Βασίλης Παπαβασιλείου
Ανυπαρξία. Ο ελληνικός κλασικός πολιτισμός τής αποδίδει
περίοπτη θέση στον κόσμο των αξιών. Σύμφωνα με τον Σοφοκλή («Οιδίπους
επί Κολωνώ»), το καλύτερο είναι «να μην έχεις γεννηθεί». Κατά λογική
συνεπαγωγή το αμέσως λιγότερο καλό είναι, άπαξ και την έχεις πατήσει και
έχεις δει το φως, να πας μια ώρα γρηγορότερα από κει που ήρθες, δηλαδή
στον αγύριστο. Το νεοελληνικό κράτος, πιστό σε όλες τις μεγάλες
παραδόσεις της φυλής, τιμά εμπράκτως την ανυπαρξία. Πώς; Επιδοτώντάς
την. Η μέθοδος εκτίθεται παρακάτω.
Αφαντοι. Πρόσφατα δημοσιεύματα ανεβάζουν σε περίπου πενήντα πέντε
χιλιάδες τους συνταξιούχους του Δημοσίου που δεν έδωσαν σημεία ζωής κατά
τη διάρκεια της σχετικής απογραφής. Αυτοί αποκλήθηκαν άφαντοι, όπως
κάποιοι άλλοι, όχι συνταξιούχοι αλλά εν ενεργεία, υποτίθεται, υπάλληλοι
του Δημοσίου βαφτίστηκαν «επίορκοι» ή «ψυχικά διαταραγμένοι». Ολα κι
όλα. Το ελληνικό Δημόσιο δεν μεταφέρει απλώς και δη αγόγγυστα
ανύπαρκτους, ανισόρροπους και απατεώνες. Τους μισθοδοτεί και τους
συνταξιοδοτεί κανονικά. Ειδικά, ως προς τους άφαντους, το ελληνικό
κράτος εμφανίζεται να ακτινοβολεί με τις βασικές ιδιότητές του, που
είναι η αγάπη, η στοργή και η προστασία. Υπολογίστηκε ότι οι άφαντοι του
στοιχίζουν περίπου πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Και λοιπόν;
Αν υποθέσουμε ότι υπεραγαπώ τον πατέρα, τη μάνα, τη θεία μου και τους
έχω χάσει, γιατί πρέπει να χάσω και τη σύνταξή τους; Αυτό θα σήμαινε ότι
ο θάνατος υπερισχύει της αγάπης. Δεν το δέχομαι και ευτυχώς έχω
απέναντί μου ένα κράτος που ζει από την αγάπη και για την αγάπη των
πολιτών του, που ούτε κι αυτό το δέχεται. Απόδειξη: μπορεί να πετά από
το παράθυρο μισό δισεκατομμύριο ευρώ για τους άφαντους. Τεχνικά αυτό
είναι εφικτό επειδή οι τελευταίοι δεν αντιστοιχούν, φυσικά, σε κάποιον
ειδικό κωδικό του κρατικού προϋπολογισμού. Αντίθετα, ό,τι αντιστοιχεί σε
κωδικό ένα πράγμα υφίσταται στις μνημονιακές μέρες μας: περικόπτεται.
Αυτό είναι το μείον του να είναι κάτι ορατό σ' αυτόν τον τόπο, καθώς εδώ
μόνον οι νεκροί δεν πεθαίνουν ποτέ.
Θαύμα. Εννοια άρρηκτα δεμένη με καθετί ελληνικό. Απόδειξη: δεν
πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι (που λέει ο λόγος!) των «Λημμάτων» της
περασμένης εβδομάδας και η ελληνική διάνοια στο πρόσωπο και πάλι ενός
εκπροσώπου της ομογένειας ξαναχτύπησε. Μιλούσαμε για τον οικονομολόγο
Κρις Λέτσος πριν από μια εβδομάδα κι έρχεται σήμερα ο Τζον Λέρας,
ανθρωπολόγος-κοινωνιολόγος, καθηγητής του πανεπιστημίου του Σινσινάτι,
με το βιβλίο του «Intelligence in chaos» (σε πρόχειρη μετάφραση «Μυαλά
στο χάος» ή, σε ελεύθερη απόδοση, «Μυαλά στα κάγκελα»), να επιβεβαιώσει
την απίστευτη πνευματική γονιμότητα της ελληνικής ρίζας εκτός Ελλάδος. Ο
Λέρας είναι κι αυτός, όπως ο Λέτσος, ελληνοαμερικανός τέταρτης γενιάς.
Ολα δείχνουν τελικά ότι αυτή η γενιά είναι πολύ καρπερή (βλ. παρακάτω.)
Θεωρία. Ο Λέρας μελετά την «κίνηση των τεκτονικών πλακών» που
χαρακτηρίζει την τρέχουσα φάση της παγκοσμιοποίησης. Αναφέρεται στην
ανάδυση νέων δυνάμεων στο προσκήνιο (Κίνα, Βραζιλία, Ινδία κ.τ.λ.) και
εστιάζει την ανάλυσή του σε διάφορες παραμέτρους του φαινομένου. Μία απ'
αυτές έχει να κάνει με τη «βίωση του χρόνου» στον σύγχρονο κόσμο.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι, κυρίως στη Δύση, υπήκοοι της
επικοινωνίας και της υπερπληροφόρησης, είναι καταδικασμένοι όχι να δρουν
αλλά να αντιδρούν. Πιεζόμενοι να έχουν γνώμη και άποψη για το καθετί
υποκύπτουν στη χρονικότητα της στιγμής, του «real time» και, αντί γνωμών
και απόψεων, επί της ουσίας ανακυκλώνουν στερεότυπα και επιφωνήματα.
Ανίκανοι να αντιληφθούν διεργασίες βραδείας καύσεως, νιώθουν την ανάγκη
να εκφέρουν πρόχειρες ετυμηγορίες επειδή δεν αντέχουν την εκκρεμότητα,
την «εποχή», την αναστολή στη διατύπωση κρίσης χάριν μιας βαθύτερης
κατανόησης του γίγνεσθαι των πραγμάτων».
Λόγια. Η στήλη παρουσιάζει για τρίτη φορά τον Καρλ Βάλεντιν.
Πρόκειται και πάλι για ένα σκετς από την ανέκδοτη συλλογή «Διάλογοι στη
Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Ο τίτλος του είναι: «Μεγάλα λόγια». Ηρωες
είναι δύο φίλοι, ο Α. και ο Β. Ο σπουδαίος καμπαρετίστας υποδυόταν τον
δεύτερο.
Α. Μετά απ' αυτά που έπαθαν οι συγγενείς μας θα μπορούσες να ξαναπείς "όχι";.
Β. Οχι.
Α. Βλέπεις; Δεν μπορείς.
Β. Πώς δεν μπορώ αφού μόλις το είπα;
Α. Δεν εννοούσα αυτό... Εννοούσα να το ξαναπείς.
Β. Οχι.
Α. Μπράβο. Αρα συμφωνείς.
Β. Δεν άκουσες; Το ξαναείπα.
Α. Το ξαναείπες αλλά συμφωνείς ότι δεν μπορείς να το ξαναπείς.
Β. Οχι.
Α. Κατάλαβα.
Β. Τι κατάλαβες;
Α. Εγινε παρεξήγηση. Δεν εννοούσα να ξαναπείς τη λέξη. Εννοούσα να ξαναπείς το νόημα της λέξης.
Β. Οχι.
Α. Μπράβο. Εσύ εννοούσες να ξαναπροφέρεις τη λέξη...
Β. Ενώ εσύ τι εννοούσες; Τη λέξη μείον το νόημα;
Α. Οχι.
Β. Οπα! Οχι! Γι' αυτό σου λέω...
Α. Τι;
Β. Μη λες μεγάλα λόγια.»
Πηγή: Τα Νέα
Δημοσιεύτηκε στις 30/03/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire