«Mας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;»,
Μανώλης Αναγνωστάκης
Το δόγμα είναι γνωστόν. «Ημείς ανήκομεν εις την Δύσιν». Δεν το εφηύρε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως αναφέρεται συχνά, προϋπήρχε. Απλώς ο Καραμανλής το επικαιροποίησε. Εντούτοις, ακόμη και ο ίδιος, σε δύσκολες στιγμές, λοξοκοίταζε και λίγο προς την Ανατολή… Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο που τόσο ο ίδιος όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου, στη συνέχεια, επεδίωξαν στις αρχές της Μεταπολίτευσης ακόμη και μια μυστική προσέγγιση με τη Βουλγαρία του Ζίβκοφ, προτού καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές απειλές. Ένα άλλο παράδειγμα από τον διεθνή χώρο, είναι αυτό του Ισραήλ. Που είναι υποχρεωμένο, για την ασφάλειά του, να διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Τίποτε δεν εμπόδισε όμως τη χώρα αυτή να διατηρεί τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τη Ρωσία. Έστω και αν η Μόσχα στηρίζει τους θανάσιμους εχθρούς της, το Ιράν και τον Άσαντ στη Συρία. Την ίδια πολιτική ακολούθησε το Ισραήλ και στις σχέσεις του με την Κίνα και μια σειρά από άλλες χώρες. Διότι αντιλαμβάνεται ότι στις μέρες μας μια μονοδιάστατη εξωτερική πολιτική δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του. Κάτι που δεν θέλουν να αντιληφθούν ούτε στην Αθήνα, ούτε στη Λευκωσία.
Οι κανόνες του παιγνιδιού αλλάζουν βεβαίως συνεχώς. Ιδίως στις μέρες μας, με ένα ρευστό τοπίο. Όμως υπάρχουν πάντοτε κάποιες σταθερές, όπως αυτή που λέει να μη βάζεις όλα σου τα αυγά στο ίδιο καλάθι. Στις μέρες μας Αθήνα και Λευκωσία εφαρμόζουν σχεδόν απόλυτα το γνωστόν δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Θα είχε νόημα αυτή η πολιτική αν εξασφαλίζαμε και τα ανάλογα ανταλλάγματα. Δεν φαίνεται να συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα έχει στρατιωτικοποιηθεί από τους Αμερικανούς, με αμερικανικές βάσεις από τη μια άκρη της χώρας ώς την άλλη, και για να γίνει δεκτός ο Μητσοτάκης στον Λευκό Οίκο χρειάστηκε να πληρώσει διόδια, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ένας δημοσιογράφος του αθηναϊκού κέντρου, φιλοδυτικών τάσεων. Και εννοούσε τις δεσμεύσεις για αγορά πολεμικού υλικού. Η Ουάσινγκτον πήρε επί της ουσίας ό,τι ήθελε από την Ελλάδα με την προ μηνών υπογραφή από την κυβέρνηση Μητσοτάκη της διμερούς συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας. Και η Ελλάδα έχασε τότε μια μοναδική ευκαιρία να πάρει ανταλλάγματα για την ασφάλειά της.
Λύσαμε προηγουμένως το Μακεδονικό με τρόπο που να εξυπηρετεί τα αμερικανικά και τα γερμανικά συμφέροντα. Χειροτερέψαμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία, ικανοποιώντας τη Δύση. Και όμως στη σκακιέρα κερδίζει πάντα η Τουρκία! Με τον Ερντογάν να είναι επιστήθιος φίλος και του Τραμπ, και του Πούτιν, αλλά και της Μέρκελ. Και παίκτης σε όλα τα μέτωπα. Δεν ξέρω πού θα του βγει αυτό το πολιτικό θράσος. Αλλά και τον ίδιο να τον κρεμάσουν μια μέρα, η Τουρκία θα βγει κερδισμένη. Να θυμίσω εδώ ότι και τον Μεντερές τον κρέμασαν στη δεκαετία του '60, αλλά τα κεκτημένα της πολιτικής του, η επάνοδος της Τουρκίας στην Κύπρο με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, παρέμειναν.
Στην Κύπρο, με αμερικανικές εντολές περιορίζουμε συνεχώς τους Ρώσους. Και οικονομικά και πολιτικά. Τί έχουμε πάρει ως αντάλλαγμα; Εδώ ισχύει, mutatis mutandis, ο στίχος του Σεφέρη, τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα. «Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε. /Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη». Ούτε καν στη διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη προσκλήθηκε η Αθήνα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική ναυάγησε στο Λιβυκό Πέλαγος και, κατ΄επέκταση, ναυάγησε μαζί της και η αντίστοιχη κυπριακή. Δεν σώζεται η παρτίδα με τις φανφάρες Δένδια – Χριστοδουλίδη. Ούτε με τους τακτικισμούς περιορισμένης εμβέλειας του Μητσοτάκη στην Αθήνα. Ημείς ανήκομεν εις την Δύσιν! Είμαστε δεδομένοι!
Ακόμη και φιλικά προσκείμενοι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη αναλυτές, στη ναυαρχίδα της Δεξιάς την «Καθημερινή», σημειώνουν τους κινδύνους που εγκυμονεί αυτή η πολιτική, υποδεικνύοντας ότι «οι συνεχείς και επανειλημμένες συναντήσεις αξιωματούχων της Αθήνας και της Λευκωσίας τείνουν να εξυπηρετούν την εσωτερική κατανάλωση». Αντίθετα, σημειώνεται, «γίνεται φανερό ότι η Τουρκία εδραιώνει τη θέση της στην περιοχή, σε συνεργασία με τη Ρωσία, με την ανοχή, αν όχι με την προτροπή της Ευρώπης –στάση που υπαγορεύεται από αδυναμία και φόβο– και υπό το καιροσκοπικό και αδιάφορο βλέμμα των ΗΠΑ του Τραμπ». Και συνεχίζει παρακάτω: «Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά δημιουργούν την αίσθηση ότι για τη Δύση, δηλαδή για τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ίσως για διαφορετικούς λόγους), η Ελλάδα ανήκει στη Μέση Ανατολή και όχι στην Ευρώπη. Άρα, την παραδίδουν στο... έλεος της Άγκυρας». Αυτά όλα επισημαίνονται από αρθρογράφο της «Καθημερινής» που καταλήγει ότι είναι «άγνωστο αν η ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική πολιτική τάξη βλέπουν άλλα σενάρια, που δεν τα βλέπει ο μέσος πολίτης, ή δίνουν διαφορετικές ερμηνείες, αλλά οι επικλήσεις του διεθνούς δικαίου δεν μοιάζουν αρκετές για να ανακόψουν την τουρκική προκλητικότητα. Ιδιαίτερα όταν στη σκακιέρα πρώτους ρόλους έχουν η ισχύς, τα συμφέροντα και οι φόβοι». (Άγγελος Στάγκος, «Καθημερινή», 14/01/2020). Και δεν είναι ο μόνος που κρούει τον κώδωνα της ανεπάρκειας της ελληνικής και κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω είναι ενδεικτικά και άλλων παρόμοιων αναλύσεων αλλά και της εντύπωσης που αποκομίζει κάποιος συζητώντας το ίδιο θέμα με πανεπιστημιακούς και πολιτικούς παρατηρητές των τεκταινομένων στη Μέση Ανατολή και ειδικά στην ταραγμένη Ανατολική Μεσόγειο. Η διαπίστωση είναι η ίδια: έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού αντιμετώπισης της τουρκικής προκλητικότητας.
Με τους αναπτυσσόμενους ρυθμούς προκλητικότητας, η Άγκυρα, που αμφισβήτησε προ πολλού ότι το Καστελλόριζο διαθέτει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, δεν θα αργήσει να διακηρύξει το ίδιο και για την Κρήτη, στηριζόμενη και στη συμφωνία που υπέγραψε με την Κυβέρνηση της Τρίπολης, η οποία την καθιστά κηδεμόνα της Λιβύης. Τα εθνικά συμφέροντα δεν εξυπηρετούνται με πολλαπλά «Ναι» στους Αμερικανούς και τη Δύση. Αθήνα και Λευκωσία δεν διδάχτηκαν τίποτε από την πολιτική που ασκεί η Άγκυρα.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ, συγγραφέας της μυθιστορηματικής τριλογίας ΝΟΜΑΔΑΣ, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2017-2019
stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire