Μία φωτογραφία ισούται με χίλιες λέξεις. Οι φωτογραφίες δε, που ακολουθούν, έκαναν τον κόσμο να αλλάξει, απλά και μόνο με ένα...κλικ.
ΣΟΦΗ ΖΙΩΓΟΥ
Πολύ πριν το photoshop, η τέχνη της φωτογραφίας ήταν πιο ρεαλιστική, πιο ανθρώπινη και σε συγκεκριμένες φάσεις της ανθρωπότητας, ορισμένοι «τυχεροί» φωτογράφοι βρέθηκαν τη σωστή στιγμή στο σωστό μέρος. Η παγκόσμια ιστορία άλλαξε άρδην μετά το δικό τους κλικ.
Χάρη στη δύναμη της εικόνας, η έκρηξη του Hindenburg στις 6 Μαΐου 1937, έχει την «τιμή» να είναι η πεμπτουσία της καταστροφής του 20ου αιώνα. Για 32 ολόκληρα χρόνια, από τα 43 της καριέρας του στο Associated Press o φωτορεπόρτερ, Murray Becker, ήταν εκείνος που πάτησε το κουμπί της μηχανής του όταν το ζέπελιν στο Hindenburg έπιασε φωτιά.
Η φωτογραφία, που επαναπροσδιόρισε τα όρια της βιομηχανίας, όμως τελικά δεν ήταν τόσο καταστροφική όσο μοιάζει. Από τους 97 επιβάτες σώθηκαν από θαύμα, 62, παρά την χαρακτηριστική φράση καταστροφής που ακούστηκε τότε «Ω, η ανθρωπότητα».
Τη χρονιά εκείνη σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται τα ζέπελιν για βιομηχανικούς σκοπούς και το περιστατικό αυτό έβαλε τέλος στη χρήση πηδαλιουχούμενων οχημάτων, ως ένα εμπορικά βιώσιμο μέσο μεταφοράς επιβατών.
Ο Eddie Adams έτυχε να είναι τη σωστή στιγμή, στο σωστό μέρος. Το 1968 στη Σαιγκον ήταν εκείνος που απαθανάτισε τη στιγμή, την οποία ο διοικητής της Αστυνομίας Nguyen Ngoc Loan πυροβολεί και σκοτώνει εξ επαφής σχεδόν έναν φυλακισμένο με χειροπέδες.
Είναι η φωτογραφία που στην ουσία τέλειωσε έναν πόλεμο και κατέστρεψε μία ζωή. Ο λόγος είναι, ότι αυτό που δεν αποκαλύπτει η φωτογραφία είναι ότι ο άτυχος φυλακισμένος ήταν ο αρχηγός της αντίπαλης ομάδας, των Βιετκόνγκ ανταρτών, ο οποίος προηγουμένως είχε δολοφονήσει αμέτρητους αθώους πολίτες.
«Οι στατικές φωτογραφίες είναι το πιο ισχυρό όπλο στον κόσμο» ανέφερε ο φωτορεπόρτερ του Associated Press, Eddie Adams, ο οποίος για αυτή ακριβώς τη φωτογραφία του κέρδισε το βραβείο Pulitzer το 1969.
Με την κυκλοφορία της φωτογραφίας, ο διοικητής έγινε το πρόσωπο του μίσους και δεν μπόρεσε να κρυφτεί ποτέ. Ο Nguyen Ngoc Loan, αφού ένα αυστραλιανό νοσοκομείο αρνήθηκε να τον περιθάλψει, μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ.
Κάποια χρόνια αργότερα άνοιξε ένα εστιατόριο στη Virginia, το οποίο αναγκάστηκε να κλείσει, όταν αποκαλύφθηκε για μία ακόμα φορά η ταυτότητά του. Ο Adams ένιωσε τόσο άσχημα για τον Loan, που έφτασε σε σημείο να απολογηθεί που τράβηξε τη φωτογραφία λέγοντας «Ο διοικητής σκότωσε τον Βιετκόνγκ και εγώ σκότωσα τον διοικητή με την κάμερά μου».
Πρόκειται για τη φωτογραφία της Dorothea Lange, η οποία τραβήχτηκε τον Φεβρουάριο του 1936 και έμελλε να δείξει στην ανθρωπότητα το πρόσωπο της Μεγάλης Ύφεσης, το πρόσωπο της Florence Owens Thompson. Η 32χρονη Florence, μητέρα 7 παιδιών μόλις είχε χάσει τον άντρα της από φυματίωση.
Απομονωμένη σε ένα αγρόκτημα εργασίας μεταναστών στο Nipomo της Καλιφόρνια, μαζί με την οικογένειά της προσπαθούν να ζήσουν με πτηνά που σκοτώνουν τα παιδιά της και τα λαχανικά, από ένα κοντινό χωράφι. Όλα αυτά τα μοιράζονται 2.500 εργαζόμενοι μετανάστες που κατοικούν εκεί.
Για 40 ολόκληρα χρόνια κανείς δεν γνώριζε την ταυτότητα της μητέρας, ώσπου το 1976 η ίδια αποκαλύφθηκε σε ένα άρθρο μιας εφημερίδας.
Ο «ηρωικός Αντάρτης», το σύμβολο της απελευθέρωσης και της μαχητικότητας σε ολόκληρο τον κόσμο, ο Ernesto «Che» Guevara, φωτογραφήθηκε στις 5 Μαρτίου του 1960, όταν ο Πρόεδρος Φιντέλ Κάστρο, είχε διοργανώσει μνημόσυνο και μαζική διαδήλωση στο νεκροταφείο του Colón της Αβάνας, για να τιμήσει πάνω από 100 Κουβανούς, που σκοτώθηκαν από ύποπτη έκρηξη στο La Coubre την προηγούμενη ημέρα.
Εκείνη την εποχή, ο Γκεβάρα, που ήταν ειδικευμένος ιατρός και είχε ο ίδιος φροντίσει ιατρικά μερικά από τα θύματα, ήταν υπουργός Βιομηχανίας στη νέα κυβέρνηση. Ο Alberto Kodra ήταν ο επίσημος φωτογράφος του Κάστρο.
Ο πύρινος λόγος του Φιντέλ Κάστρο εκείνη τη μέρα, χρησιμοποιώντας τη φράση «Patria o Muerte», δηλαδή «Πατρίδα ή Θάνατος» έχει μείνει χαραγμένη στην ιστορία.
Σύμφωνα με ιστορικά ντοκουμέντα, ο Che εμφανίστηκε γύρω στις 11:20 π.μ., μόλις για λίγα δευτερόλεπτα. Τότε ήταν που ο Korda τράβηξε το κλασικό πλέον πορτρέτο του αργεντινού επαναστάτη με τον μαύρο μπερέ.
Ο Korda, δεινός υποστηρικτής της κουβανικής επανάστασης, μέχρι και τον θάνατό του, αρνήθηκε να πληρωθεί για τη φωτογραφία. Το 2000 γνωστή διαφημιστική εταιρεία πλήρωσε, έπειτα από δίκη 50.000 δολάρια στον Kodra για παράνομη εμπορική χρήση της συγκεκριμένης φωτογραφίας.
Ο Kodra τα δώρισε στο σύστημα υγείας της Κούβας. «Όπως θα έκανε και ο Che» είπε χαρακτηριστικά όταν ρωτήθηκε για αυτή του την κίνηση. Ο Che στη φωτογραφία ήταν μόλις 31 ετών.
Πρόκειται για τη φωτογραφία, που στην ουσία έκανε ήρωα τον Che. Αναμφισβήτητα, o Che, υπήρξε μία μυθική μορφή, όχι μόνο για το πώς έζησε αλλά και για το πώς πέθανε. Όταν ο βολιβιανός στρατός συνέλαβε και εκτέλεσε το 1967 τον Che, ήθελε όσο τίποτα άλλο να το μάθει ο κόσμος, με σκοπό να καταρρακώσει το ηθικό των επαναστατών.
Μία φωτογραφία με το στρατιωτικό επιτελείο γύρω από το πτώμα του Che ήταν η πιο ηχηρή απόδειξη, ότι ο επαναστάτης ήταν νεκρός. Στην πραγματικότητα, η φωτογραφία αυτή που απεικόνιζε τον Che νεκρό θα γινόταν το πιο δυνατό «ζωντανό» ντοκουμέντο ότι ο «Che ζει!», το σύνθημα που οι οπαδοί του αργεντινού επαναστάτη ζητωκραύγαζαν ακόμη πιο έτοιμοι για μάχη.
Δυστυχώς, για τους βολιβιανούς, η κυκλοφορία της φωτογραφίας του Freddy Alborta, αντί να καταπνίξει την επανάσταση, την έκανε ακόμα πιο δυνατή.
Η ρομαντική στιγμή που ένας ναύτης το 1945 φιλά με πάθος την αγαπημένη του έγινε η εικόνα ελπίδας και αγάπης, που κατάφερε να απαθανατίσει το 1945 ο Alfred Eisenstaedt. Ποια είναι όμως όλη η αλήθεια πίσω από αυτήν την εικόνα; Όσο και να μη θέλουμε να καταρρίψουμε τον κατά τ’ αλλά ρομαντικό μύθο, η αλήθεια είναι αρκετά πεζή.
Όταν στις 14 Αυγούστου του 1945, τα νέα βούιζαν ότι τελικά η Ιαπωνία παραδόθηκε, σημαίνοντας τη λήξη του Δευτέρου παγκοσμίου Πολέμου, όλοι οι Αμερικανοί βγήκαν να πανηγυρίσουν στους δρόμους.
Κάπου εκεί ανάμεσα στις μάζες, που είχαν μαζευτεί στην Times Square, ο Γερμανός μετανάστης Alfred Eisenstaedt, ξεχώρισε με τη φωτογραφική του μηχανή έναν ναύτη, ο οποίος έτρεχε και… φιλούσε όποια γυναίκα έβλεπε στο δρόμο.
Ο ίδιος ο φωτογράφος εξήγησε αργότερα ότι «δεν είχε σημασία αν ήταν γιαγιά, λεπτή ή γριά». Φυσικά όμως ένας ναύτης να φιλά μία γριά δεν θα μπορούσε να γίνει εξώφυλλο στη «Life» και έτσι η συγκεκριμένη εικόνα που φιλά μία νεαρή νοσοκόμα, έγινε το σύμβολο μιας πληθωρικής και απαλλαγμένης από προβλήματα (για την ώρα) Αμερικής.
Η θρυλική φωτογραφία του Arthur Sasse κατέρριψε όλα όσα ο κόσμος γνώριζε μέχρι το 1951 για την επιστήμη. Η σοβαρότητα ή σοβαροφάνεια της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας ανατράπηκε τη στιγμή που ο Αϊνστάιν αποφάσισε να δείξει ότι έχει πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ.
Μπορεί ο ίδιος να άλλαξε την πορεία της μοριακής φυσικής και της κβαντικής μηχανικής, αλλά ο Arthur Sasse άλλαξε την αντίληψη του κόσμου για τον Αϊνστάιν.
Η ιστορία της φωτογραφίας λέει, ότι ο καθηγητής Αϊνστάιν, την ημέρα των 72ων γενεθλίων του, εγκλωβίστηκε στην πανεπιστημιούπολη του Princeton, όταν οι δημοσιογράφοι είχαν κατακλύσει το χώρο ελπίζοντας σε μία δήλωσή του. Οι πιέσεις τους για ένα χαμόγελο στην κάμερα, είχαν σαν αποτέλεσμα τη κλασική …γλώσσα του σπουδαιότερου μυαλού του περασμένου αιώνα.
Ο Philippe Halsman πρέπει να είναι από τους ελάχιστους (αν όχι μοναδικός, τουλάχιστον ο πιο γνωστός) φωτογράφους, που έκαναν καριέρα φωτογραφίζοντας τα μοντέλα τους την ώρα που πηδούν. Αναμφίβολα, το πιο διάσημο στιγμιότυπο της δουλειάς του είναι ο μοναδικός «Dalí Atomicus» του 1948.
Ο σουρεαλιστής Salvador χρειάστηκε περίπου 6 ώρες, 28 πηδήματα και ένα δωμάτιο γεμάτο με βοηθούς, οι οποίοι πέταγαν τις αγριεμένες γάτες και τους κουβάδες με το νερό, προκειμένου να απαθανατίσει ο καλλιτέχνης την καλύτερη στιγμή.
Η ιστορία λέει, ότι η αρχική ιδέα ήταν να πετάξουν γάλα αντί για νερό, αλλά επειδή η χρονική συγκυρία έβρισκε τον κόσμο να «βγαίνει» από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, θεωρήθηκε, αν μη τι άλλο, προκλητικό να χαραμίζουν φρέσκο γάλα. Μία άλλη εναλλακτική ήταν να …εκραγεί η γάτα, κάτι που φυσικά δε προχώρησε ως ιδέα.
Παρόλα αυτά η τεχνική του, που ακόμα και σήμερα φαίνεται ακατόρθωτη, έχει μία πολύ απλή λογική. Όπως εξήγησε ο ίδιος πολύ αργότερα, όταν ήταν έτοιμοι για λήψη, ο Halsman ξεκινούσε να μετρά, με το «τρία» οι βοηθοί του πετούσαν τη γάτα και το νερό και με το «τέσσερα» ο Dalí, πηδούσε στον αέρα.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές του 20ου αιώνα, ο Μαχάτμα Γκάντι, που επηρέασε την αντίληψη ολόκληρου του πλανήτη, απαθανατίστηκε σε μία αρκετά απόκρυφη στιγμή του, αυτή του διαλογισμού.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη φωτογραφία λίγο έλειψε να μην τραβηχτεί ποτέ, εξαιτίας των αυστηρών απαιτήσεων του ινδού ηγέτη. Έχοντας αποσπάσει τη σπάνια ευκαιρία να φωτογραφίσει τον ηγέτη της Ινδίας, το 1946, η φωτογράφος του «Life», Margaret Bourke-White, είχε ετοιμάσει το σκηνικό, όταν οι γραμματείς του επέμειναν, ότι για να φωτογραφίσει τον Γκάντι στην ανέμη, που ήταν ένα σύμβολο για τον αγώνα της Ινδίας για την ανεξαρτησία, έπρεπε πρώτα να μάθει να το χρησιμοποιεί η ίδια.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα. Η ημέρα της φωτογράφισης ήταν ημέρα σιωπής για τον ηγέτη, ενώ επειδή απεχθανόταν το έντονο φως, η Bourke-White είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει μόνο τρία φλας.
Η πρώτη προσπάθεια απέτυχε. Στη δεύτερη, η φωτογράφος ξέχασε να τραβήξει το διάφραγμα, με αποτέλεσμα να υπάρχει αντί για φωτογραφία….ένα κενό. Ευτυχώς η τρίτη πέτυχε και η φωτογραφία …της αλληγορικής ανεξαρτησίας έγινε πραγματικότητα. Πρόκειται μάλιστα, για μία από τις τελευταίες φωτογραφίες του Γκάντι, καθώς λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, δολοφονήθηκε.
Στις 16 Οκτωβρίου του 1968, στην πόλη του Μεξικό, οι αφροαμερικανοί αθλητές Tommie Smith και John Carlos, θα άλλαζαν για πάντα την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, με μία μόνο κίνηση τους.
Στο βάθρο των νικητών, ξυπόλυτοι αλλά φορώντας μαύρες κάλτσες (και μαύρο κασκόλ ο Smith) υπενθυμίζοντας τη φτώχεια στην Αφρική, καταχειροκροτούμενοι για την κατάκτηση του χρυσού και χάλκινου μεταλλίου αντίστοιχα, αντικρίζουν τη σημαία τους καθώς ακούγεται ο Αμερικανικός εθνικός ύμνος και υψώνουν τη γροθιά τους με το χαρακτηριστικό μαύρο γάντι, διαμαρτυρόμενοι για τον ρατσισμό.
Η γροθιά τους παρέμεινε μέχρι το τέλος του ύμνου ψηλά, ενώ ο συναθλητής και ασημένιος Αυστραλός Ολυμπιονίκης Peter Norman, υποστήριξε την κίνησή τους φορώντας το ενδεικτικό σήμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη φόρμα του. Στην αυτοβιογραφία του «Silent Gesture», ο Tommie Smith υποστήριξε, ότι η χειρονομία αυτή δεν ήταν ένα χαιρετισμός της «Μαύρης Δύναμης» αλλά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αποχωρώντας από το βάθρο, το πλήθος τους αποδοκίμασε, ενώ ο Smith αργότερα δήλωσε, «Αν κερδίσω, είμαι Αμερικανός και αν όχι, ένας μαύρος Αμερικανός. Αλλά αν έκανα κάτι κακό, τότε θα έλεγαν ότι είμαι ένας νέγρος. Εμείς είμαστε μαύροι και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Η Μαύρη Αμερική θα καταλάβει τι κάναμε σήμερα».
Ο Πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής, Avery Brundage, αντέδρασε άμεσα και ζήτησε την αποβολή τους από την αμερικανική αποστολή και την απομάκρυνσή τους από το Ολυμπιακό χωριό.
Η αμερικανική ολυμπιακή επιτροπή αρνήθηκε και ο Brundage απείλησε να διώξει όλη την αποστολή. Η απειλή αυτή οδήγησε στην αποβολή δύο ακόμη αθλητών από τους αγώνες.
Ο Brundage ήταν ένας από τους εξέχοντες υποστηρικτές των Ναζί, στις ΗΠΑ και μετά το τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Τριάντα χρόνια μετά τη διαμαρτυρία τους, οι δύο αθλητές, οι οποίοι είχαν γίνει σχολικοί προπονητές, τιμήθηκαν για το ρόλο τους στην προώθηση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στην Αμερική.
Η Kim Phuc και η οικογένειά της έμεναν στο χωριό Trang Bang, στο Νότιο Βιετνάμ, όταν τα αμερικανικά πολεμικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν την περιοχή με βόμβες ναπάλμ. Η Kim ήταν μόλις 9 ετών και στην προσπάθειά της να ξεφύγει άρχισε να τρέχει γυμνή για να σωθεί.
Σχεδόν ολοσχερώς καμένη και με τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, έχασε τις αισθήσεις της. Τότε, ο σωτήρας της Nick Ut, την πήρε στα χέρια του και τη μετέφερε στο νοσοκομείο. Αυτός ήταν ο μόλις 21 ετών τότε φωτογράφος του Associated Press, Nick Ut, ο οποίος λίγα λεπτά πριν είχε απαθανατίσει τη στιγμή, που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο. Το ημερολόγιο έγραφε 8 Ιουνίου του 1972.
Ο φωτογράφος κέρδισε το βραβείο Pulitzer. «Έκλαιγα όταν την είδα να τρέχει. Αν δε τη βοηθούσα, αν κάτι συνέβαινε και πέθαινε, νομίζω ότι θα αυτοκτονούσα» δήλωσε αργότερα.
Η μικρή Kim παρά τον σοβαρότατο τραυματισμό της, κατάφερε να επιζήσει. Έγινε γιατρός και το πρόσωπό της χρησιμοποιήθηκε ως προπαγάνδα από το κομμουνιστικό καθεστώς. Μετά από χρόνια θυμήθηκε ότι αυτό που φώναζε, όπως φαίνεται στη φωτογραφία ήταν η φράση «Nóng quá, nóng quá», που σημαίνει «πολύ καυτό, πολύ καυτό».
Ο μύθος της Nessie, του τέρατος που κατοικεί στη λίμνη του Loch Ness, στη Σκοτία χάνεται στο βάθος του χρόνου, αλλά το 1934 ο φωτογράφος Ian Wetherell, κατάφερε το ακατόρθωτο: να απεικονίσει αυτό που θεωρούνταν αστικός μύθος.
Μια φρενήρης κερδοσκοπική κυρίως εκστρατεία, με δαπανηρές υποβρύχιες έρευνες και την τοπική τουριστική βιομηχανία, να μην προλαβαίνει να μετρήσει τα εκατομμύρια που συνέρρεαν στα ταμεία της περιοχής, είχε ξεκινήσει και έμοιαζε να μην έχει τέλος.
Ώσπου, το 1994, αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Η «surgeon’s photo» όπως έχει μείνει στην ιστορία η φωτογραφία, δεν ήταν παρά ένα καλοστημένο δημιούργημα του κατασκευαστή Christian Spurling.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πατριός του Marmaduke Wetherell, εργαζόταν ως δημιουργός παιχνιδιών και μόλις είχε προσληφθεί από τη λονδρέζικη «Daily Mail» για να ανακαλύψει το τέρας.
Αλλά δεδομένου ότι τέρας δεν υπήρξε ποτέ, αποφάσισε να κατασκευάσει ένα. Μαζί με τον Christian Spurling και τον γιο του, Ian, έφτιαξαν το δικό τους τέρας, χρησιμοποιώντας ένα υποβρύχιο παιχνίδι και ένα ξύλο για να επιπλέει.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε με την πρώτη από τον Ian, αλλά για να γίνει πιο πιστευτή η ιστορία τους, έπεισαν τον φερέγγυο χειρούργο της περιοχής, Robert Kenneth Wilson (εξ’ ου και το «surgeon’s photo», δηλαδή η φωτογραφία του χειρούργου), να πει ότι η φωτογραφία ήταν δική του.
Με απλά λόγια, η κάμερα δε λέει ποτέ ψέματα, αντίθετα με τους…ανθρώπους.
Φωτογραφίες: www.wikipedia.org
sziogou@naftemporiki.gr
Πηγή: www.nafemporiki.gr
Δημοσιεύτηκε στις 04/04/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire