Η έξοδος στις αγορές
Περιχαρής η κυβέρνηση επαίρεται ότι
«επαναφέρει τη χώρα στις συνθήκες ομαλότητος του 2010». Μετά την
εφεύρεση του αιμοσταγούς «πρωτογενούς πλεονάσματος», προεξοφλείται
έξοδος στις αγορές προς άντληση απ' ευθείας χρήματος, αντί του μέχρι
σήμερα παρεχόμενου από τους εταίρους και το ΔΝΤ.
Δείκτης επιτυχίας: η πτώση των επιτοκίων δανεισμού. Από 15% προ
2ετίας, έχουν κατέλθει σήμερα σε 6%. Από κοινού ο πρωθυπουργός και ο
υπουργός Οικονομικών διαβεβαιώνουν ότι «έβγαλαν τη χώρα από την κρίση».
Ωστόσο, παρασιωπούν ότι, ακόμη και αν το σημερινό κόστος του χρήματος συγκρίνεται με εκείνο του 2010, έχουν στο μεταξύ επισυμβεί γεγονότα, που κάνουν το τοπίο του 2014 να διαφέρει από εκείνο του 2010 όσο η αόρατη πλευρά της Σελήνης από την ορατή. Το εθνικό εισόδημα συρρικνώθηκε κατά 28%, 1,5 εκατομμύριο θέσεις εργασίας εξαλείφθηκαν, η φτώχεια υπερβαίνει ένα τρίτο του πληθυσμού και, εάν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο καταγράφει πλεόνασμα, το χρέος εκτινάχθηκε από 115% σε 175% του ΑΕΠ.
Οι προ 4ετίας αμφιβολίες για τη βιωσιμότητά του μετατρέπονται σήμερα σε βεβαιότητα. Πώς είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για επιστροφή στην «ομαλότητα», όταν η χώρα έχει υποστεί καταλυτικού μεγέθους απώλειες και αποδιοργάνωση; Ποια ανάκτηση αξιοπιστίας, όταν η χώρα προσέρχεται στις αγορές με κατεστραμμένες τις ελάχιστες αναγκαίες προϋποθέσεις για κάθε παραγωγή και διατήρηση του οικονομικού συστήματός της; Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης προσελκύουν υποψήφιους δανειστές, ενώ οι χαμηλοί και μάλιστα οι αρνητικοί τούς απωθούν.
Εκτός τούτου, η κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς υπό την επίβλεψη των δανειστών αιτιολογήθηκε με υποθετικό στόχο την εξωστρέφεια και επιτάχυνση των εξαγωγών. Ωστόσο, όταν το σύνολο των εταίρων υποβάλλονται σήμερα σε παρόμοια θεραπευτική αγωγή περικοπών δαπανών, δημοσίων και ιδιωτικών, όταν η υπόλοιπη ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία ολισθαίνει στην ύφεση με πρόσθετη αιτία τον επαναπατρισμό της αμερικανικής ρευστότητος, που χρηματοδοτούσε ολόκληρο τον πλανήτη, πόσο ρεαλιστική είναι η προσδοκία για ελληνική ανάκαμψη μέσω επέκτασης των εξαγωγών;
Το συγκεκριμένο ασταθές διεθνές πλαίσιο και το ήδη κατεστραμμένο εσωτερικό συνεπάγονται ότι, για τη χώρα μας, το 2014 βρίσκεται στους αντίποδες του 2010 και εάν υποτεθεί ότι η Ελλάδα σήμερα ξαναβρίσκει τη χαμένη δημοσιονομική «αρετή» της, κινδυνεύει να μείνει χωρίς εταίρους ικανούς να τη συνδράμουν, καθ' όσον σήμερα πλέον έχουν χάσει και αυτοί την «αρετή» τους, αφού οι πάντες, με θρησκευτικό μένος, προσηλώνονται πλέον στις περικοπές δαπανών, με αυτονόητη συνέπεια τη μείωση των εισαγωγών τους. Σκληρή περίοδος για να είναι κάποιος «ενάρετος». Οταν στόχος κάθε χώρας τίθεται η εθνική εξισορρόπησή της, τότε μοιραία η διεθνής αγορά συρρικνώνεται και αυτό δυσχεραίνει το έργο όλων.
Πέραν αυτών, πόσο βιώσιμη είναι η κυβερνητική επιδίωξη να δανείζεται με 6% προκειμένου να αποπληρώνει χρέος που έχει συναφθεί με 2%; Η αναχρηματοδότηση του χρέους έχει νόημα μόνον εφ' όσον το κόστος των νέων δανείων είναι ίσο ή κατώτερο των παλαιών. Αναχρηματοδότηση με κόστος υψηλότερο του εξυπηρετούμενου χρέους αποτελεί καθαρό παραλογισμό.
Ωστόσο, και αυτό το στοιχείο θα μπορούσε, υπό εξαιρετικές συνθήκες, να παρακαμφθεί, εάν τουλάχιστον το εθνικό εισόδημα αυξανόταν με υψηλότερο ρυθμό από αυτόν του χρέους. Ομως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αύξηση του ΑΕΠ καταγράφει όχι μόνον μηδενικούς ρυθμούς, αλλά και βαθύτατα αρνητικούς. Ακόμη και αν η χώρα επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς, που προεξοφλούνται από 0,5% έως 2,5%, ενόσω τα νέα χρέη συνάπτονται με 6% και ενόσω η ετήσια εξυπηρέτησή τους απορροφά, όπως προβλέπεται, 31 δισεκατομμύρια ευρώ για το τρέχον έτος (24,9 δισ. για χρεολύσια και 6,1 δισ. για τόκους), δηλαδή 17% του ΑΕΠ, έπεται ότι πολύ απέχει από το να είναι βιώσιμο όχι μόνον το χρέος, αλλά και ακόμη περισσότερο η χώρα.
Ακόμη και με την τεκταινόμενη γερμανική «προσφορά», εάν η αποπληρωμή επεκταθεί σε βάθος 50ετίας και οι τόκοι μειωθούν περισσότερο, η «διευκόλυνση» του Σόιμπλε φθάνει στο σημείο να μειώνει την εξυπηρέτηση του χρέους σε 4,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, η βιωσιμότητα του χρέους και της χώρας θα προϋπέθεταν ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ανώτερο του 4,5%, πράγμα απολύτως αδύνατον να επιτευχθεί, ειδικά στην τρέχουσα πτωτική ευρωπαϊκή και διεθνή συγκυρία. Τουλάχιστον, ο συμπατριώτης του Κλάους Ρέγκλινγκ φαίνεται περισσότερο ρεαλιστής, αφού παραδέχεται το στοιχειώδες: κάθε πρόσθετος δανεισμός αυξάνει το χρέος, ενώ ταυτόχρονα, με τη διαιωνιζόμενη λιτότητα, συρρικνώνεται το εθνικό εισόδημα που την εξυπηρετεί, δηλαδή η ικανότητα αποπληρωμής.
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι η συμμετοχή της χώρας στις διεθνείς αγορές αποτελεί στοιχείο ανάκτησης της ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας της. Ωστόσο, ποια άλλη απόδειξη χρειάζεται για να αντιληφθούν ακόμη και οι πλέον αδαείς ότι, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ενόσω αποδίδεται αδιάλλακτη προτεραιότητα στην ισοσκέλιση των ελλειμμάτων και στην απόσπαση πρωτογενούς πλεονάσματος, αντί της ανάκαμψης και της άμεσης καταπολέμησης της ανεργίας, η χώρα παραδίδεται και πάλι ανυπεράσπιστη στη νοσηρή εξάρτηση από τις αγορές. Μόνον η διαγραφή του μέγιστου μέρους του χρέους και η σύνδεση της εξυπηρέτησης του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης μπορεί να βγάλει τη χώρα από το σημερινό βαθύ αδιέξοδο. Ομως αυτό, η κυβέρνηση ούτε καν το διανοείται.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire