Από τον Θανάση Γιαλκέτση
Στις 25 Ιουνίου 2014 συμπληρώνονται ακριβώς τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Φουκό (1926-1984). Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα μιας συνέντευξης που έδωσε ο Μισέλ Φουκό στους μελετητές του έργου του, Κόλιν Γκόρντον και Πολ Πάτον, τον Απρίλιο του 1978. Η συνέντευξη αυτή παρέμενε επί μακρόν ανέκδοτη και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2012, στην περιοδική επιθεώρηση «Cités», με τίτλο «Considérations sur le marxisme, la phenoménologie et le pouvoir».
Κόλιν Γκόρντον: Υπάρχει ένα ερώτημα που κυκλοφορεί επίμονα μεταξύ των Αγγλων αναγνωστών σας: εσείς έχετε μια γνώμη για τη σχέση (ή την απουσία σχέσης) που συνδέει την τωρινή και πρόσφατη εργασία σας με τον μαρξισμό όπως αυτός γίνεται κοινά αντιληπτός ή, απλούστερα, με τον Μαρξ;
Μισέλ Φουκό: Με ρωτάτε τι είδους σχέση εδραιώνω εγώ ο ίδιος μεταξύ του έργου μου και του μαρξισμού; Θα έλεγα ότι δεν εδραιώνω καμιά. Οχι με τον μαρξισμό, από τη στιγμή που αυτός μου φαίνεται ως μια πραγματικότητα τόσο περίπλοκη, μπερδεμένη και ιστορικά διαφοροποιημένη και ταυτόχρονα έρμαιο τόσων πολλών πολιτικών στρατηγικών, για να μη μιλήσουμε για τις μυριάδες τακτικές των διάφορων γκρουπούσκουλων, ώστε στο βάθος δεν με ενδιαφέρει και πολύ να ξέρω πώς τα πάει ο μαρξισμός και ποια σχέση έχω εγώ με αυτόν. Εντελώς διαφορετική απάντηση πρέπει να δοθεί για τη σχέση που συνδέει την ερευνητική εργασία μου με το έργο του Μαρξ. Προσωπικά, για να το πω λίγο χοντροκομμένα και απλουστευτικά, θεωρώ ότι οι έρευνές μου πηγάζουν κατά κάποιον τρόπο από το δεύτερο βιβλίο του «Κεφαλαίου». Θα μπορούσαμε να πούμε, μιλώντας πάντα πολύ απλουστευτικά, ότι υπάρχει μια ολόκληρη κληρονομιά, μια ανάκτηση, ένας στοχασμός για το πρώτο βιβλίο του «Κεφαλαίου», δηλαδή για το εμπόρευμα, την αγορά, την αφαίρεση του εμπορεύματος και εκείνη της ανθρώπινης ύπαρξης που πηγάζει από αυτήν κ.λπ. Πρόκειται για μια μεγάλη παράδοση που, στη Γαλλία, είναι δυνατό να ανευρεθεί για παράδειγμα στον Λεφέβρ και νομίζω ότι και ο ίδιος ο Μαρκούζε πρέπει να τοποθετείται, ώς έναν βαθμό τουλάχιστον, στο εσωτερικό της κριτικής αυτού του είδους. Σε ό,τι με αφορά, αντίθετα, αυτό που με ενδιαφέρει στον Μαρξ, αυτό που με ενέπνευσε περισσότερο στο έργο του, είναι το δεύτερο βιβλίο του «Κεφαλαίου», δηλαδή ακριβώς όλα εκείνα που σχετίζονται κυρίως με τις ιστορικά συγκεκριμένες αναλύσεις της γένεσης του καπιταλισμού, περισσότερο από όσο εκείνης του κεφαλαίου, και, σε δεύτερο επίπεδο, με τις αναλύσεις των ιστορικών συνθηκών της ανάπτυξης του καπιταλισμού ιδιαίτερα από τη σκοπιά της εδραίωσης και της εξέλιξης των δομών εξουσίας και των θεσμών της εξουσίας. Αν θέλετε επομένως, εφόσον κρατήσουμε στον νου μας αυτό το σχήμα σύμφωνα με το οποίο το πρώτο βιβλίο σχετίζεται με τη γένεση του κεφαλαίου, ενώ το δεύτερο με την ιστορία, τη γενεαλογία του καπιταλισμού, θα έλεγα ότι είναι σε σχέση με αυτό το δεύτερο βιβλίο –και για παράδειγμα σε όσα έχω γράψει για την πειθαρχία- που η εργασία μου παραμένει πάντοτε βαθύτερα συνδεδεμένη με αυτό που γράφει ο Μαρξ. Προσθέτω, πολύ απλά και παρεμπιπτόντως, ότι απέφυγα να κάνω όλες τις αναφορές στο έργο του Μαρξ που θα μπορούσα να έχω κάνει, επειδή, στο διανοητικό και πολιτικό κλίμα που κυριαρχεί σήμερα στη Γαλλία, οι αναφορές στον Μαρξ δεν λειτουργούν διόλου ως ενδείξεις προέλευσης, αλλά μάλλον ως ενδείξεις ένταξης. Αντιπροσωπεύουν έναν τρόπο για να λέμε: «Μη με αγγίζετε, βλέπετε καλά ότι είμαι ένας αληθινός αριστερός, ένας μαρξιστής, και απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι αναφέρω τον Μαρξ». Προτιμώ επομένως να εντάσσω στα έργα μου κρυφές αναφορές στον Μαρξ, αναφορές που οι ίδιοι οι μαρξιστές δεν κατορθώνουν να εντοπίσουν, αντί να κάνω αυτό που δυστυχώς κάνουν πολλοί, δηλαδή να λέω πράγματα που δεν έχουν καμιά σχέση με τον μαρξισμό, προσθέτοντας όμως στο κάτω μέρος της σελίδας μια σημείωση με μια αναφορά στον Μαρξ, έτσι ώστε το κείμενο να αποκτά αμέσως ένα πολιτικό νόημα. Αποστρέφομαι τις ενδείξεις ένταξης και γι’ αυτό προτιμώ να αναφέρω λιγότερο τον Μαρξ αντί να τον αναφέρω περισσότερο. […]
Γκόρντον: Στη συνέντευξή σας με τους Φοντάνα και Πασκουίνο, υποστηρίξατε ότι ορισμένες αναλύσεις της εξουσίας, που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή μπλοκαρισμένες, έγιναν δυνατές, τόσο για σας όσο και για άλλους, μετά τον Μάη του ’68 και τους αγώνες που ακολούθησαν. Αυτή η στροφή είναι πολύ φανερή στα γραπτά σας με την ανάδειξη του θέματος της εξουσίας (μετά το έργο σας «Η τάξη του λόγου»), ή καλύτερα των σχέσεων εξουσίας, ως κεντρικού ζητήματος. Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε με ποια έννοια αυτή η δυνατότητα να διατυπώσετε έναν λόγο για την εξουσία υπήρξε για σας θεμελιώδης;
Φουκό: Ωραίο ερώτημα! Θα σας πω λοιπόν με συντομία ότι εγώ ποτέ δεν μίλησα για την εξουσία, ποτέ δεν ανέλυσα την εξουσία, δεν είπα ποτέ τι είναι η εξουσία και γι’ αυτό ορισμένα λαμπρά μυαλά συμπέραναν ότι εγώ θεωρώ την εξουσία ένα είδος απολύτου, υπερβατική δύναμη, σκοτεινή θεότητα κ.λπ. Προσπαθώντας όμως να δούμε τα πράγματα έτσι όπως είναι, αν εγώ δεν ορίζω ποτέ την εξουσία και αν συνεπώς δεν μιλώ ποτέ για την εξουσία, τι είναι αυτό που κάνω; Μελετώ πράγματα όπως είναι ένα φρενοκομείο, τις μορφές εξαναγκασμού, αποκλεισμού, αποβολής, εξευτελισμού που ο λόγος –ένας λόγος που ενσαρκώνεται πάντα με καθορισμένο τρόπο, που αποκτά υπόσταση με έναν γιατρό, με μια ιατρική γνώση, έναν ιατρικό θεσμό κ.λπ.- ασκεί πάνω στην τρέλα, την αρρώστια, τον παραλογισμό κ.λπ. Μελετώ μια αρχιτεκτονική, μια χωρική διάταξη. Μελετώ τις τεχνικές πειθάρχησης, τις διαδικασίες εκπαίδευσης, τις μορφές επιτήρησης, που σήμερα έχουν επεκταθεί υπερβολικά. Ποιες είναι οι πρακτικές που εφαρμόζονται προκειμένου να κυβερνούν τους ανθρώπους, δηλαδή για να εξασφαλίζουν ότι αυτοί θα συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο; Θέλω να πω ότι πρόκειται κάθε φορά για συγκεκριμένα πράγματα που σχετίζονται με την τάξη της κυριαρχίας, του καταναγκασμού κ.λπ. Είναι όλα τους πράγματα που μπορούμε να τα επανεντάξουμε, αν θέλουμε, στην έννοια της εξουσίας, αλλά εμένα η έννοια της εξουσίας με απωθεί πολύ περισσότερο από όσο εκείνους που με κατηγορούν για τη χρήση της. Και ακριβώς με σκοπό να προσφέρω μια πραγματική, συγκεκριμένη και αυστηρή κριτική της μυστηριώδους έννοιας της εξουσίας μιλώ για τα διάφορα πράγματα που ανέφερα και τα μελετώ. Με άλλα λόγια, είναι απολύτως αληθινό ότι εγώ έκρινα την ανάλυση των λεγόμενων μηχανισμών εξουσίας –δηλαδή του εξαιρετικά ποικιλόμορφου πεδίου των μηχανισμών καταναγκασμού, κυριαρχίας, αποκλεισμού κ.λπ.- ως μια ενδιαφέρουσα σκοπιά για να κατανοήσω ορισμένα πράγματα που άλλοι τύποι αναλύσεων δεν με βοηθούσαν να τα κατανοήσω και να κάνω δηλαδή μια υλιστική ιστορία των ιδεών και των τύπων ορθολογικότητας. Θεώρησα δηλαδή ότι η διασύνδεση ανάμεσα σε αυτές τις υλικές πραγματικότητες και σε αυτά τα ιδεατά στοιχεία τοποθετείται λιγότερο στην περιοχή των οικονομικών σχέσεων και περισσότερο σε εκείνη των σχέσεων κυριαρχίας. […]
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δημοσιεύητκε στις 22/06/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire