Ενα σύμπαν αισθήσεων και προσωπικής ιστορίας
Η Εμιλι Ντίκινσον σε μία από τις σπάνιες φωτογραφίες της
Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά
Ποιήματα και επιστολές
Εισαγωγική μελέτη και επιμέλεια Λιάνα Σακελλίου
Μετάφραση Λ. Σακελλίου, Α. Γρίβα, Φ. Μαντά
Εκδόσεις Gutenberg, 2013,
σελ. 578, τιμή 29 ευρώ
Δυσκολεύεται κανείς να συλλάβει το γεγονός ότι από τα σχεδόν 1.800 ποιήματα της Εμιλι Ντίκινσον (1830-1886), της μεγαλύτερης αμερικανίδας ποιήτριας, δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε μόνο τα δέκα. Και αυτά όχι όπως τα έγραψε αλλά με πολλές αλλαγές - ακόμη και στους τίτλους. Επρεπε να φθάσουμε στο 1955 για να αρχίσουν να εκδίδονται τα ποιήματά της στην αυθεντική μορφή τους.
Ποιήματα και επιστολές
Εισαγωγική μελέτη και επιμέλεια Λιάνα Σακελλίου
Μετάφραση Λ. Σακελλίου, Α. Γρίβα, Φ. Μαντά
Εκδόσεις Gutenberg, 2013,
σελ. 578, τιμή 29 ευρώ
Δυσκολεύεται κανείς να συλλάβει το γεγονός ότι από τα σχεδόν 1.800 ποιήματα της Εμιλι Ντίκινσον (1830-1886), της μεγαλύτερης αμερικανίδας ποιήτριας, δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε μόνο τα δέκα. Και αυτά όχι όπως τα έγραψε αλλά με πολλές αλλαγές - ακόμη και στους τίτλους. Επρεπε να φθάσουμε στο 1955 για να αρχίσουν να εκδίδονται τα ποιήματά της στην αυθεντική μορφή τους.
Από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Η γυναίκα που ζούσε στο Αμερστ της Μασαχουσέτης, μια πόλη με λιγότερους, εκείνη την εποχή, από 4.000 κατοίκους, που δεν παντρεύτηκε ποτέ και σχεδόν μόνιμα ήταν ντυμένη στα λευκά, που σπάνια έβγαινε από το δωμάτιό της και ακόμη πιο σπάνια από το σπίτι της, θα δημιουργούσε ένα έργο το οποίο ερχόταν από το μέλλον.
Στην προσωπική ζωή της Ντίκινσον απουσιάζουν τα μεγάλα γεγονότα (ο Μπρόντσκι έλεγε τα ίδια για τον Καβάφη). Η ποιήτρια έζησε σε ένα πουριτανικό περιβάλλον, ήταν αυτό που έλεγαν «καλό» και «υπάκουο» κορίτσι, και υπήρξε επιμελής μαθήτρια. Το προστατευτικό κουκούλι όμως με το οποίο είχε τυλίξει τον κόσμο της την έκανε να μοιάζει παράξενη και αλλόκοτη στα μάτια των κατοίκων του Αμερστ. Είναι χαρακτηριστικό πως εκείνη η θαυμάστρια του Εμερσον, όταν ο τελευταίος βρέθηκε στο Αμερστ το 1857 καλεσμένος από τον αδελφό της, δεν πήγε να του μιλήσει. Και ήταν τότε μόνο 27 ετών.
Ακόμη και με τη νύφη της, που ζούσε στο απέναντι σπίτι, επικοινωνούσε δι' αλληλογραφίας. Περνούσε τις μέρες της ασχολούμενη με τις δουλειές του σπιτιού και γράφοντας ακατάπαυστα. Και όσο περισσότερο απομονωνόταν κοινωνικά τόσο περισσότερο έγραφε. Οχι μόνο ποιήματα αλλά και επιστολές, που όταν άρχισαν να εκδίδονται υπήρξαν μια επιπλέον αποκάλυψη του ταλέντου της.
Ποίηση και φανταστική ζωή
Το γράψιμο τη συνέδεε με τον κόσμο, δηλαδή το σύμπαν των αισθήσεων
και της προσωπικής της ιστορίας, όπως τη μεταμορφώνει με εξαιρετικά
έμμεσο τρόπο στα ποιήματά της. Ωστόσο ακόμη και σήμερα οι απόψεις γύρω
από το ποια ήταν η ίδια ποικίλλουν: Μια «ειρωνικά τρελή»; Μια γυναίκα
που επινόησε τον μύθο της όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον
εαυτό της προκειμένου να υπάρξει αλλιώς δημιουργώντας μια φανταστική
ζωή; Μια αγοραφοβική; Ή μια γυναίκα που έζησε κάτω από το βάρος ενός
ανεκπλήρωτου έρωτα, για τον οποίο εν τούτοις μόνο υποθέσεις μπορεί να
κάνει κανείς - αν και σε πλείστα ποιήματά της ο ερωτισμός είναι
κυρίαρχος;
Και άραγε ο υποτιθέμενος ανεκπλήρωτος έρωτας είναι η αιτία της τεράστιας παραγωγής της από το 1858 ως το 1865, όταν μέσα σε έξι χρόνια έγραψε χίλια ποιήματα και εκατοντάδες επιστολές; Ή μήπως ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος;
Και τι δεν έχει ειπωθεί γι' αυτόν τον «χαμένο έρωτα», όπως, για παράδειγμα, ότι λειτούργησε ως έναυσμα προκειμένου να τον υποκαταστήσει η Ντίκινσον με «ολόκληρο το σύμπαν», καθώς έλεγε ο Τεντ Χιουτζ - για να του αντιπαρατεθεί με φεμινιστικό πάθος η Εϊντριαν Ριτς υποστηρίζοντας ότι μέσω του δημιουργικού της έργου η Ντίκινσον επιτίθεται εναντίον της πατριαρχικής κοινωνίας της εποχής. Καμιά φορά καλά είναι τα πρωθύστερα των θαυμαστών, αλλά τα ποιήματα είναι ακόμη καλύτερα. Και αυτά πάνε πέρα από τις ερμηνείες και πέρα από τον ίδιο τον ποιητή, όπως πίστευαν οι μοντερνιστές, γι' αυτό και δεν είναι τυχαίο που εκείνοι (και ειδικότερα οι θεωρητικοί της Νέας Κριτικής) ήταν από τους πρώτους που τόνισαν τη μεγάλη αξία της Ντίκινσον.
Η κορυφαία ποιήτρια έχει μεταφραστεί αρκετές φορές στη γλώσσα μας. Η παρούσα έκδοση είναι πραγματικό απόκτημα. Ο εκδότης δεν εφείσθη κόπου και εξόδων, όπως λέγαμε παλιά. Θαυμάσια τυποτεχνική και άψογη επιμέλεια. Ο ογκώδης τόμος περιέχει σπάνιο, για τα ελληνικά δεδομένα, φωτογραφικό και πληροφοριακό υλικό, σημειώσεις και βιβλιογραφία. Επί της ουσίας - και πέρα από την πληρότητά της - ό,τι κυρίως διαφοροποιεί την έκδοση αυτή από όσες προηγήθηκαν είναι το εκτενέστερο τμήμα της, που το αποτελούν οι επιστολές της Ντίκινσον, μεταφρασμένες εξαίρετα από τη Φρόσω Μαντά. Ας τονίσω και την υποδειγματική επιμέλεια του Δημήτρη Αρμάου.
Τεράστια μεταφραστική πρόκληση
Η πρόκληση να αναμετρηθεί κανείς μεταφραστικά με μια ποίηση σχεδόν αμετάφραστη, όπως της Ντίκινσον, είναι μεγάλη. Οχι μόνο για να μεταφέρει ό,τι είναι δυνατόν να μεταφερθεί από το πρωτότυπο, αλλά και για να δοκιμάσει τις αντοχές της μητρικής του γλώσσας. Πώς να μεταφερθεί στη γλώσσα μας ο απαράμιλλος τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια χρησιμοποιεί - κατά κόρον μάλιστα - τα μονοσύλλαβα, που χαρακτηρίζει την αντιστικτικότητα, δηλαδή τη μουσικότητά της; Και τι κάνεις με την ανορθόδοξη στίξη, τις συντακτικές της ιδιοτυπίες και τις επίσης ιδιότυπες ομοιοκαταληξίες της; Ή, γενικότερα, με το απίστευτο κολάζ από εικόνες, σιωπές, διπλοσημίες και αναπόδοτα;
Η πρόκληση να αναμετρηθεί κανείς μεταφραστικά με μια ποίηση σχεδόν αμετάφραστη, όπως της Ντίκινσον, είναι μεγάλη. Οχι μόνο για να μεταφέρει ό,τι είναι δυνατόν να μεταφερθεί από το πρωτότυπο, αλλά και για να δοκιμάσει τις αντοχές της μητρικής του γλώσσας. Πώς να μεταφερθεί στη γλώσσα μας ο απαράμιλλος τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια χρησιμοποιεί - κατά κόρον μάλιστα - τα μονοσύλλαβα, που χαρακτηρίζει την αντιστικτικότητα, δηλαδή τη μουσικότητά της; Και τι κάνεις με την ανορθόδοξη στίξη, τις συντακτικές της ιδιοτυπίες και τις επίσης ιδιότυπες ομοιοκαταληξίες της; Ή, γενικότερα, με το απίστευτο κολάζ από εικόνες, σιωπές, διπλοσημίες και αναπόδοτα;
Τα εξήντα συνολικά ποιήματα της Ντίκινσον που περιέχει ο τόμος μετέφρασαν η Λιάνα Σακελλίου, η οποία υπογράφει την εκτενή και κατατοπιστική εισαγωγή, και η Αρτεμις Γρίβα. Μαζί με τις μεταφράσεις έχουμε αντικριστά και το πρωτότυπο κείμενο, ώστε ο αναγνώστης να προβεί, εφόσον το επιθυμεί, σε συγκρίσεις.
Στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν την ποίηση της Ντίκινσον στα ελληνικά οι μεταφράστριες έπεσαν ηρωικώς μαχόμενες. Ξέρω ότι υπάρχει μια τάση σήμερα, ιδιαίτερα στον αγγλόφωνο κόσμο, ο μεταφραστής να αποδίδει στη γλώσσα της μετάφρασης τη λεγόμενη «ξενότητα» του μεταφραζόμενου ποιήματος, αλλά το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος επ' αυτού είναι άλλο ζήτημα. Στα καθ' ημάς, λ.χ., βρίσκουμε το κλασικό παράδειγμα περί του αντιθέτου: Η Ερημη χώρα του Ελιοτ έχει μεταφραστεί από δόκιμους ποιητές και μεταφραστές μας. Ομως η μετάφραση αναφοράς, που άσκησε και τη μεγαλύτερη επίδραση, παραμένει εκείνη του Σεφέρη - και ας εξελληνίζει ελαφρώς (ή και πολύ, αν θέλετε) τον Ελιοτ.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire