ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

mercredi 18 décembre 2024

Ποίηση – Αντι-ποίηση, Αντι-ποιητής

 

Ποίηση – Αντι-ποίηση, Αντι-ποιητής: Εννοιολογικές οριοθετήσεις

ΧΑΡΤΗΣ 23 {ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020}

{Κλίμακες}

του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη


Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

 

 

————————————————
Σχό­λια στα Σχό­λια του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη (19)
—————————————————


Μ
EΡΟΣ Γ΄: αντι-ποί­η­ση - μη ποί­η­ση, αντι­ποι­η­τι­κός

αντι­ποί­η­ση

Το πρό­θη­μα αντι- δη­λώ­νει πρω­τί­στως «αντί­θε­ση, ενα­ντί­ω­ση» σε σχέ­ση με το δεύ­τε­ρο συν­θε­τι­κό. Συ­χνά εμπε­ριέ­χει την έν­νοια της απόρ­ρι­ψης κά­θε συμ­βα­τι­κό­τη­τας, εκ­φρά­ζει ρι­ζο­σπα­στι­κό­τη­τα, πλή­ρη ανα­τρο­πή των πα­ρα­δο­σια­κών αντι­λή­ψε­ων ή κα­θιε­ρω­μέ­νων από­ψε­ων για ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο γνω­στι­κό αντι­κεί­με­νο. Ο αβαν­γκαρ­ντι­σμός (avant-gardisme, 1918) αμ­φι­σβή­τη­σε τα γε­νι­κώς απο­δε­κτά πρό­τυ­πα και συν­δέ­θη­κε με τις ανα­νε­ω­τι­κές δρά­σεις δια­φό­ρων καλ­λι­τε­χνι­κών, κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών κι­νη­μά­των. Η αντι-τέ­χνη (αγγλ. anti-art, 1937) αντι­προ­σω­πεύ­ει με τη μορ­φή του ντα­νταϊ­σμού τις ακραί­ες μορ­φές ελευ­θε­ρί­ας της έκ­φρα­σης. Η απόρ­ρι­ψη πα­ρα­δε­δο­μέ­νων αρ­χών και αξιών οδη­γεί συ­χνά στην ανα­νέ­ω­ση της τέ­χνης στις ποι­κί­λες εκ­φάν­σεις της. Το αντι-θέ­α­τρο (γερ­μαν. Anti-theater), νέο θέ­α­τρο ή θέ­α­τρο του πα­ρα­λό­γου, εντάσ­σε­ται στο ίδιο ανα­νε­ω­τι­κό κλί­μα. Σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις γί­νε­ται κα­τά­χρη­ση ή πα­ρερ­μη­νεία των σχε­τι­κών όρων.[1]
Η αντι­ποί­η­ση εί­ναι συ­νή­θως γνω­στή ως νο­μι­κός όρος («πα­ρά­νο­μη οι­κειο­ποί­η­ση δι­καιώ­μα­τος, ξέ­νης ιδιο­κτη­σί­ας ή κα­τά­χρη­ση εξου­σί­ας»), με γνω­στό­τε­ρη λε­ξι­κή σύ­να­ψη την αντι­ποί­η­ση Αρ­χής. Το ομώ­νυ­μο αντι­ποί­η­ση, με τη ση­μα­σία «ό,τι αντι­τί­θε­ται ή αντί­κει­ται στην ποί­η­ση στην πα­ρα­δο­σια­κή της μορ­φή», αντι­δια­στέλ­λε­ται γρα­φη­μα­τι­κά ως αντι-ποί­η­ση.[2]

Σε ένα πρό­σφα­το σύ­ντο­μο δη­μο­σί­ευ­μα γί­νε­ται πρό­σπά­θεια ανά­λυ­σης της αντι­ποί­η­σης χω­ρίς στέ­ρεο θε­ω­ρη­τι­κό υπό­βα­θρο.[3] Αυ­τό που ενο­χλεί, πέ­ρα από τα μέ­τρια Αγ­γλι­κά, εί­ναι οι από­λυ­τες οριο­θε­τή­σεις οι οποί­ες δεν ισχύ­ουν στην πρά­ξη. Αφού απο­δε­χτεί ο συγ­γρα­φέ­ας τον ορι­σμό της ποί­η­σης, όπως τον έδω­σε ο William Wordsworth (1770-1850) «η αυ­θόρ­μη­τη υπερ­χεί­λι­ση πα­νί­σχυ­ρων αι­σθη­μά­των» (“the spontaneous overflow of powerful feelings”), προ­τι­μά να ορί­σει την αντι­ποί­η­ση με μια ει­κό­να που δεν έχει επι­στη­μο­νι­κή βά­ση: αρέ­σκε­ται να πε­τά στον ου­ρα­νό της γλώσ­σας, ανέ­με­λη σαν τη γα­λιά­ντρα. Εί­ναι το απο­τέ­λε­σμα της ποι­η­τι­κής τρέ­λας (poetic madness), η φυ­γή από την τυ­ραν­νία της γλώσ­σας. Κυ­ριαρ­χεί­ται από τη φα­ντα­σία και το συ­ναί­σθη­μα, ενώ η ποί­η­ση απο­τε­λεί άσκη­ση του μυα­λού. Ο ποι­η­τής λα­τρεύ­ει τον Απόλ­λω­να και ο αντι­ποι­η­τής το Διό­νυ­σο. Το μό­νο θε­τι­κό από αυ­τό το αλ­λό­κο­το άρ­θρο εί­ναι η δια­πί­στω­ση ότι από την αντι­ποί­η­ση προ­κύ­πτει ένα νέο εί­δος ποί­η­σης.
Ο σερ­βο­α­με­ρι­κά­νος ποι­η­τής
Charles Simic (γενν­νή­θη­κε στο Βε­λι­γρά­δι το 1938) αφού το­νί­σει ότι οι βα­θύ­τε­ρες εμπει­ρί­ες δεν μπο­ρούν να εκ­φρα­στούν με λό­για, επι­ση­μαί­νει τη δύ­σκο­λη απο­στο­λή του ποι­η­τή, ο οποί­ος κα­λεί­ται να εκ­φρά­σει μέ­σω της γλώσ­σας το ανέκ­φρα­στο. Επο­μέ­νως, με την έν­νοια αυ­τή, κά­θε εί­δος ποί­η­σης εί­ναι αντι-ποί­η­ση.

Ο Nicanor Parra σε μια από τις ιδιόρρυθμες φωτογραφίσεις του

Η αντι­ποί­η­ση του Nicanor Parra

Ο Χι­λια­νός ποι­η­τής Parra (1914-2018), με ασυ­νή­θι­στη μα­κρο­ζω­ία και διαύ­γεια πνεύ­μα­τος, χα­ρα­κτή­ρι­σε ο ίδιος τον εαυ­τό του αντι-ποι­η­τή. Σπού­δα­σε μη­χα­νι­κός στο Σα­ντιά­γο, φυ­σι­κή στο Πα­νε­πι­στή­μιο Brown και κο­σμο­λο­γία στην Οξ­φόρ­δη. Διέ­πρε­ψε ως κα­θη­γη­τής Φυ­σι­κής στο Πα­νε­πι­στή­μιο Σα­ντιά­γο, πο­λύ νω­ρίς όμως ξε­χώ­ρι­σε ως ποι­η­τής, με επα­να­στα­τι­κές για την επο­χή του ιδέ­ες, γλύ­πτης και ει­κα­στι­κός καλ­λι­τέ­χνης. Η συλ­λο­γή του Poemas y Antipoemas (1954) τον κα­θιέ­ρω­σε ως τον κυ­ριό­τε­ρο εκ­πρό­σω­πο της αντι­ποί­η­σης.[4] Το έρ­γο του με­τέ­φρα­σαν και επη­ρε­ά­στη­καν από αυ­τό ποι­η­τές της εμ­βέ­λειας του William Carlos Williams (1883-1963) και του Allen Ginsberg (1926-1997). Ο σπου­δαί­ος κρι­τι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας Harold Bloom (1930-2019), συγ­γρα­φέ­ας του πε­ρί­φη­μου Δυ­τι­κού κα­νό­να, τον κα­τέ­τα­ξε στους λο­γο­τέ­χνες στους οποί­ους άξι­ζε να απο­νε­μη­θεί το βρα­βείο Noμπέλ.
Στο αιώ­νιο ερώ­τη­μα «Τι εί­ναι ποί­η­ση;» έδω­σε την αμ­φι­λε­γό­με­νη απά­ντη­ση: Ό,τι λέ­ει κα­νείς εί­ναι ποί­η­ση/ό,τι γρά­φεις εί­ναι πρό­ζα.// ό,τι κι­νεί­ται εί­ναι ποί­η­ση και ό,τι μέ­νει στά­σι­μο εί­ναι πρό­ζα.
[5] Ο ορι­σμός αυ­τός έρ­χε­ται σε ευ­θεία αντι­πα­ρά­θε­ση με την ιδε­α­λι­στι­κή αρ­χή σύμ­φω­να με την οποία η ποί­η­ση εκ­φρά­ζει την αρ­χε­τυ­πι­κή γλώσ­σα της αν­θρω­πό­τη­τας. Ο Johann Georg Hamann (1730-1788), λου­θη­ρα­νός φι­λό­σο­φος, γνω­στός ως «ο μά­γος του Βορ­ρά», πί­στευε ότι η γλώσ­σα απει­κο­νί­ζει την ενό­τη­τα ψυ­χής, πνεύ­μα­τος και σώ­μα­τος. Χα­ρα­κτή­ρι­σε την ποί­η­ση ως τη «μη­τρι­κή γλώσ­σα του αν­θρώ­πι­νου γέ­νους».[6] 
Ο
Parra όρι­σε τα ποι­ή­μα­τά του «θε­α­τρι­κές ομι­λί­ες» (parlamentos dramáticos). Δια­βλέ­πω έντο­νη συ­νά­φεια με τις πε­ρί­φη­μες «ζα­κυν­θι­νές ομι­λί­ες».
Πα­ρα­θέ­τω μι­κρό δείγ­μα της επα­να­στα­τι­κής γρα­φής του από το ποί­η­μα “
Siete trabajos voluntarios y un acto sedicioso” («Επτά εθε­λο­ντι­κές ερ­γα­σί­ες και μια πρά­ξη ανταρ­σί­ας») σε δι­κή μου με­τά­φρα­ση.[7]

6.

el poeta se atrinchera en la Tumba del Soldato Desconocido
y desde ahí dispara flechas envenenadas a los transeúntes

7.

el poeta maldido
se entretiene tirándoles pájaros a las piedras

6.

Ο ποι­η­τής οχυ­ρώ­νε­ται στο μνη­μείο του Άγνω­στου Στρα­τιώ­τη
και από εκεί ρί­χνει δη­λη­τη­ρια­σμέ­να βέ­λη στους πε­ρα­στι­κούς

7.

ο κα­τα­ρα­μέ­νος ποι­η­τής
δια­σκε­δά­ζει πε­τώ­ντας που­λιά στις πέ­τρες


Σε γλώσ­σα απλή, κα­θη­με­ρι­νή, ο
Parra πε­ρι­γρά­φει κω­μι­κο­τρα­γι­κές κα­τα­στά­σεις. Στην αντι­ποί­η­ση εναλ­λάσ­σε­ται αρ­μο­νι­κά η κω­μω­δία με το δρά­μα.[8] Κύ­ρια γνω­ρί­σμα­τα της ποί­η­σής του εί­ναι: ενα­ντί­ω­ση στον κομ­φορ­μι­σμό, τρυ­φε­ρό­τη­τα, αυ­το­σαρ­κα­σμός και αστεί­ρευ­τη φα­ντα­σία με πα­ρα­δο­ξό­τη­τες τις οποί­ες δια­περ­νά δια­βρω­τι­κό, σκο­τει­νό χιού­μορ. Πί­σω από την κω­μι­κή μά­σκα κρύ­βε­ται ένας πνευ­μα­τι­κός δη­μιουρ­γός που αντι­με­τω­πί­ζει με από­λυ­τη σο­βα­ρό­τη­τα τις κα­τα­στά­σεις που πε­ρι­γρά­φει. Η λε­πτή αί­σθη­ση του χιού­μορ φέρ­νει τους αν­θρώ­πους πιο κο­ντά, όπως και τους ανα­γνώ­στες της ποί­η­σής του.
Τε­λι­κά, ο
Parra απο­μυ­θο­ποί­η­σε την ποί­η­ση και τους ποι­η­τές, κα­τα­φέ­ρο­ντας καί­ριο πλήγ­μα πρώ­τα στον ίδιο του τον εαυ­τό, με το γνω­στό αυ­το­σαρ­κα­σμό του: Παίρ­νω πί­σω όλα όσα εί­πα (Me retrato de todo lo que he dicho).

 

Η μη ποί­η­ση

Ο ποι­η­τής, κρι­τι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας και με­τα­φρα­στής Martin Rueff (γεν­νή­θη­κε στον Κα­να­δά το 1968) δη­μο­σί­ευ­σε στην εφη­με­ρί­δα Libération ένα άρ­θρο με τί­τλο “La non-poésie des non-poètes” («Η μη ποί­η­ση των μη ποι­η­τών») στο οποίο θέ­τει μια σει­ρά εν­νοιο­λο­γι­κών προ­βλη­μά­των που επι­ζη­τούν τη λύ­ση τους.[9] Λό­γω της με­γά­λης αντί­δρα­σης που προ­κά­λε­σαν οι σκέ­ψεις του, χρειά­στη­κε να επα­νέλ­θει με εκτε­νές δη­μο­σί­ευ­μα στο οποίο εντυ­πω­σιά­ζει ο καί­ριος θε­ω­ρη­τι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός ενός σπου­δαί­ου δια­νοη­τή. Το επί­θε­το ποι­η­τι­κός πα­ρα­πέ­μπει στο ποί­η­μα, το αντί­στρο­φο όμως δεν συμ­βαί­νει πά­ντο­τε. Η μη ποί­η­ση (Nicht-Poesie) εν­δέ­χε­ται να εί­ναι ο ποι­η­τι­κός λό­γος που απε­χθά­νε­ται την ποί­η­ση. Η ποί­η­ση, αιώ­νες τώ­ρα, τρο­φο­δο­τεί­ται ανα­γκα­στι­κά, προ­κει­μέ­νου να επι­βιώ­σει, και από μη ποι­η­τι­κά στοι­χεία. Αυ­τό που θε­ω­ρεί­ται «μη ποι­η­τι­κό» εί­ναι κα­τά κά­ποιο τρό­πο «μη ποι­η­τι­κό ακό­μα», ή «μη ποι­η­τι­κό πλέ­ον», αν οι ποι­η­τι­κοί μη­χα­νι­σμοί δεν έχουν πα­γιω­θεί, ξε­πε­ρα­στεί ή απορ­ρι­φθεί, αντί­στοι­χα.[10] 
Η ποι­η­τι­κή πρά­ξη (
poetic act) εί­ναι μια πο­λύ­πλο­κη δια­δι­κα­σία τό­σο ως προς την κω­δι­κο­ποί­η­ση όσο και ως προς την απο­κω­δι­κο­ποί­η­σή της. Η ακρι­βής οριο­θέ­τη­ση των εν­νοιών «ποί­η­ση» - «μη ποί­η­ση» δυ­σχε­ραί­νε­ται και από το γε­γο­νός ότι δεν εί­ναι ο ποι­η­τής που δη­μιουρ­γεί τη γλώσ­σα, αλ­λά η ίδια η γλώσ­σα κα­θο­δη­γεί τον ποι­η­τή για να δια­μορ­φώ­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τά του. Η γλώσ­σα εί­ναι ο δρά­στης (actor) των ποι­η­τι­κών απο­κα­λύ­ψε­ων. Η ποί­η­ση εί­ναι «πνευ­μα­τι­κό κί­νη­μα ενός αι­σθή­μα­τος που γί­νε­ται εμπει­ρία, με­τά ένα κεί­με­νο και τε­λι­κά ένας χώ­ρος της αν­θρώ­πι­νης πραγ­μά­τω­σης. Έτσι, η ατο­μι­κή αι­σθη­τι­κή εμπει­ρία απο­κτά ευ­ρύ­τε­ρη πο­λι­τι­στι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή διά­στα­ση.[11] Από το άλ­λο μέ­ρος, η ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία εί­ναι πο­λύ­πλο­κο φαι­νό­με­νο που κα­θο­ρί­ζε­ται όχι μό­νο από τη συ­νεί­δη­ση, αλ­λά και από το υπο­συ­νεί­δη­το του συγ­γρα­φέα σε σχέ­ση με τις εκά­στο­τε ισχύ­ου­σες κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­στι­κές αξί­ες. Αυ­τό που ο ίδιος ο ποι­η­τής θε­ω­ρεί «ποί­η­ση» μπο­ρεί να εί­ναι «μη ποί­η­ση» στα μά­τια του ανα­γνώ­στη, και αντι­στρό­φως. Ο ποι­η­τής δια­τυ­πώ­νει τις ιδέ­ες και τα συ­ναι­σθή­μα­τά του με τους προ­σφυ­έ­στε­ρους κα­τά την άπο­ψή του τρό­πους, δεν γνω­ρί­ζει όμως ποιοι εί­ναι ή θα εί­ναι στο μέλ­λον οι πα­ρεί­σα­κτοι «συ­νο­μι­λη­τές» του, οι οποί­οι, ως εκ των πραγ­μά­των, δεν μέ­νουν στα­θε­ροί στις αι­σθη­τι­κές τους αντι­λή­ψεις και απο­τι­μή­σεις.


Το πο­λύ­ση­μο επί­θε­το αντι­ποι­η­τι­κός

Η πρώ­τη ση­μα­σία εί­ναι: «που δεν προ­σι­διά­ζει ή αντι­τί­θε­ται στους κα­νό­νες της ποί­η­σης». Αυ­τό­μα­τα όμως ανα­κύ­πτει το ερώ­τη­μα: «ποιοι εί­ναι οι κα­νό­νες της ποί­η­σης και ποιος τους κα­θο­ρί­ζει;». Εξυ­πα­κού­ε­ται ότι με­τα­βάλ­λο­νται με την πά­ρο­δο του χρό­νου. Για πα­ρά­δειγ­μα, η ποί­η­ση του William Blake (1757-1827) εί­χε χα­ρα­κτη­ρι­στεί «αντι­ποι­η­τι­κή» και ο ίδιος «πα­ρά­φρων». Η με­γα­λο­σύ­νη του πνεύ­μα­τός του ανα­γνω­ρί­στη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα. Σή­με­ρα θε­ω­ρεί­ται ένας από τους κο­ρυ­φαί­ους διε­θνώς ποι­η­τές κα­θώς τα εκ­στα­τι­κά και προ­φη­τι­κά ορά­μα­τά του έλα­βαν σάρ­κα και οστά μέ­σα από το λό­γο, τη χα­ρα­κτι­κή και τη ζω­γρα­φι­κή.
Δεύ­τε­ρη επι­μέ­ρους ση­μα­σία, προ­έ­κτα­ση της πρώ­της, εί­ναι: «που δεν ευ­νο­εί την καλ­λιέρ­γεια της ποί­η­σης, και γε­νι­κό­τε­ρα των τε­χνών, αλ­λά και την πρό­σλη­ψή της».
Η τρί­τη ση­μα­σία απο­τε­λεί φυ­σι­κό επα­κό­λου­θο των δύο άλ­λων: «πε­ζός», «ρε­α­λι­στι­κός». Κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο, ο ρε­α­λι­σμός θε­ω­ρεί­ται από ορι­σμέ­νους ως αντι­ποι­η­τι­κό στοι­χείο, κα­τ’ εξο­χήν γνώ­ρι­σμα του πε­ζού λό­γου. Γε­νι­κευ­τι­κές ανα­φο­ρές αυ­τού του τύ­που δεν μπο­ρούν να έχουν από­λυ­τη ισχύ. Υπάρ­χουν ποι­ή­μα­τα στα οποία κυ­ριαρ­χεί η ρε­α­λι­στι­κή απει­κό­νι­ση του βί­ου, με άφθο­να πε­ζο­λο­γι­κά στοι­χεία, όπως και πε­ζά με ασύ­γκρι­το λυ­ρι­σμό. Δεν έχει ακό­μα με­λε­τη­θεί ανα­λυ­τι­κά η πε­ρί­πτω­ση πε­ζο­γρά­φων οι οποί­οι αρ­νού­νται την ποι­η­τι­κό­τη­τα του έρ­γου τους.
[12]
Το επί­θε­το αντι­ποι­η­τι­κός (αγγλ. antipoetic) δεν ταυ­τί­ζε­ται φυ­σι­κά με το μη ποι­η­τι­κός (non poetic). Αξί­ζει να με­λε­τη­θεί η εν­νοιο­λο­γι­κή τους δια­φο­ρο­ποί­η­ση με βά­ση την πραγ­μα­τι­κή τους χρή­ση και όχι τη διαί­σθη­ση του ομι­λη­τή.

Ο Χριστόφορος Λιοντάκης

 

Ζού­με σε αντι­ποι­η­τι­κή επο­χή;

Το αιώ­νιο αυ­τό ερώ­τη­μα μπο­ρεί να απα­ντη­θεί κα­τα­φα­τι­κά, αλ­λά και αρ­νη­τι­κά, ανά­λο­γα με την οπτι­κή γω­νία από την οποία βλέ­πει κα­νείς τα πράγ­μα­τα. Σε συγ­χρο­νι­κό επί­πε­δο κυ­ριαρ­χεί η σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και η αγω­νία για το αβέ­βαιο μέλ­λον που δεν αφή­νει πολ­λά πε­ρι­θώ­ρια για ρο­μα­ντι­κές ανα­πο­λή­σεις, ού­τε δη­μιουρ­γεί το κα­τάλ­λη­λο πε­ρι­βάλ­λον για την πρό­σλη­ψη της απαι­τη­τι­κής ποί­η­σης. Η κα­τα­φυ­γή στο πα­ρελ­θόν, ως αντίρ­ρο­πη δύ­να­μη για τη μεί­ω­ση των κρα­δα­σμών που επι­φέ­ρουν τα προ­βλή­μα­τα του πα­ρό­ντος, οδη­γεί σε με­γα­λύ­τε­ρη ανε­κτι­κό­τη­τα που φτά­νει μέ­χρι την ωραιο­ποί­η­ση, ακό­μα και την εξι­δα­νί­κευ­ση κα­τα­στά­σε­ων.
Ο
Johann Gottfried von Herder (1744-1803) κά­νει λό­γο για την αντι­ποι­η­τι­κή επο­χή του, η οποία εκ των υστέ­ρων απο­δεί­χτη­κε ότι ήταν κά­θε άλ­λο πα­ρά αντι­ποι­η­τι­κή.[13] Ο Friedrich Hölderlin (1770-1843), ποι­η­τής και φι­λό­σο­φος με ανε­πα­νά­λη­πτη λυ­ρι­κή ευαι­σθη­σία, ανα­φω­νεί με πό­νο ψυ­χής: Κι οι ποι­η­τές τι χρειά­ζου­νται σ’ ένα μι­κρό­ψυ­χο και­ρό;[14] Ο Νί­κος Ἐγγο­νό­που­λος (1910-1985), «Ποί­η­ση 1948», δια­πι­στώ­νει: τού­τη η επο­χή/του εμ­φυ­λί­ου σπα­ραγ­μού/δεν εί­ναι επο­χή/για ποί­η­ση/και άλ­λα πα­ρό­μοια.
Ο αξέ­χα­στος Χρι­στό­φο­ρος Λιο­ντά­κης (1945-2019) κι­νεί­ται σε εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό κλί­μα: «Δεν υπάρ­χουν ποι­η­τι­κές και αντι­ποι­η­τι­κές επο­χές. Αντί­θε­τα, οι δύ­σκο­λες επο­χές, όπως αυ­τή, πυ­ρο­δο­τούν ποι­η­τι­κά ερε­θί­σμα­τα».
[15]

Συ­νή­θως γί­νε­ται ανα­φο­ρά στην αντι­ποι­η­τι­κή επο­χή που ζού­με, σε μια κοι­νω­νία στην οποία κυ­ριαρ­χεί γε­νι­κά το αντι­ποι­η­τι­κό πνεύ­μα. Όλες αυ­τές οι αρ­νη­τι­κές ανα­φο­ρές στο πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν συν­δέ­ο­νται άμε­σα ή έμ­με­σα με την αντι­πνευ­μα­τι­κό­τη­τα. Η έν­νοια του αντι­ποι­η­τι­κού πα­ρα­πέ­μπει στην πα­ρακ­μής της παι­δεί­ας και του πο­λι­τι­σμού. Η θρη­νω­δία για την αντι­ποι­η­τι­κή ζωή απο­τε­λεί δια­χρο­νι­κό και δια­το­πι­κό φαι­νό­με­νο. Tί­θε­ται, επο­μέ­νως, εν αμ­φι­βό­λω η αξιο­πι­στία όσων οδύ­ρο­νται για την έλ­λει­ψη ποι­η­τι­κής ευαι­σθη­σί­ας εκ μέ­ρους των πολ­λών.
Δια­φο­ρε­τι­κή εί­ναι η ερ­μη­νεία για το χα­ρα­κτη­ρι­σμό του 18ου αιώ­να ως «αντι­ποι­η­τι­κού», σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο.
[16] Τα σχε­τι­κά νε­ο­ελ­λη­νι­κά ποι­η­τι­κά έρ­γα, με ελά­χι­στες εξαι­ρέ­σεις, υστε­ρούν ένα­ντι των εκ­πλη­κτι­κών δη­μιουρ­γη­μά­των της Κρη­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Έχει υπο­στη­ρι­χτεί ότι «Ακό­μη και από τον ‘θού­ριο’ του Ρή­γα λεί­πει η γνή­σια ποι­η­τι­κή πνοή». Τι ση­μαί­νει όμως «γνή­σια ποι­η­τι­κή πνοή»; Το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα που εκ­φρά­ζει με ιδιο­φυή τρό­πο ο Βε­λε­στιν­λής, δεν συμ­βα­δί­ζει με τις λυ­ρι­κές εξάρ­σεις και τις ωραιο­λο­γί­ες. Ο ‘Θού­ριο­ς’ εξε­πλή­ρω­σε το σκο­πό για τον οποίο γρά­φτη­κε. Κα­θα­γιά­στη­κε πα­ράλ­λη­λα με την ηρω­ι­κή μορ­φή του δη­μιουρ­γού του, μάρ­τυ­ρα της λευ­τε­ριάς. Απο­τε­λεί αθά­να­το μνη­μείο λό­γου, το οποίο κρί­θη­κε εκ του απο­τε­λέ­σμα­τος, από την απή­χη­ση που εί­χε στο σκλα­βω­μέ­νο Γέ­νος και τους υπό­δου­λους βαλ­κα­νι­κούς λα­ούς και δεν επι­δέ­χε­ται ψυ­χρές με­τα­μο­ντέρ­νες υφο­λο­γι­κές ανα­λύ­σεις.

  1. Ο πολύς Theodor Adorno χαρακτηρίζει τη μουσική τζαζ αντι-μουσική (anti-music), η οποία λειτουργεί ως αντι-ουτοπικό (anti-utopian), αντι-διαλεκτικό (antidialectical) όπιο του λαού, ένα αντικείμενο φετίχ του πολιτικού πριμιτιβισμού. Βλ. Mark Christian Thompson, Anti-Music: Jazz and Racial Blackness in German Thought between the Wars, Albany 2018: State University of New York Press, σ. 91.
  2. Βλ. “The aesthetics of anti-poetry”, http://www.angelfire.com/poetr...
  3. Shrabani Ghosh, “An anatomy of Anti poetry, Journal of Research in Humanities and Social Sciences 7, 2019, 14-16.
  4. Προηγήθηκε ο περουβιανός ποιητής Enrique Bustamante y Ballivián (1883-1937) ο οποίος δημοσίευσε τη συλλoγή Antipoemas (Montevideo, 1926), o Parra όμως είναι πραγματικός εικονοκλάστης καθώς αποδόμησε εντελώς τους λογοτεχνικούς κανόνες της εποχής του. Βλ. Νικανόρ Πάρρα, Ποιήματα και αντιποιήματα. Ανθολόγηση-μετάφραση: Ρήγας Καππάτος, Αθήνα 2002: Εκάτη.
  5. Εφημ. Die Zeit, 18.07.2013, Nr. 30.
  6. Στο γερμανικό πρωτότυπο: die Muttersprache des Menschengeschlechtes. Βλ. Liselotte Folkerts, Johann Georg Hamann in Münster und dem Münsterland. Ein Vorgeschmack des Himmels, Münster 2011: Lit Verlag, σ. 9.
  7. Nicanor Parra, Antipoems. How to look better & feel great. Antitranslation by Liz Werner, New York 2004: New Directions Publishing Corporation, σσ. 24-25.
  8. Edith Grossman, The Antipoetry of Nicanor Parra, New York 1975: New York University Press. Βλ. και “The technique of antipoetry”, http://www.nicanorparra.uchile...
  9. https://next.liberation.fr/liv...
  10. Robert Sheppard, The Meaning of Form in Contemporary Innovative Poetry, London 2016: Palgrave Macmillan. Βλ. σ. 145.
  11. Soina I.Yu., Semenova, Yu.A., Goncharov, G.N., et al., 2019: “Poetic understanding as the initial input of being-of the- world”, Amazonia investiga, 8 (20), 2019, 278-286. Βλ. ιδιαίτερα σσ. 281-282.
  12. Η Γερμανίδα πεζογράφος Luise Rinser (1911-2002) τονίζει (σε ελεύθερη δική μου μετάφραση): «Δεν είμαι ποιητική και αν κάποτε τύχει και διαβάσεις κάτι δικό μου και το βρεις ποιητικό, αυτό είναι δική σου εκτίμηση και όχι δική μου και δεν ήταν στην πρόθεσή μου». Το πρωτότυπο κείμενο: Ich bin nicht poetisch, und wenn du je etwas liest von mir und findest Poesie darin, dann liegts an dir und nicht an mir und ist gegen meine Absicht. Βλ. Mitte des Lebens, Frankfurt a. M. 1952 [1950]: S. Fischer, σ. 196.
  13. Über die neuere Deutsche Litteratur, τόμος 2, Riga 1767, σ. 345: an unsrer unpoetischen Zeit.
  14. Σε μετάφραση Τάκη Παπατσώνη. Ο στίχος του πρωτοτύπου: Weiß ich nicht und wozu Dichter in dürftiger Zeit? Από την ονομαστή ελεγεία «Άρτος και οίνος» (Brod und Wein) που γράφτηκε πιθανότατα το χειμώνα του 1800.
  15. https://www.tovima.gr/2012/11/...
  16. Βλ. και Νάσος Βαγενάς, «Ο αντιποιητικός 18ος αιώνας», Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, 3η έκδοση,Στιγμή 2004, σσ. 157-161.

 

 ΠΗΓΗ: https://www.hartismag.gr/hartis-23/klimakes/poihsh-anti-poihsh-anti-poihths-ennoiologikes-oriooethseis


Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire