων, αλλά οι γόνοι μιας μεσαίας τάξης τους οποίους αυτή η ίδια κοινωνία που τώρα υποτίθεται πως θέλουν να καταστρέψουν τους αγκάλιασε με θαλπωρή. Ηταν αυτοί οι ίδιοι γόνοι που τον Δεκέμβριο του 2008 κατέλαβαν την πρωτεύουσα, έκαψαν, λεηλάτησαν, ενώ το φάντασμα του κράτους παρακολουθούσε τα παιδιά του να ατακτούν. Τότε ο προοδευτικός λυρισμός ενός μεγάλου μέρους της διανόησης υποστήριζε ότι το μόνο που έχουμε να κάνουμε ήταν να αφουγκραστούμε τους νέους. Κι αν μεσολάβησε κάτι ανάμεσα στο καλοκαίρι του 2003, όταν συνελήφθησαν οι αδελφοί Ξηροί και το 2013 με τους συλληφθέντες στο Βελβεντό είναι ο Δεκέμβριος του 2008. Οπου τον Δεκέμβριο του 2008 η ελληνική κοινωνία, τρομαγμένη, αναγόρευσε τη νεολαία της σε κοινωνική τάξη η οποία θεωρείται εκ των προτέρων αδικημένη και διεκδικεί τη ζωή της και το μέλλον της.
Αλήθεια ποια ζωή και ποιο μέλλον διεκδικείς όταν πας να τινάξεις το Mall; Ή μάλλον τι παραπάνω επιδιώκεις από το δικαίωμα στην αυθαιρεσία, αυτό με το οποίο σε γαλούχησε ο πατέρας που πάρκαρε το 4Χ4 στο πεζοδρόμιο και έβρισκε πάντα τρόπο να νομιμοποιήσει το αυθαίρετο εξοχικό του; Η μεσαία τάξη είναι το μεγαλύτερο θύμα αυτής της κρίσης. Οφείλουμε όμως να αναρωτηθούμε μήπως ο κυνισμός με τον οποίον αντιμετώπισε τη ζωή της και την εκπαίδευση των παιδιών της που γαλουχήθηκαν στον «πατριωτισμό της Μυκόνου» οδήγησαν στη σημερινή της πανωλεθρία, με άλλα λόγια στη διόλου ιδανική αυτοχειρία της.
* Ο κ. Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 17/02/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire