Όταν η Λογοτεχνία συναντά την Ιστορία
Του Ανδρέα Ιεροκηπιώτη *
«ΝΟΜΑΔΑΣ Γ΄ Μετά τα Εκβάτανα», Στέφανος Κωνσταντινίδης, μυθιστόρημα Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2019
Εάν η Αναφορά στον Γκρέκο δίνει μια κάποια απάντηση στο ποιος είναι ο Νίκος Καζαντζάκης τότε και η τριλογία Νομάδας μπορεί να μας δώσει μια εξήγηση στο ερώτημα ποιος είναι ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, συγγραφέας του μυθιστορήματος που θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε.
Γνώρισα τον Στέφανο από τον καιρό που είμαστε μαθητές Γυμνασίου και κατεβαίναμε πολλές φορές στο Κτήμα στο ίδιο λεωφορείο, ξεκινώντας εκείνος από την Πενταλιά κι εγώ από την Αμαργέτη. Βρισκόμαστε επίσης και πολλά απογεύματα μαζί, συνήθως και με άλλους μαθητές, παίζοντας και συζητώντας.
Η πραγματική φιλία όμως άρχισε από τα φοιτητικά μας χρόνια στην Αθήνα. Φοιτούσαμε κι οι δυο στη Φιλοσοφική Σχολή και μέναμε στον ίδιο δρόμο στην οδό Ευρυνόμης, στου Ζωγράφου. Παρόλο που γεννηθήκαμε κι οι δυο το 1941 δεν ευτυχήσαμε να είμαστε στο ίδιο έτος σπουδών, επειδή ο Στέφανος για οικονομικούς λόγους καθυστέρησε ένα χρόνο να αρχίσει το Γυμνάσιο.
Στην Αθήνα μας απασχολούσε πολύ το εθνικό μας θέμα και συζητούσαμε συχνά το μέλλον της Κύπρου μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Πιστεύαμε πως οι Συμφωνίες αυτές θα ήσαν καταστροφικές για τον τόπο μας και τα βάζαμε με τον Καραμανλή και τον Μακάριο που τις υπέγραψαν.
Ο Στέφανος επέμενε πως έπρεπε να αγωνιστούμε, πείθοντας τον Κυπριακό λαό να μην τις εφαρμόσει. Εγώ συμφωνούσα μαζί του αλλά δεν έβλεπα με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να τα βάλουμε με ένα Μακάριο που τον ακολουθούσαν με κλειστά μάτια σχεδόν όλοι οι συμπατριώτες μας. Πολλοί αγώνες, μου έλεγε, άρχισαν με ελάχιστους και στην πορεία έγιναν χιλιάδες…
Αυτά για τον συγγραφέα της πρώϊμης εποχής και πάμε τώρα στο μυθιστόρημα του. Ξεκινούμε από τον τίτλο του βιβλίου, «Μετά τα Εκβάτανα». Τα Εκβάτανα είναι η ξακουστή πρωτεύουσα της αρχαίας Μηδίας με τους αμύθητους θησαυρούς της που κατέκτησε ο στρατηλάτης Αλέξανδρος ο Μακεδόνας. Για τον ήρωα του μυθιστορήματος Εκβάτανα φαίνεται να είναι μάλλον η πόλη του Φωτός, το Παρίσι, την οποία κατέκτησε παίρνοντας δύο δοκτορά.
Στην μοντέρνα γραφή που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας το Παρίσι μεταπλάθεται σε Εκβάτανα και ο κεντρικός ήρωας Απόλλωνας Θρασυβουλίδης ταυτίζεται με τον Αλέξανδρο. Κατά κάποιο τρόπο Νομάδες ήσαν και οι δυο και συνάμα κατακτητές του κόσμου και της γνώσης. Ο νους και η φαντασία, το όνειρο και η πραγματικότητα πλέκονται σ’ ένα αξεδιάλυτο σύνολο. Μαγεία πραγματική…
Με ένα άλλο παιχνίδισμα της φαντασίας τα Εκβάτανα που ήσαν και θερινή κατοικία πολλών βασιλιάδων, μπορούν εύκολα να γίνουν και το θέρετρο Καλοπαναγιώτης που είναι η γενέτειρα της πιστής Πηνελόπης του Στέφανου Κωνσταντινίδη. Εδώ μπαίνω στον πειρασμό να σας διαβάσω το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που είναι όλες κι όλες 13 μόνο γραμμές.
Τα καλοκαίρια μετακομίζαμε από τη Βαβυλώνα στα Θερινά Ανάκτορα, στα Εκβάτανα. Στην Ρωξάνη άρεσαν τα Εκβάτανα, ήταν η γενέθλια πόλη της. Κι εσύ μετακόμιζες από τη νέα Πενταλιά στην παλιά, ήθελες λέει τα καλοκαίρια να είσαι κοντά στο σπίτι που γεννήθηκες, ήθελες να περιπλανιέσαι στα παλιά γνώριμα μονοπάτια της νεότητας σου, εκεί, και μόνο εκεί, θα συναντούσες τα βράδια σκιές αγαπημένες να περιπλανιόνται στα χαλάσματα των σπιτιών, στα στενά δρομάκια, τον Ονήσιλο, τον Αντώνη Οικονόμου, τη Μαντώ Μαυρογένους, την Υπατία, τον Τσε, τον Ροβεσπιέρο, τον Μπολιβάρ, τον Αυξεντίου, τον ηγούμενο Γερμανό τον παπά-Ανυπόμονο που γνώρισες κάποτε στο μοναστήρι του στον Αγάθωνα, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι…
Επιστρέφω στον τίτλο του βιβλίου που συνειρμικά μας θυμίζει τα «Μετά τα Φυσικά» του Αριστοτέλη. Όπως είναι γνωστό στην κατάταξη των έργων του Σταγειρίτη φιλοσόφου τοποθετήθηκε η Φιλοσοφία μετά το έργο Φυσικά και αυτό το τυχαίο γεγονός ήταν αρκετό για τη γένεση του όρου Μεταφυσική ως παραδοσιακού κλάδου της Φιλοσοφίας. Ο τίτλος Μετά τα Εκβάτανα δεν μου φαίνεται να δόθηκε τυχαία. Σε σύγκριση με τη Έξοδο που είναι ο πρώτος τόμος της τριλογίας αλλά και τα Εκβάτανα που είναι ο δεύτερος, στον τρίτο τόμο ο συγγραφέας φιλοσοφεί πολύ περισσότερο με την ευρύτερη σημασία του όρου φιλοσοφία.
Το έργο μπορεί να είναι μυθιστορηματική αυτογραφία αφού η πορεία του Νομάδα συνεχίζεται και στον τρίτο τόμο. Φεύγει από το Παρίσι για να φτάσει στον Καναδά, τα δεύτερα Εκβάτανα που θα αποτελέσουν και τον μεγαλύτερο σταθμό της ζωής του. Δίνεται έτσι ένα χρονικό και τοπικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται τα διάφορα γεγονότα τα οποία όμως δεν αποτελούν το κύριο θέμα του μυθιστορήματος. Τον βασικότερο παίζει ουσιαστικά ο αφηγητής ο οποίος αναλύει συνεχώς ψυχογραφικά τον πληθωρικό, πνευματικό,πολιτιστικό και ψυχικό κόσμο του συγγραφέα.
Το ξεδίπλωμα του μύθου δεν ακολουθεί την πεπατημένη που θα περίμενε κανείς διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα. Η αφήγηση διακόπτεται συχνά και το κείμενο εμπλουτίζεται με φαινομενικά άσχετες παρεμβάσεις γύρω από φιλολογικά, υπαρξιακά και πολλά άλλα θέματα. Είναι επίσης διανθισμένο με πολλούς στίχους εκλεκτών ποιημάτων που δίνουν έτσι μια έντονη ποιητική νότα στο μυθιστόρημα.
Τον βασικό ήρωα του μυθιστορήματος Απόλλωνα Θρασυβουλίδη δεν θέλει να ταυτίζει απόλυτα με τον εαυτό του. Θέλει ο πρωταγωνιστής να έχει τη δική του αυτοτέλεια και να λειτουργεί αυτόνομα, ίσως για να πλησιάσει τον ρόλο που πρέπει να έχουν οι ήρωες ενός σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος.
Ταυτόχρονα όμως με την φαινομενική απομάκρυνση από τη πραγματικότητα παρουσιάζονται υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα με πλήρη αντικειμενικότητα αλλά και με κριτική διάθεση από μέρους του συγγραφέα.
Πιστεύω πως η μεγάλη αξία του μυθιστορήματος οφείλεται σε δυο βασικούς λόγους. Πρώτα γιατί αποτελεί μια πλούσια δεξαμενή ιστορικών πληροφοριών που αφορούν τον Ελληνισμό των τελευταίων χρόνων και ύστερα γιατί παρακινεί τον αναγνώστη να μην παραμένει παθητικός δέκτης αυτών που διαβάζει αλλά να συμμετέχει ενεργά κρίνοντας και ο ίδιος τα φιλοσοφικά και ιστορικά θέματα που παρουσιάζονται πολλές φορές εν είδει δοκιμίου μπροστά του. Μπορώ να πω πως κατά κάποιο τρόπο γίνεται έτσι ένας εποικοδομητικός διάλογος αναγνώστη- συγγραφέα.
Μετά τη γενική επισκόπηση του έργου, πρέπει τώρα να δούμε και τα επί μέρους. Το μυθιστόρημα Μετά τα Εκβάτανα δεν έχει πρόλογο αλλά το πρώτο κεφάλαιο που ήδη έχουμε διαβάσει μπορεί να θεωρηθεί ως πρόλογος. Το έργο έχει άλλα 47 κεφάλαια, τρεις επιλόγους και σημειώσεις ασύμμετρες και αντιφατικές όπως τις χαρακτηρίζει ο συγγραφέας.
Στα πλαίσια του χρόνου, που είναι δυστυχώς πάντα περιορισμένος σ’ αυτές τις περιπτώσεις, θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω το μυθιστόρημα, επιλέγοντας κεφάλαια και διαβάζοντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Το δεύτερο κεφάλαιο αρχίζει πάλι με την Πενταλιά παρόλο που ο ήρωάς μας έχει φθάσει ως μετανάστης στον Καναδά. Η Πενταλιά, ο πατέρας και περισσότερο η μάνα θα έχουν έντονη την παρουσία τους στις σκέψεις και στα όνειρα του συγγραφέα σ’ ολόκληρο το έργο απ’ αρχής μέχρι τέλους.
Στη συνέχεια του κεφαλαίου εξηγεί πως βρέθηκε από το Παρίσι στον Καναδά. Έγινε φίλος με κάποιο ελλαδίτη δικηγόρο, τον Αστέριο, που τον γνώρισε, γράφει,στα περίφημα καφενεία της Rue Sufflot, εκεί που γινόταν η αντίσταση κατά της Χούντας. « Στις ατέλειωτες συζητήσεις που είχαμε οικοδομούσαμε, δομούσαμε και αποδομούσαμε τη Νέα Ελλάδα των ονείρων μας», γράφει. Όταν λοιπόν αυτός ο φίλος έφυγε για τον Καναδά, προσκάλεσε εκεί και τον δικό μας.
Στις σελίδες που ακολουθούν ο φίλος του Αστέριος αναλαμβάνει τη ξενάγηση στη πόλη του Μόντρεαλ στην οποία θα κατοικούσε. Μας κάνει εντύπωση η ελληνικότητα μιας λεωφόρου:
Η Πάρκ Άβενιου, μετά το πάρκο του Βασιλικού Βουνού, στρώνεται με ελληνικά χρώματα. Ελληνικά καταστήματα, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, ελληνικοί σύλλογοι, παντού ελληνικές επιγραφές, και στους παράπλευρους δρόμους, μου εξηγούσε ο Αστέριος, κατοικούν ακόμη Έλληνες, μολονότι πολλοί μετακινήθηκαν πιο πάνω, στο Παρκ Εξτένσιον και ακόμη πιο έξω στα προάστια του Μόντρεαλ. Είναι μια νέα ευρύχωρη λεωφόρος που ξεκινά, νότια από το μπουλεβάρ Σέρμπρουκ στο downtown και καταλήγει βόρεια στη rue Jean–Talon. Οι Έλληνες τη λένε μαζί με τη γύρω περιοχή, Τα Παρκαβενέϊκα. Οι Έλληνες μετανάστες που από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν συγκεντρωμένοι στα περίχωρα της διασταύρωσης των δρόμων Σέρπρουκ και Κλαρκ, μετακινούνται τη δεκαετία του ΄50 βόρεια και καταλαμβάνουν την Παρκ Άβενιου και την γύρω της περιοχή. Σχηματίζουν την επικράτεια εδαφοκυριαρχίας τους και μετασχηματίζουν τον αστικό χώρο. Στο 7723 της λεωφόρου βρίσκεται το μεγαλόπρεπο θέατρο Ριάλτο, ελληνικής ιδιοκτησίας, που συνδέθηκε με την ιστορία της ελληνικής παροικίας. Εκεί οι Έλληνες μετανάστες έβλεπαν ελληνικές ταινίες, εκεί τραγούδησαν και παρουσιάστηκαν καλλιτέχνες από την Ελλάδα, εκεί έγιναν και πολιτικές συγκεντρώσεις για τα ελληνικά θέματα, την Κύπρο και άλλα.
Γίνονται φυσικά και οι πρώτες γνωριμίες με τους Έλληνες της παροικίας και αρχίζουν οι πρώτες προσπάθειες για εργοδότηση. Υποβάλλονται αιτήσεις σε Πανεπιστήμια και Κολλέγια αλλά μέχρι να βρεθεί κάτι καλύτερο πρέπει να εργαστούν οπουδήποτε για να καλύπτονται οι βιοποριστικές ανάγκες. Ταυτόχρονα γίνεται και η πρώτη γνωριμία με τους ανθρώπους του ΠΑΣΟΚ που ζουν στον Καναδά. Ο ήρωάς μας τους ακολουθεί με την ελπίδα και το όνειρο για μια καινούργια Ελλάδα που θάφτανε, σύμφωνα με τα λόγια τους, μέχρι το Πεκίνο. Γράφει όμως κάπως απογοητευμένος:
Πέσαμε έξω βέβαια. Αράξαμε κάπου στα περίχωρα των Πετραλώνων.
Αναφέροντας όμως τα Πετράλωνα, θυμάται το σχετικό δημοτικό με την αξέχαστη φωνή του Μητροπάνου. Το παραθέτει ολόκληρο αλλά εγώ διαβάζω μόνο δυο στίχους.
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα Εκβάτανα και Σούσα
Στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσα
Στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφεται η στενότερη σύνδεσή του με το ΠΑΣΟΚ στο οποίο τελικά, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, γίνεται μέλος. Αναφέρονται διάφορα ονόματα στελεχών που όταν θα κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές θα εξαργυρώσουν τη συμμετοχή τους παίρνοντας ψηλές θέσεις στη Ελλάδα. Γνωρίζοντας τον συγγραφέα δυσκολευόμουν να πιστέψω πως θα μπορούσε, αυτός ο ελεύθερος και ανυπότακτος άνθρωπος, να μπορέσει να κλειστεί στα καλούπια ενός οποιουδήποτε κόμματος. Στο ερώτημα –απορία απαντά ο ίδιος.
Υπήρχε μια ελπίδα που άρχισε να γεννιέται σιγά-σιγά μέσα μου, πως μπορούσε να γίνει κάτι το σημαντικό για την Ελλάδα. Αν και είχα πάντα πολλές επιφυλάξεις για τις ρητορικές εξάρσεις και μιας μορφής μεγαλο-ιδεατισμό του Παπανδρέου, ακόμη και για τα ψήγματα λαϊκισμού που δεν έλειπαν από τις ομιλίες και τα άρθρα του, πίστευα πως υπήρχε ελπίδα για μια νέα πορεία της χώρας. Ο Ανδρέας, άνθρωπος διονυσιακός, είχε πολλές ικανότητες, ήταν ένας οικονομολόγος με διεθνή φήμη, διανοούμενος, χαρισματικός σαν ηγέτης. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχε και τίποτε άλλο καλύτερο.
Κι αλλού σημειώνει:
Τότε κάποιοι παίρναμε τοις μετρητοίς τα λόγια του Ανδρέα Παπανδρέου που καταδίκαζε τη σοσιαλδημοκρατία και τοποθετούσε το ΠΑΣΟΚ στην τροχιά της μαρξιστικής ιδεολογίας χωρίς τις σταλινικές παρωπίδες και τις αναθεωρητικές θέσεις των ευρωκομμουνιστών που πιστεύαμε πως δικαίωναν-οι τελευταίοι- τον καπιταλισμό.
Στα επόμενα κεφάλαια υπάρχουν αναφορές για την προσπάθεια του ήρωα να ριζώσει στα καναδικά πανεπιστήμια κι οι σχέσεις που αναπτύσσει με ένα εβραίο καθηγητή που του παραστάθηκε και τον βοήθησε εκεί που οι πατριώτες του δεν έδειξαν ενδιαφέρον, έστω κι αν είναι εφοδιασμένος με συστατική επιστολή του Νίκου Σβορώνου που τους ζητά να τον στηρίξουν. Τον στέλλουν από τον Άννα στον Καϊάφα.
Οι σελίδες που ακολουθούν είναι έντονα φορτισμένες συναισθηματικά επειδή ο ήρωάς μας αναφέρεται στην Πενταλιά, την γενέτειρα του, και κυρίως γιατί συνδιαλέγεται νοερά με τη μητέρα του. Το καφενείο του χωριού του ήταν, γράφει, το πρώτο Πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησε.
Τον απασχολεί και η αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην Τέχνη και την Ψυχανάλυση. Θυμάται τον Προυστ που ψυχαναλυόταν ο ίδιος στο έργο του και τον δικό μας τον Εμπειρίκο και την ψυχαναλυτική πλευρά του έργου του. Και θυμάται επίσης αυτό που έλεγε ο Μπωντλαίρ « ότι η αληθινή πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά στα όνειρα».
Η σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας επανέρχεται συχνά στο έργο του με τρόπο δοκιμιακό. Αποδίδει ξεχωριστή σημασία στη θέαση των ιστορικών γεγονότων από την οπτική γωνία της λογοτεχνίας και τη σχετική ελευθερία του λογοτέχνη σε σχέση με την τεκμηρίωση που χρειάζεται το ιστορικό αφήγημα.
Σε πολλές σελίδες του βιβλίου του ο συγγραφέας αναφέρεται στο κίνημα ανεξαρτησίας στο Κεμπέκ και συζητά το θέμα υπό το πρίσμα των εθνικιστικών και μαρξιστικών θεωριών και τα προβλήματα που έθνους και κράτους σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.
Ελλάδα και Κύπρος έχουν επίσης έντονη και συνεχή παρουσία στη μυθιστορηματική του αφήγηση. Οι πολιτικές εξελίξεις, η δραστηριοποίηση των ομογενών για το Κυπριακό αλλά και για ό,τι αφορά την Ελλάδα, διατρέχουν έντονα τις σελίδες του.
Ένα κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον προπάππο του τον Χριστοφή Δημοσθένη Κατσιαβάνη. Τον περιγράφει με πολλή αγάπη αλλά και περηφάνια. Θα ήθελε λέει να του στήσει ένα άγαλμα στις όχθες του ποταμού Αγίου Λαυρεντίου.
Από τα πολιτικά, τα κομματικά, τα παροικιακά, τα προσωπικά-οικογενειακά περνά αρκετές φορές σε φιλοσοφικά-υπαρξιακά θέματα σε διάφορα κεφάλαια της αφήγησης του Το υπαρξιακό κενό τον απασχολεί έντονα. Ξεκινά από το ατομικό και το μεταφέρει στο συλλογικό. Αλλά δεν σταματά εδώ. Συνεχίζει με το ιδεολογικό κενό. Γράφει σχετικά:
Πέρα όμως από το υπαρξιακό κενό, υπάρχει και το ευρύτερο ιδεολογικό κενό. ΄Ενα κενό που επηρεάζει το κοινωνικό σύνολο. Αυτό το κενό το νιώθω επίσης. Δεν το έχει γεμίσει η μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Και ως προέκταση εδώ, η μεταπολίτευση είναι ακόμη πιο κακοποιημένη. Η κεμπεκιώτικη πολιτική ζωή παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά την νιώθω ξένη. Το ίδιο και η καναδική με τον Τρουντώ. Τελευταία ξαναδιαβάζω τον Φρόυντ… Η φροϋδική επανάσταση είναι σημαντική. Ο κόσμος θα ήταν ακατανόητος χωρίς τη φροϋδική αφήγηση. Βασικά οι τρεις αφηγήσεις που άλλαξαν τον κόσμο, είναι η δαρβινική, η μαρξιστική και η φροϋδική. Με το Δαρβίνο είμαστε περισσότερο στο χώρο της επιστήμης. Στον χώρο της βιολογίας. Με τον Μαρξ στο χώρο της οικονομίας, της κοινωνιολογίας και της ιστορίας Με τον Φρόυντ μπαίνουμε στα νερά του υποσυνείδητου. Στο χώρο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας. Σκέφτομαι τη σχέση που έχουν οι αφηγήσεις αυτές με τον ελληνικό πολιτισμό. Τον Δαρβίνο δεν μπορώ να τον συνδέσω, για την ώρα, με την ελληνική κληρονομιά. Τον Μαρξ όμως, με την εγελιανή κληρονομιά, ξέρουμε πως μέσω αυτής της κληρονομιάς το νήμα τον πάει πίσω στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά προπάντων στον Επίκουρο και τον Ηράκλειτο. Κι ο Φρόυντ έζησε με τα απόδειπνα της ελληνικής μυθολογίας και αυτά των μεγάλων τραγικών.
Κάποιος φίλος μου είπε :
Σίγουρα και οι τρεις τους συναποτελούν τις βάσεις κατανόησης του σύγχρονου κόσμου. Χωρίς όμως την κατανόηση της γένεσης της συμπαντικής ύλης και συγκεκριμένα του Μπινγκ Μπανγκ, όλα τα υπόλοιπα στέκονται στον αέρα.
Για την σταθεροποίηση του πλέγματος σύμπαν-ζωή- υποσυνείδητο είναι απαραίτητη και η ενσωμάτωση στην σύγχρονη αντίληψη του κόσμου της ειδικής θεωρίας της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, η οποία εξηγεί μεταξύ άλλων την διαστολή του χρόνου και την ισοδυναμία μάζας-ενέργειας.
Εδώ βέβαια μπλέκουμε με την αστροφυσική. Με την εξομοίωση της εξέλιξης του σύμπαντος από το Μπινγκ Μπανγκ ως την εικόνα του που γνωρίζουμε σήμερα. Οι επιστήμονες τονίζουν τον καθοριστικό ρόλο της σκοτεινής ύλης ως συνδετικού ιστού και «σκελετού» γύρω από τον οποίο συναρθρώνονται οι μεγάλες δομές των γαλαξιών.
«Αν δεν την συμπεριλαμβάναμε, εννοεί την σκοτεινή ύλη, η προσομοίωση δεν θα έμοιαζε με το πραγματικό σύμπαν» είπε ένας επιστήμονας. Η προσομοίωση επίσης είναι η πρώτη που δείχνει την ορατή ύλη να προκύπτει από τη σκοτεινή. Εκτιμάται ότι το σύμπαν αποτελείται κατά περίπου 5% από κοινή ύλη, 27% από σκοτεινή ύλη και 68% από -την ακόμη πιο μυστηριώδη- σκοτεινή ενέργεια».
Ομολογώ ότι τα έχω λίγο χαμένα με την αστροφυσική ! Κι όμως υπάρχει πολλή ποίηση γύρω από όλα αυτά! Με τους Γαλαξίες να περιφέρονται ακίνδυνα και τη συμπαντική δύναμη να περιφρουρεί τα βήματα τους !
Σε άλλα κεφάλαια καταγράφονται οι πνευματικές αναζητήσεις του συγγραφέα. Η ίδρυση του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών του Καναδά-ΚΕΕΚ για τη μελέτη του καναδικού ελληνισμού αλλά και της διασποράς γενικότερα. Ταυτόχρονα η έκδοση του δίγλωσσου επιστημονικού περιοδικού ( Αγγλικά-Γαλλικά) Études helléniques/Hellenic Studies με το φιλόδοξο στόχο να συνδέσουν τη διασπορά με την Ελλάδα και να προβάλουν στο ξένο κοινό την Ελλάδα και την Κύπρο, τον πολιτισμό αλλά και τα εθνικά προβλήματα.
Ο Νομάδας αυτή τη φορά έχει τη ευκαιρία να ταξιδέψει και να λάβει μέρος σε συνέδρια σε πολλά μέρη του κόσμου και να γνωρίσει από κοντά έλληνες ακαδημαϊκούς αλλά και ξένους. «Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω» μας θυμίζει ο ίδιος στην προμετωπίδα του βιβλίου του.
Τον Μάιο του 1999 οργάνωσαν στο Μόντρεαλ το τρίτο Παγκόσμιο Συνέδριο των Ερευνητικών Ιδρυμάτων του Ελληνισμού με θέμα «Ο Ελληνισμός στο 21ο αιώνα ».
Η πνευματική αναζήτηση συνεχίζεται με τη συζήτηση για τις απαρχές του μυθιστορήματος. Είναι ο « Δον Κιχώτης» του Θερβάντες που γράφτηκε το 1605, το πρώτο μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ή μήπως είναι τα « Αιθιοπικά » του έλληνα μυθιστοριογράφου Ηλιόδωρου που έζησε τον 2ο περίπου αι. μ.Χ. Ανανεώνονται οι σκέψεις για το δικό του μυθιστόρημα αλλά και για τα Γράμματα γενικά που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων. Θυμάται έτσι το ωραίο τραγούδι «Αν ήξερα ανάγνωση γραφή … δεν θα με κυβερνούσαν άλλοι ».
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στην πολιτική ανέλιξη του Ανδρέα Παπανδρέου. Διαβάζουμε λοιπόν από μαρτυρίες ότι ο Ανδρέας πολύ καιρό δεν ήθελε να πολιτευτεί παρά τις πιέσεις του πατέρα του. Φαίνεται πως πήρε την απόφαση λίγο πριν τις εκλογές του 1964 ύστερα από μια συζήτηση με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Πάνο Κόκκα εκδότη της Ελευθερίας. Οι ίδιοι φυσικά το έκαμαν για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους έναντι του Σοφοκλή Βενιζέλου στην Ένωση Κέντρου. Παιχνίδια στην εσωκομματική σκακιέρα που θα γυρίσουν σε βάρος του Μητσοτάκη.
Τα γεγονότα όμως τρέχουν. Οι εκλογές είχαν προκηρυχθεί και όλοι πίστευαν πως θα τις κέρδιζε το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας όμως είχε βάλει πολύ νερό στο κρασί του. Στο εσωτερικό ανοιγόταν σε συμμαχίες με την αστική τάξη ενώ στο εξωτερικό αποκατέστησε τις σχέσεις του με τη σοσιαλδημοκρατία που κάποτε τη θεωρούσε ως το δούρειο ίππο του καπιταλισμού.
Ο Νομάδας είναι απογοητευμένος. Σε συνάντηση με συνειδητοποιημένε στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όλοι δηλώνουν πως φεύγουν αλλά περιμένουν να ακούσουν και τον ίδιο που μιλά τελευταίος.
-Λοιπόν σύντροφοι το όνειρο ήταν απατηλό απ΄ότι φαίνεται. Το καράβι βουλιάζει στα λασπόνερα. Δεν είναι το ΠΑΣΟΚ που θα τραβήξει την ρόδα της Ιστορίας από την λάσπη. Φεύγω μαζί σας!
Είδα τα μάτια κάποιων να βουρκώνουν! Και εγώ,συναισθηματικός στο έπακρον, προσπαθούσα με πείσμα να μη δείξω την συγκίνηση μου. Δεν το κατάφερνα. Ένα δάκρυ κύλησε κάποια στιγμή μα έκανα μια στροφή και με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση το έκρυψα. Εκείνη την ώρα χιλιάδες παραστάσεις περνούσαν από το μυαλό μου με την ταχύτητα του φωτός και διαδεχόταν η μια την άλλη. Στην Πενταλιά, στη Βαβυλώνα, στο Άκτιον με τη μορφή της Κλεοπάτρας, τη γαμψή της μύτη, στην πύλη του Ρωμανού, στο Χάνι της Γραβιάς, στην Αλαμάνα, στον Αγάθωνα, στα Φυλακισμένα Μνήματα της Λευκωσίας, στο Μαχαιρά, στην Αμαθούντα, στα Καταλανικά Πεδία, στην πεδιάδα της Σαλαμίνας με τον Ονήσιλο, στην Βολιβία με τον Τσε, στο Καρακάς με τον Μπολιβάρ, κι ύστερα ένα παράξενο φως με το χαμόγελο της Τζοκόντας. Μια ηχηρή κραυγή της αιωνιότητας ξεπηδούσε μέσα από τα μάτια των συντρόφων. Αυτοί ήταν εργάτες, δεν περίμεναν τίποτε από την εξουσία του ΠΑΣΟΚ σε προσωπικό επίπεδο, αυτοί περίμεναν να οικοδομήσει μια διαφορετική Ελλάδα, ανθρώπινη και συντροφική. Ήξεραν όμως πως εγώ, φεύγοντας, έφτυνα κατάμουτρα την τύχη μου. Κατέβαινα από το τρένο την ώρα που άλλοι έτρεχαν να επιβιβαστούν, επιβάτες ή και λαθρεπιβάτες της τελευταίας ώρας. Λαθρεπιβάτες για την ακρίβεια. Και μέσα από τα μάτια τους ξεπηδούσε εκείνη η εκτίμηση που αντικαθιστούσε για μένα τις θέσεις που με περίμεναν στην Αθήνα με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Και πράγματι ο Καλλένος έγινε γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, ο Αθηνοδώρου λάκισε την Αριστερά και έγινε βουλευτής, ο Σταματέλος διευθυντής στην ΕΡΤ. Ακόμη και ο ψευδοτραπεζίτης που τον λέγαμε αγιογδύτη-Αγιομαμίτης ήταν το όνομα του- γιατί έβγαζε δάνεια στους Έλληνες του Μόντρεαλ από μια καναδική τράπεζα ανάπτυξης και θησαύριζε με τα ποσοστά που τους κρατούσε για την προμήθεια του, διορίστηκε Διοικητής της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας.
Μια από τις εξαιρετικές παρεμβολές στο μυθιστόρημα είναι το κεφάλαιο στο οποίο ο συγγραφέας κάνει μια μικρή πραγματεία για τις γυναίκες του Ομήρου όπως και για εκείνες της αρχαίας Αθήνας και της Σπάρτης.
Στα τελευταία κεφάλαια ο Νομάδας κάνει κάποιες σκέψεις να συνεχίσει την πορεία του στη Ελλάδα ή στην Κύπρο όπου του έγινε και πρόταση να πολιτευτεί.
Κι ύστερα το πήρα απόφαση. Δεν θα πήγαινα στην Αθήνα να βολευτώ σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Δεν θα πήγαινα ούτε σε κάποιο αμερικάνικο, ούτε σε κάποιο αγγλόφωνο καναδικό πανεπιστήμιο. Ούτε και σε κάποιο κυπριακό φυσικά. Θα έμενα στο Μόντρεαλ. Ο κύβος ερρίφθη! Δεν ήταν ίσως η επιλογή που με ενθουσίαζε. Αλλά και οι άλλες που είχα μπροστά μου δεν με ενθουσίαζαν περισσότερο! Για την ακρίβεια η Αθήνα, η αγαπημένη πόλη, με τραβούσε. Όμως δεν μ΄ άρεσαν οι συναλλαγές που θα υποχρεωνόμουν να κάνω. Και ήξερα πως αν αρνιόμουνα να συναλλαγώ, κάτι που δεν ήταν στο χαρακτήρα μου, θα υποχρεωνόμουν να τα μαζέψω και να φύγω. Θα μου πεις, δεν γίνονται συναλλαγές και αλλού, στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στας Ευρώπας; Και φυσικά γίνονται. Δεν είναι όμως ο κανόνας. Στα ελληνικά πανεπιστήμια οι πελατειακές σχέσεις είναι βαθιά ριζωμένες. Καμιά φορά νομίζεις πως οι έλληνες ακαδημαϊκοί ζούνε τις τελευταίες ημέρες… της Πομπηίας!
Όσο η ζωή συνεχίζεται γεμάτη και πλούσια με όλες τις δραστηριότητές της , όλα μπορείς να τα κάνεις. Όταν όμως έρχονται τα γηρατειά που σε πλησιάζουν αναπόφευκτα στο μοιραίο; Τι κάνεις τότε θνητέ άνθρωπε;
Ο Οδυσσέας, θα γράψει, το πήρε απόφαση πως ήταν καιρός να γυρίσει και να πεθάνει στην Ιθάκη.
-Γύρνα λοιπόν στη Πενταλιά Αλέξανδρε.
-Η Βαβυλώνα είναι πολύ μακριά Αλέξανδρε. Και πιο μακριά ακόμη τα Εκβάτανα.
-Εκεί στη Πενταλιά θα πάνε οι στάχτες μου.
Ναι Στέφανε. Μας το είπε πριν πολλά χρόνια ο ποιητής με τις ωδές του.
Ας μη μου δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την Πατρίδα .
Θέλω να τελειώσω την παρουσίασή μου με ένα ποίημα του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη με το οποίο τελειώνει και ο συγγραφέας το βιβλίο του.
Βιογραφικό
( Απόπερα ποιητικής αναφοράς)
Γεννήθηκα το 1941 π.Χ.
στην Πενταλιά της Πάφου
της νήσου Κύπρος.
Την ώρα που γεννιούνταν
τα θανατερά μανιτάρια
στο διπλανό πευκόδασος
είπε η μάνα μου.
Στο σχολείο της Πενταλιάς
έμαθα γράμματα
έμαθα να ονειρεύομαι
τον κόσμο.
Σήμερα
είμαι ένας περιπλανώμενος νομάδας
ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου
και τον Ατλαντικό ωκεανό
καμιά φορά
κι ανάμεσα στην Πενταλιά
και τον Ειρηνικό ωκεανό.
Γεννήθηκα το 1941 π.Χ.
στην Πενταλιά της Πάφου
αγνόησα τα θανατερά μανιτάρια
στο διπλανό πευκόδασος
κι υπέγραψα το συμβόλαιο μου.
Κι από τότε περιπλανιέμαι
νομάδας ελεύθερος στην οικουμένη
να ονειρεύομαι τον κόσμο.
* Ο Ανδρέας Ιεροκηπιώτης είναι Φιλόλογος
Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στην Πάφο, γενέτειρα του συγγραφέα.
Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό FRACTAL,18/12/2019
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire