Ο κίνδυνος αφανισμού των μελισσών είναι πλέον ορατός στην Ευρώπη. Η δραματική μείωση του πληθυσμού τους που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, ένα φαινόμενο με τεράστιες οικολογικές προεκτάσεις, εμφανίζεται έντονα και στην Ελλάδα.
Κατερίνα Ροββά
Κατά τους χειμερινούς μήνες στη χώρα μας, σύμφωνα με την Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας, η καταστροφή αγγίζει ακόμη και το 40%.
Στην αρχή της άνοιξης οι παραγωγοί προσπαθούν να αντικαταστήσουν τα χαμένα τους μελίσσια με άτομα άλλων μελισσιών, με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί να εξασθενούν και η παραγωγή μελιού να μειώνεται σημαντικά.
Ως κυριότερη αιτία της συρρίκνωσης των μελισσιών τόσο οι παραγωγοί όσο και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις κατονομάζουν τη χρήση θανατηφόρων φυτοφαρμάκων.
Την ερχόμενη Δευτέρα, έπειτα από εντατικές προσπάθειες των Ευρωπαίων μελισσοκόμων, πραγματοποιείται ψηφοφορία μεταξύ των υπουργών Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης προκειμένου να αποφασιστεί η διετής αναστολή της χρήσης τριών νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων που σκοτώνουν τις μέλισσες.
Πρόκειται για τα εντομοκτόνα Clothianidin, Thiamethoxam και Imidacloprid, τα οποία κυκλοφορούν ευρέως και στη χώρα μας, με αποτέλεσμα η ελληνική ομοσπονδία μελισσοκόμων και η Greenpeace να ζητούν από τον αρμόδιο υπουργό κ. Αθανάσιο Τσαυτάρη να ψηφίσει υπέρ της απαγόρευσης.
Οι εμπλεκόμενοι φορείς τονίζουν την ιδιαίτερη περιβαλλοντική και οικονομική σημασία των υγιών πληθυσμών μελισσών εξηγώντας ότι από την επικονίασή τους εξαρτάται το 1/3 των καλλιεργειών που καταλήγουν στο πιάτο μας.
Ειδικά στην Ελλάδα, η οποία είναι πλούσια σε βιοποικιλότητα και αγροτική παραγωγή η διατήρηση των μελισσών αναδεικνύεται σε θέμα ζωτικής σημασίας. Αρκεί να σημειωθεί ότι παγκοσμίως η συνεισφορά των μελισσών στη γονιμοποίηση των φυτών αποτιμάται στα 265 δισ. ευρώ ετησίως. Κι αυτό, αφού ένα μόνο μελίσσι μπορεί να επικονιάσει μέχρι και 500.000 άνθη την ημέρα.
Τους κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση των τριών νεονικοτινοειδών επεσήμανε τον περασμένο Ιανουάριο και η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, η οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η τοξικότητά τους είναι 7.000 φορές ισχυρότερη από ό,τι αυτή του DDT, του φυτοφαρμάκου που απαγορεύτηκε τη δεκαετία του '70. Τα φυτοφάρμακα αυτά παραμένουν για μήνες ή και έτη στο περιβάλλον, ενώ λόγω της υδατοδιαλυτότητάς τους έχουν εντοπιστεί ακόμη και σε υπόγεια ύδατα...
H πρώτη ψηφοφορία
Σε μια πρώτη ψηφοφορία που είχε πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο η Ελλάδα είχε συνταχθεί με τις χώρες που απέρριψαν την απαγόρευση, αποδεχόμενες τα επιχειρήματα της βιομηχανίας σύμφωνα με τα οποία τα φυτοφάρμακα βοηθούν στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής.
Οι μελισσοκόμοι, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν ότι η αυξημένη αγροτική παραγωγή ευνοεί και τους ίδιους, αφού αποφέρει γύρη, όμως σημειώνουν ότι η εξαφάνιση των μελισσών θα πλήξει τις καλλιέργειες, θα επηρεάσει τη διατροφική αλυσίδα και παράλληλα θα επιφέρει χτύπημα σε ένα σημαντικό τομέα πρωτογενούς παραγωγής στη χώρα μας.
Μελισσοκόμοι
Εφιάλτης για 17.000 οικογένειες
Ελάττωση των μελισσιών κατά περίπου 20% έχει παρατηρηθεί στην Ευρώπη κατά τους χειμερινούς μήνες την τελευταία πενταετία. Σε ορισμένες περιοχές τον χειμώνα του 2009/10 η μείωση έφτασε μέχρι και το 30%.
Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του κ. Βασίλη Ντούρα, προέδρου της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας, η οποία εκπροσωπεί 17.000 οικογένειες μελισσοκόμων και τα τελευταία χρόνια συμμετέχει δυναμικά στον αγώνα για την αναστροφή της δυσοίωνης κατάστασης που έχει διαμορφωθεί.
«Το έντονο πρόβλημα στη χώρα μας έχει ξεκινήσει εδώ και δέκα χρόνια με αποτέλεσμα να χάνεται μεγάλο ποσοστό της παραγωγής σε κρίσιμες εποχές που έχουμε ανάγκη την πρωτογενή παραγωγή.
Οι μέλισσες τον χειμώνα έχουν μειωθεί κατά 30-40%», λέει ο ίδιος στο «Εθνος». «Το 2005/06 από τα 630 μελίσσια που είχα χάθηκαν τα 500, με αποτέλεσμα την άνοιξη να αναγκαστώ να αγοράσω άλλα 120 για να συνεχίσω τη μελισσοκομία. Οι μέλισσες χάνουν το βήμα τους, εξασθενούν και πεθαίνουν, ενώ όσες επιζούν είναι αδύναμες και δεν παράγουν».
Σημειώνεται πως η παγκόσμια παραγωγή μελιού εμφανίζεται αυξημένη.
Οι επιστημονικές έρευνες καταδεικνύουν ότι η συρρίκνωση των μελισσιών δεν εμφανίζεται παντού με την ίδια ένταση, με αποτέλεσμα η μειωμένη παραγωγή στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική να αντισταθμίζεται από αυξημένες ποσότητες μελιού που παράγονται στην Κίνα, την Αργεντινή αλλά και την Ισπανία.
- Μέχρι 30% έφτασε τον χειμώνα του 2009 η μείωση μελισσών στην Ευρώπη
- Εως και 40% λιγότερα είναι τα μελίσσια στη χώρα μας τους χειμερινούς μήνες σε σχέση με δέκα χρόνια πριν
- Από τα 100 είδη φυτών που προσφέρουν το 90% της τροφής στον κόσμο, τα 70 γονιμοποιούνται από τις μέλισσες
- 7.000 φορές περισσότερο τοξικά είναι τα νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα σε σχέση με το DDT, η χρήση του οποίου απαγορεύτηκε τη δεκαετία του '70
Πηγή: Έθνος
Δημοσιεύτηκε στις 29/04/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire