Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου Ρόμπερτ Αλιμπερ ανακοίνωσε την –όπως την αποκαλούσε– θεωρία της «οικονομικής ανάπτυξης του Αντι Γουόρχολ». «Στο μέλλον», υποστήριζε, «κάθε χώρα θα αναπτυχθεί ραγδαία για μια δεκαπενταετία». Αυτό που είχε στο μυαλό του ήταν η πληθώρα από τις γνωστές ως «οικονομίες–θαύματα» που ξεφύτρωναν μεταπολεμικώς, η μία μετά την άλλη. Σε κάθε μία από τις περιπτώσεις τους, πάντως, οι επί δεκαετίες υψηλοί αναπτυξιακοί ρυθμοί τους, που συντηρούνταν από τις μεγάλες νέες επενδύσεις, κάποια στιγμή «τις πρόδιδαν».
Με εξαίρεση τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν και ίσως τη Χιλή, καμία από τις ραγδαία αυτές αναπτυσσόμενες χώρες δεν κατάφερε να μπει στο «κλαμπ» των πλουσίων.
Γιατί είχαν ορισμένες οικονομίες τη δυνατότητα να ξεπεράσουν τις περιόδους κρίσης, ενώ οι περισσότερες όχι; Η πιο οφθαλμοφανής απάντηση είναι ότι εκείνες που το πέτυχαν είχαν υιοθετήσει και εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις είτε πριν από το ξέσπασμα της κρίσης είτε κατά τη διάρκειά της. Οι μεταρρυθμίσεις τούς επέτρεπαν να επαναφέρουν την οικονομία τους σε ισορροπία. Σε περιπτώσεις που κρίνονται λιγότερο επιτυχημένες, εγχώριες στρεβλώσεις, συχνά πολιτικής φύσεως, δεν επέτρεψαν το είδος εκείνο των οικονομικών αλλαγών που θα επανέφεραν την οικονομία σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.
Η Κίνα αντιμετωπίζει σήμερα μία παρόμοια πρόκληση. Οι ραγδαίοι αναπτυξιακοί ρυθμοί της ήταν αποτέλεσμα και ορισμένων μεγάλων στρεβλώσεων, που αφορούν στο κόστος του χρήματος, στους μισθούς, στη συναλλαγματική ισοτιμία του γουάν, στις νομοθετικές δομές και μαζί και στην πολιτική εκμετάλλευση των ωφελημάτων της ανάπτυξης. Στα σχεδόν αναπόφευκτα αποτελέσματα όλης αυτής της κατάστασης, συμπεριλαμβάνεται σήμερα ένας στρεβλός ισολογισμός εθνικών λογαριασμών, με κύρια χαρακτηριστικά το διογκούμενο χρέος της χώρας και τη μειούμενη δυνατότητα χρηματοδότησής του. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η Κίνα πρέπει να παραδεχθεί αυτές τις στρεβλώσεις και να τις αντιστρέψει.
Η ουσιαστική στρέβλωση της κινεζικής οικονομίας αφορά στην πολύ μικρή συμμετοχή της εγχώριας κατανάλωσης στο ΑΕΠ. Αυτό το μικρό μερίδιο σηματοδοτεί ένα αναπτυξιακό μοντέλο, το οποίο αυξάνει συστηματικά τα ποσοστά των αποταμιεύσεων, κυρίως με το να διατηρεί χαμηλούς τους ρυθμούς αύξησης της κατανάλωσης. Αυτό συμβαίνει κατ’ ουσίαν με τη μεταφορά πλούτου από τα νοικοκυριά (μεταξύ άλλων, με τη μορφή των πολύ χαμηλών επιτοκίων, ενός υποτιμημένου νομίσματος και των σχετικά αργών ρυθμών αύξησης των μισθών) έτσι ώστε να επιδοτούνται οι ραγδαίοι αναπτυξιακοί ρυθμοί.
Αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου συγκράτησης της κατανάλωσης είναι να ωθείται η ανάπτυξη της Κίνας κυρίως από τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα των επενδύσεων. Επίσης, αυτοί οι εξαιρετικά υψηλοί ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων έχουν ως αποτέλεσμα τις υπερ-επενδύσεις, που με τη σειρά τους οδηγούν σε μια μη βιώσιμη αύξηση των χρεών.
Κάθε χώρα που ακολουθεί μια παρόμοια στρατηγική συγκράτησης της κατανάλωσης, με παράλληλη υιοθέτηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου που στηρίζεται στην αύξηση των επενδύσεων, καταλήγει με ένα μη βιώσιμο χρέος. Οταν φθάνει στα όρια της δυνατότητας δανεισμού, οι επενδύσεις πρέπει να επιβραδυνθούν, καθώς δεν είναι πλέον δυνατή η χρηματοδότησή τους με τους ρυθμούς που απαιτούνται ώστε να υπάρχει ανάπτυξη. Οταν αυτό συμβεί, η Κίνα θα προσαρμοστεί, ενδέχεται όμως να προσαρμοστεί ακόμη και μέσα από μία ύφεση. Και αυτή θα επιφέρει κάποια αύξηση της συμμετοχής της κατανάλωσης στο ΑΕΠ, καθώς η κατανάλωση δεν συρρικνώνεται τόσο γρήγορα όσο το ίδιο το ΑΕΠ. Κάτι ανάλογο συνέβη στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’30. Βεβαίως, δεν υποστηρίζουμε ότι μια ύφεση της κινεζικής οικονομίας είναι αναπόφευκτη, καθώς το Πεκίνο αρχίζει να αντιλαμβάνεται τους κινδύνους και να λαμβάνει μέτρα. Ισως προλάβει να επαναφέρει την οικονομία σε ισορροπία πριν φτάσει στα όρια της δυνατότητας του δανεισμού.
Πηγή: Η Καθημερινή/Bloomberg
Δημοσιεύτηκε στις 25/09/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire