«Η πόλη με τα συρτάρια», πίνακας του Σαλβαντόρ Νταλί
Το γίγνεσθαι είναι μια αντι-μνήμη […]. Η ανάμνηση είναι πάντοτε λειτουργία μιας επανεδαφικοποίησης
Ντελέζ/Γκουαταρί
Διονύσης Καββαθάς
Ενα από τα θεμελιώδη ερωτήματα της φιλοσοφίας που πραγματεύθηκε ο Νίτσε με ρηξικέλευθο τρόπο στη Γενεαλογία της ηθικής (1882)
είναι το ζήτημα της μνήμης. Το ερώτημα τέθηκε τότε ως εξής: πώς μπορεί
κανείς να καλλιεργήσει τη μνήμη στο επιλήσμον ζώο ονόματι άνθρωπος; Πώς
μπορεί να αποτυπώσει σε αυτήν τη βραδεία, εν μέρει επιπόλαιη νόηση, η
οποία προσηλώνεται μόνο στη φευγαλέα στιγμή, κάτι που να μένει για
πάντα;
Η απάντηση που έδωσε ο γερμανός φιλόσοφος και αφορούσε κυρίως την προϊστορική και χριστιανική περίοδο της πολιτισμικής μας ιστορίας, ήταν άκρως τραυματική για τον ορθό λόγο: το ζήτημα της μνήμης και άρα της κοινωνικής και ατομικής λειτουργικότητας δεν λύθηκε στο παρελθόν με κοινωνικά συμβόλαια αλλά μέσω οδυνηρών «μνημοτεχνικών» οι οποίες χρησιμοποίησαν τον πόνο (και αργότερα την ενοχή) ως το ισχυρότερο μέσο «εγγραφής» του νόμου στο ανθρώπινο σώμα.
Βέβαια, μετά την τυπογραφική εξάπλωση της γραφής και τη σταδιακή εξωτερίκευση της μνήμης με τη βοήθεια περιφερειακών συσκευών (βιβλίο, υπολογιστής), τα προϊστορικά «θέατρα της σκληρότητας» απώλεσαν την αναγκαιότητά τους και μετατράπηκαν σε ανώδυνα «ανάκτορα της μνήμης» ή σε κατανυκτικούς καθεδρικούς ναούς ως κυρίαρχα μοντέλα οργάνωσης της μνήμης.
Σήμερα, την εποχή της απομάγευσης και αποϊεροποίησης της μνήμης, καλούμαστε μέσω μιας νέας τάξης του λόγου (οικονομία και μικροφυσική της εξουσίας) να διερευνήσουμε τη γέννηση και τη δομή της μνήμης καθαρά επιστημονικά, είτε στα νευρωνικά δίκτυα είτε στην αρχιτεκτονική των τσιπ. Η τελευταία επιχειρεί να προσομοιώσει ψηφιακά τη μάλλον αξεπέραστη πολυπλοκότητα της αναλογικής μας μνήμης.
Από τη μνημοτεχνική στη φαντασία
Οποιος όμως επιχειρεί να μελετήσει τη μνήμη σε ιστορικό βάθος
ανακαλύπτει περιόδους όπου η μνήμη συνδεόταν άμεσα με τη θεότητα, όπως
στον Ομηρο, ή αποτελούσε ερμητική τέχνη, όπως στην Αναγέννηση με τον
Τζορντάνο Μπρούνο. Το βιβλίο της Φράνσες Γέιτς (1899-1981) εκπονήθηκε ως
δεκαπενταετής έρευνα στο πλαίσιο του Ινστιτούτου Βάρμπουργκ στο Λονδίνο
και εκδόθηκε το 1966, όταν διευθυντής του ιδρύματος ήταν ο Ε. Χ.
Γκόμπριχ. Καλύπτει μια περίοδο της ιστορίας της μνήμης που εκκινεί από
τον Σιμωνίδη τον Κείο και φθάνει ως το τέλος της Αναγέννησης και το
μνημονικό θέατρο του Φλαντ (1574-1637) ονόματι «Γκλόουμπ» (Globe), όπου
παίζονταν και τα έργα του Σαίξπηρ.
Η αναφορά στον γερμανό ιστορικό της τέχνης Αμπυ Βάρμπουργκ (1866-1929) είναι απαραίτητη διότι στόχος του μεγάλου αυτού ερευνητή ήταν αφενός η κατασκευή της περιώνυμης «Βιβλιοθήκης Βάρμπουργκ», αφετέρου η δημιουργία ενός μεικτού και εν μέρει άναρχου αρχείου εικόνων της δυτικής τέχνης και της καθημερινής κουλτούρας που θα χρησίμευε ως υλικό υπόστρωμα της συλλογικής μνήμης. Το ανολοκλήρωτο αυτό έργο του μείζονος γνώστη της Αναγέννησης φέρει τον σημαίνοντα τίτλο: Μνημοσύνη - Ατλας εικόνων.
Η Γέιτς δίδαξε στο Ινστιτούτο Βάρμπουργκ Ιστορία της Αναγέννησης και εστίασε σε αυτή την περίοδο τις μελέτες της, κάτι που μπορεί κανείς να συμπεράνει και από το έργο της Η τέχνη της μνήμης. Το βιβλίο της μπορεί επίσης να διαβαστεί επιτελεστικά, ως ένα έργο μνημόνευσης μιας λησμονημένης και άρα απωθημένης τέχνης: της ρητορικής μνημοτεχνικής.
Αυτό που δεσπόζει στο μοντέλο μνήμης της εν λόγω παράδοσης (Κικέρων, Κοϊντιλιανός, Πλάτων, Αριστοτέλης, Αυγουστίνος) είναι οι χωρικές μεταφορές (παλάτια, θέατρα, ναοί), αφού το ζητούμενο είναι η τοποθέτηση έντονων εικόνων σε συγκεκριμένες θέσεις εντός ενός ιδεατού ή και εμπειρικού οικοδομήματος. Η αρχιτεκτονική διάταξη του οικοδομήματος διευκολύνει όποιον το διέρχεται νοητικά να ανακαλεί με υψηλή πιστότητα σταθερά δεδομένα.
Το τοπικό και άρα εντοπιστικό αυτό μοντέλο της memoria οργανώνεται ως «εσωτερική γραφή» του υποκειμένου και έλκει την καταγωγή από το πλατωνικό μοντέλο της εγχάραξης δεδομένων πάνω στο παθητικό υλικό υπόστρωμα μιας κέρινης πλάκας. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης υποβάλλεται σε διάφορους μετασχηματισμούς, ώσπου υποκαθίσταται τελικά από τη δημιουργική δύναμη της νεοτερικής φαντασίας (imaginatio). Εκτοτε, το «θυμάμαι» είναι ισοδύναμο με το «φαντάζομαι».
Ηδη στην περίοδο του Μπαρόκ, με την ευφυΐα και την οξύνοια στον Ιησουίτη Γκρασιάν (1601-1658), και το αργότερο κατά τον Διαφωτισμό, με τη συνθετική φαντασία στον Καντ, το κλασικό μοντέλο της ρητορικής μνήμης ως τέχνης αποθήκευσης και ανάκλησης υποβαθμίζεται, αναβιώνοντας ωστόσο ως τεχνολογία του storage and retrieval στους υπολογιστές. Το τεχνολογικό αυτό μοντέλο της μνήμης επιχειρεί με τη σειρά του να αντικαταστήσει την ικανότητα «αναγνώρισης μορφών» της φαντασίας, αίτημα που απαιτεί δισδιάστατη επεξεργασία σήματος και αυξάνει κατακόρυφα τον χρόνο επεξεργασίας.
Από την αποθήκευση στην παραγωγή
Ωστόσο η τεχνικο-επιστημονική έρευνα περί μνήμης διανύει σήμερα
περίοδο άνθησης όχι μόνο λόγω των ολοένα αυξανόμενων απαιτήσεων σε ό,τι
αφορά τις υπολογιστικές μνήμες και τη χωρητικότητά τους. Η ενασχόληση με
το ζήτημα της μνήμης έχει ανανεωθεί επίσης από την έντονη κινητικότητα
στον χώρο των νευροεπιστημών, της ψυχολογίας, της βιολογίας και των
γνωσιακών επιστημών. Οι επιστήμες αυτές ασκούν κριτική στα μηχανιστικά,
αναπαραστατικά, εντοπιστικά και εν γένει παθητικά και στατικά μοντέλα
μνήμης, ωθώντας έτσι αναδραστικά την έρευνα της τεχνολογίας των
υπολογιστών σε νέες, υβριδικές συνθέσεις της ανόργανης ύλης (πυρίτιο)
και της οργανικής ζωής.
Παράλληλα, επαναξιολογείται θετικά η λειτουργία της λήθης όχι μόνο στους υπολογιστές (delete) αλλά και στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ο οποίος ενίοτε απειλείται και νοσεί όχι μόνον από αμνησία αλλά και από την υπερτροφία ή την ένταση μνημονικών ιχνών. Η μνήμη του μέλλοντος στον Νίτσε, η «αντι-μνήμη» στον Ντελέζ, η λογοτεχνία της εντροπικής μνήμης στους Προυστ, Μπόρχες, Μπλανσό και Πύντσον, η «μουσική της λήθης» στον Κέιτζ είναι μερικά μόνο παραδείγματα σχεδιασμού μιας μνήμης που βασική της λειτουργία δεν θα είναι η αναγνώριση του όμοιου και του ταυτόσημου αλλά η παραγωγή του νέου και του διαφορετικού. Αλλωστε, στα νεοτερικά μοντέλα μνήμης τίποτε δεν μπορεί να αναπαραχθεί όπως έγινε. Η εισβολή του μη αναστρέψιμου χρόνου δεν αφήνει τίποτε άθικτο. Ολα τα δεδομένα υπόκεινται σε διαρκή μετασχηματισμό, αναδιάταξη, μετατόπιση και παραμόρφωση (Φρόιντ).
Αυτό διαπιστώνεται και στην πρόσφατη μελέτη των Larry R. Squire και Erich R. Kandel, η οποία εστιάζει αποκλειστικά στο βιοχημικό υπόστρωμα της μνήμης με απώτερο σκοπό να αναδείξει τις παιδαγωγικές, επιστημονικές και θεραπευτικές συνέπειες μιας μοριακής θεωρίας της μνήμης. To έργο τους μπορεί δικαίως να θεωρηθεί επιστημολογικά ως μια ακραία μορφή αναγωγισμού, αφού όλες οι νοητικές ή ψυχικές διαδικασίες ανάγονται σε φυσιολογικά δεδομένα.
Μολονότι οι αναλύσεις τους απορρίπτουν το εντοπιστικό και αναπαραγωγικό μοντέλο μνήμης και υπόσχονται μιαν ολιστική προσέγγιση των διαδικασιών αποθήκευσης και ανάκλησης δεδομένων, οι διαπρεπείς αυτοί επιστήμονες δεν θέτουν στο βιβλίο τους το επιστημολογικό και φιλοσοφικό ερώτημα για το καθεστώς αληθείας της θεωρίας τους, κάτι που θέτει κατά κόρον ο υποψιασμένος Johnson στο βιβλίο του.
Η ίδια παράλειψη εντοπίζεται και στο απολαυστικό και ευφυέστατο βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη, ο οποίος παρουσιάζει με την εγνωσμένη ειδημοσύνη και γλωσσική του κομψότητα τα μοντέλα μνήμης μιας πλειάδας μειζόνων συγγραφέων του δυτικού πολιτισμού, από τον Πλάτωνα ως τον Φρόιντ, λησμονώντας ωστόσο να ονομάσει την ενδεχομενική τάξη του λόγου από την οποία αυτά αναδύονται.
Το επιτακτικό ερώτημα που αφορά σήμερα τη σκέψη μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: τι μας καλεί να σκεφτόμαστε πλέον τη μνήμη ως παραγωγική διαδικασία κυρίως; Γιατί η μνήμη νοείται πλέον ως εκείνη η ενεργητική λειτουργία που βασικό της γνώρισμα είναι να ελέγχει αδιάλειπτα τη συνεκτικότητα του οργανισμού (ατομικού και κοινωνικού) και ταυτόχρονα να διαθέτει την απεριόριστη ικανότητα υποδοχής νέων ερεθισμάτων (Φρόιντ, Λούμαν);
Η πέτρα του σκανδάλου, ο παρατηρητής
Διερευνώντας το τοπίο των θεωριών περί μνήμης καθίσταται προφανές ότι η ιστορία πρόσληψης «της» μνήμης είναι ταυτόχρονα και η ιστορία των μνημοτεχνικών μέσων ως μεταφορών της. Ως εκ τούτου, η οργάνωση της κοινωνικής μνήμης στη νεοτερικότητα αναλαμβάνεται από τα ΜΜΕ, ενώ στη μετανεοτερικότητα κυριαρχεί το μοντέλο του αλληλεπιδραστικού δικτύου. Αρχίζουμε να κατανοούμε πως οι επονομαζόμενες «αναμνήσεις» δεν αποτελούν παρά ένα εφέ του συστήματος που τις παράγει. Είναι λοιπόν εύλογο ότι για τον Βιτγκενστάιν, τον σκαπανέα της γλωσσικής στροφής και των «γλωσσικών παιγνίων», η ανάμνηση αποδομείται ως μια «γραμματική μυθοπλασία».
Διερευνώντας το τοπίο των θεωριών περί μνήμης καθίσταται προφανές ότι η ιστορία πρόσληψης «της» μνήμης είναι ταυτόχρονα και η ιστορία των μνημοτεχνικών μέσων ως μεταφορών της. Ως εκ τούτου, η οργάνωση της κοινωνικής μνήμης στη νεοτερικότητα αναλαμβάνεται από τα ΜΜΕ, ενώ στη μετανεοτερικότητα κυριαρχεί το μοντέλο του αλληλεπιδραστικού δικτύου. Αρχίζουμε να κατανοούμε πως οι επονομαζόμενες «αναμνήσεις» δεν αποτελούν παρά ένα εφέ του συστήματος που τις παράγει. Είναι λοιπόν εύλογο ότι για τον Βιτγκενστάιν, τον σκαπανέα της γλωσσικής στροφής και των «γλωσσικών παιγνίων», η ανάμνηση αποδομείται ως μια «γραμματική μυθοπλασία».
Για τον Νίτσε και τον Φρόιντ η μνήμη είναι επίσης μια διαδικασία συντόμευσης ή συμπύκνωσης των πολύπλοκων νοητικών λειτουργιών σε γλωσσικά σύμβολα. Αντίστοιχα, για τον βιοχημικό η ανάμνηση είναι το αποτέλεσμα μιας διάταξης νευρώνων. Τελικά ό,τι λέγεται, λέγεται από κάποιον παρατηρητή και αποτελεί δική του οργανωτική μεταφορά και όχι κάποια κατάσταση των ίδιων των πραγμάτων. Ο επιστημονικός παρατηρητής επιθυμεί να βλέπει και άρα βλέπει παντού τάξη, δομή, οργάνωση, μνήμη. Οταν όμως ο παρατηρητής είναι ποιητής, άρα σπάταλος από και με τη φύση του, μπορεί να αναφωνεί: «Διεκδικώ τη λήθη […]. Καμία επαναφορά».
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 23/03/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire