Ενα Πάζλ από λαούς και θρησκείες
Υπεύθυνος: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ
Η σύγχρονη Ουκρανία αποτελούνταν έως
τους πρόσφατους αιώνες (πριν παραδοθεί σχεδόν πλήρως στην καλλιέργεια)
από δύο κύριες γεωφυσικές περιοχές, τη στέπα του Νότου και τη
δασώδη-ημιδασώδη περιοχή του Βορρά, κατοικημένες σχεδόν πάντα από
διαφορετικές εθνικές ομάδες έως το τέλος του 18ου αιώνα.
Τότε η χώρα απέκτησε ομοιογενή πληθυσμό,συντριπτικά σλαβικό. Κατά τους 5ο-18ο αιώνες μ.Χ., η στέπα κατοικούνταν από διαδοχικούς νομαδικούς αλταϊκούς λαούς (ουννικές φυλές, Αβαροι, Πρωτοβούλγαροι, Χαζάροι, Μαγυάροι, Πετσενέγκοι, Ούζοι, Κουμάνοι-Κιπτσάκ, Μογγολοτάταροι κ.ά.) ενώ τα βόρεια δάση και έλη από Σλάβους.
Η βόρεια περιοχή μαζί με τη νοτιοανατολική Πολωνία είναι η μητρόπολη όλων των Σλάβων, διαμορφωθέντων εκεί κατά την πρώτη προχριστιανική χιλιετία. Τον 9ο αιώνα μ.Χ., οι Σουηδοί Βίκινγκς ένωσαν τους τοπικούς Σλάβους στο κράτος Ρως του Κιέβου. Τον επόμενο αιώνα, οι Ρως εκχριστιανίσθηκαν από Βυζαντινούς ιεραποστόλους και η Ορθοδοξία εμφυτεύθηκε στην περιοχή. Τον 13ο αι. οι ρωσικές ηγεμονίες υποτάχθηκαν στους Μογγόλους εισβολείς και έπειτα στη μογγολική-ταταρική Χρυσή Ορδή.
Το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, η βόρεια χώρα προσαρτήθηκε από την Πολωνία και τη Λιθουανία. Πρόκειται για το κύριο αίτιο της σύγχρονης διαίρεσης της Ουκρανίας σε δύο ουσιαστικά εθνότητες. Περισσότερο η βορειοδυτική Ουκρανία (Γαλικία-Βολινία, καθαυτό Ουκρανία) πέρασε οριστικά υπό την επιρροή των «Δυτικοφρόνων» και ρωμαιοκαθολικών Πολωνών-Λιθουανών, με συνέπεια την αρχή της διαμόρφωσης της ουκρανικής (δυτικοουκρανικής) εθνότητας. Αυτή η επιρροή ήταν πιο περιορισμένη στα βορειοανατολικά.
Το 1595 η πλειονότητα των ορθοδόξων επισκόπων της Ουκρανίας σχεδόν εξαναγκάσθηκε από τους Πολωνούς στην υπογραφή ένωσης με την παπική Εκκλησία, με όρο τη διατήρηση του ορθοδόξου τελετουργικού. Ετσι προέκυψε η σύγχρονη Ουνιτική Εκκλησία της βόρειας Ουκρανίας, επιφανειακά ορθόδοξη αλλά στην πραγματικότητα καθολική. Ταυτόχρονα η τοπική ρωσική διάλεκτος άρχισε να διαφοροποιείται περισσότερο από την κοινή ρωσική, εξελισσόμενη σε ιδιαίτερη ουκρανική.
Σήμερα η ουκρανική παραμένει ουσιαστικά διάλεκτος της ρωσικής παρά τη μεγάλη απομάκρυνση από τη μητρική ρωσική και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών γλωσσολόγων να την προβάλουν ως ξεχωριστή γλώσσα. Ο ντόπιος πληθυσμός, αποκομμένος από την υπόλοιπη Ρωσία, υιοθέτησε βαθμιαία πολλά στοιχεία δυτικού πολιτισμού. Ετσι υπό την επίδραση των πολιτικού, πολιτισμικού, θρησκευτικού και γλωσσικού παραγόντων και λαμβάνοντας υπόψη ότι «Ουκρανία» στα ρωσικά και ουκρανικά σημαίνει «παραμεθόριος», οι «Ουκρανοί», δηλαδή οι παραμεθόριοι Ρώσοι, άρχισαν να διαφοροποιούνται εθνολογικά.
Η Μοσχοβία και μετέπειτα Ρωσική Αυτοκρατορία, ύστερα από σειρά πολέμων εναντίον των Πολωνών και έως το 1795 (τρίτος διαμελισμός Πολωνίας) επαναπροσάρτησε τη βόρεια Ουκρανία. Ομως η διαμόρφωση της ουκρανικής εθνότητας είχε προχωρήσει. Οι Ουκρανοί δεν μπόρεσαν ποτέ να προσαρμοσθούν στο παλαιό ρωσικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να εξελιχθούν σε έναν νέο σλαβικό λαό - εξέλιξη την οποία οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να αποδεχθούν έως το 1900.
Ρώσοι εναντίον Τατάρων
Ταυτόχρονα οι Ρώσοι αποσπούσαν σταδιακά και τη νότια στέπα από το ταταρικό Χανάτο της Κριμαίας. Οι Τάταροι είναι ένας τουρανικός μουσουλμανικός λαός, διάδοχος της Χρυσής Ορδής στην Ουκρανία. Παρότι προστατεύονταν από τους Οθωμανούς συγγενείς τους, έως το 1783 οι Ρώσοι κατέκτησαν το Χανάτο τους. Οι κατακτηθείσες περιοχές, δηλαδή η σύγχρονη κεντροανατολική και νότια Ουκρανία (και η Κριμαία) εποικίσθηκαν από Ρώσους και άλλους ορθοδόξους και λιγότερο από Ουκρανούς, γι' αυτό σήμερα οι ρωσόφωνοι (ουσιαστικά Ρώσοι) επικρατούν σε αυτές.
Οι έποικοι συμπεριελάμβαναν αρκετούς Ελληνες, ιδρυτές της Μαριούπολης και άλλων οικισμών στα νοτιοανατολικά (1778-80). Τότε ανιδρύθηκαν ως ρωσικές, σημαντικές πόλεις όπως οι Οδησσός (με ιδιαίτερη θέση στην ελληνική ιστορία), Χερσών, Νικολάεφ (Μικολάιβ), Ντονιέτσκ, Συμφερόπολη, Σεβαστούπολη κ.ά. Εως τον πρώιμο 20ό αιώνα, η συγκεκριμένη περιοχή αποκαλούνταν «Νέα Ρωσία» ενώ η βόρεια Ουκρανία αποκαλούνταν και «Μικρή Ρωσία» (Malorussia). Η καθαυτό Ουκρανία (των ουκρανοφώνων) κείται κυρίως στα δυτικά του μέσου Δνείπερου με κύριο κέντρο το Κίεβο. Το Χάρκοβο είναι το μεγαλύτερο κέντρο της ρωσόφωνης Ουκρανίας, ένα είδος «αντίβαρου» στο Κίεβο.
Το 1920, η σοβιετική εξουσία παρέδωσε τις νεοαποκτηθείσες νότιες και ανατολικές περιοχές στη νεοσύστατη ΣΣΔ Ουκρανίας, προκειμένου να προσεταιρισθεί τους Ουκρανούς αλλά και να υπάρχει πάντα πολυάριθμος ρωσικός πληθυσμός στη ΣΣΔ. Ο εποικισμός τους συνεχίσθηκε και τον 20ό αιώνα και σήμερα οι ρωσόφωνοι συνιστούν σχεδόν το μισό πληθυσμό της Ουκρανίας. Τα επώνυμά τους λήγουν συνήθως σε -οβ, -όβιτς, -ιν και -ουκ, σε αντίθεση με την τυπική ουκρανική κατάληξη -ένκο.
Το 19ο αιώνα οι τσάροι επιχείρησαν να εξοβελίσουν την ουκρανική γλώσσα και χαρακτήρα με σειρά διαταγμάτων, αλλά χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Οι (δυτικοί) Ουκρανοί συσπειρώθηκαν γύρω από την ταυτότητά τους ολοκληρώνοντας έτσι την εθνογένεσή τους. Ο μεγάλος ποιητής τους Τάρας Σεβτσένκο θεωρείται έως σήμερα η «προσωποποίηση» του ουκρανικού εθνικισμού.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), η Ουκρανία κατέστη πεδίο άγριων συγκρούσεων ανάμεσα σε Ερυθρούς μπολσεβίκους, Λευκούς αντεπαναστάτες, αναρχικούς του Μάχνο και Ουκρανούς και Πολωνούς εθνικιστές. Σύντομα, κυρίως οι Πολωνοί και οι Σοβιετικοί μοιράσθηκαν τις ουκρανικές περιοχές. Το ρωσικό τμήμα κατέστη η ΣΣΔ Ουκρανίας, ελεγχόμενη πλήρως από τους τοπικούς Ρώσους και Ιουδαίους. Κατά το μεσοπόλεμο, οι δυτικοί Ουκρανοί διήγαν περιόδους ενθάρρυνσης της ταυτότητάς τους (δεκαετία 1920) και περιόδους συγκαλυμμένου διωγμού της (κυρίως τη σταλινική περίοδο). Γενικά όμως η σοβιετική ηγεσία αναγνώρισε την (δυτικο-)ουκρανική εθνότητα. Το 1939 η ΕΣΣΔ κατέλαβε τα ουκρανικά εδάφη Πολωνίας και Ρουμανίας, προσαρτώντας τα στη ΣΣΔ Ουκρανίας.
Η ναζιστική κατοχή
Εως το 1941 η χιτλερική Γερμανία κατέλαβε την Ουκρανία και εγκατέστησε κυβέρνηση ανδρεικέλων στο Λβοφ, το ισχυρότερο προπύργιο του ουκρανικού εθνικισμού έως και σήμερα. Αρκετοί δυτικοί Ουκρανοί ενίσχυσαν εθελοντικά τις γερμανικές στρατιές λόγω της αντιπάθειας για τους Ρώσους, αλλά γενικά η χιτλερική πολιτική προσεταιρισμού απέτυχε λόγω της βαρβαρότητας των εισβολέων. Οι Σοβιετικοί εκδίωξαν τους ναζί έως τον Οκτώβριο του 1944. Οι ρωσόφωνοι της Ουκρανίας τους δέχθηκαν ως ελευθερωτές, αλλά οι δυτικοί Ουκρανοί πρόβαλαν αντίσταση στον Ερυθρό Στρατό, συνεχιζόμενη με επίμονο ανταρτοπόλεμο έως το 1950. Ηταν ακόμη μία εκδήλωση της αντίθεσης ανάμεσα στους ρωσόφωνους της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας και στους ουκρανόφωνους της δυτικής. Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ (1991), η Ουκρανία ανεξαρτητοποιήθηκε κληρονομώντας την αέναη αντιπαράθεση ανάμεσα σε ουκρανόφωνους και ρωσόφωνους (και «εθνικούς» Ρώσους). Η αντιπάθεια των πρώτων για όλους τους Ρώσους εκδηλώθηκε και στους πρόσφατους περιφερειακούς πολέμους της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όταν οι Νταγκεστανοί, Τσετσένοι και άλλοι αυτονομιστές ενισχύθηκαν από δυτικούς Ουκρανούς μισθοφόρους. Αυτή η αέναη αντιπαράθεση γνώρισε ακόμη μια έξαρση κατά τους πρώτους μήνες του 2014, την οποία μερικοί αναλυτές θεωρούν προμήνυμα μιας πραγματικής αναμέτρησης.
*Ιστορικός συγγραφέας και ερευνητής
http://periklisdeligiannis.wordpress.com
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Δημοσιεύτηκε στις 27/04/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire