Τα έγγραφα των
διαφόρων κρατικών υπηρεσιών είναι πάντα μια πολύτιμη πηγή για τους ιστορικούς
που αναζητούν να συνθέσουν την πραγματικότητα μιας εποχής. Ταυτόχρονα όμως
αποτελούν και μια παγίδα για όσους ερασιτέχνες τα εκλαμβάνουν ως την ίδια την
ιστορία. Ακόμη χειρότερο όμως είναι όταν κάποιοι με εμμονή σε δικές τους
ιδεοληψίες ψάχνουν για έγγραφα που θα στηρίξουν, όπως νομίζουν, τις εμμονές
τους σε προαποφασισμένες ερμηνείες των ιστορικών γεγονότων. Άλλωστε κάποιοι από
αυτούς, πιθανόν να είναι και σε
διατεταγμένη υπηρεσία.
Κάπου ανάμεσα σε
αυτές τις παραμέτρους φαίνεται να ερμηνεύονται τελευταία και τα αμερικανικά
έγγραφα για το Κυπριακό. Υπάρχει δηλαδή εκ των προτέρων προσχηματισμένη άποψη
για την ιστορική πραγματικότητα, το ιστορικό γεγονός μιας εποχής, και μετά
γίνεται η έρευνα στα αμερικανικά αρχεία για να βρεθούν τα έγγραφα εκείνα που θα στηρίζουν αυτή την προσχηματισμένη άποψη. Αλλά ακόμη και τις καλύτερες προθέσεις να
έχει ο ερευνητής, ειδικά όταν μελετά τα αμερικανικά αρχεία, πρέπει να έχει
υπόψη του ότι υπάρχουν διάφορα κέντρα εξουσίας στην χώρα αυτή (Λευκός Οίκος,
Στέϊτ Ντιπάρτεμεντ, CIA, Πεντάγωνο, κ.λπ.) και
χρειάζεται πολλές φορές να γίνει αντιπαραβολή των διαφόρων εγγράφων διότι
εκφράζονται σε αυτά αντιθετικές θέσεις. Ή απλά πρόκειται για εισηγήσεις,
αναλύσεις και εκτιμήσεις διπλωματών και άλλων ιθυνόντων, χωρίς κατ΄ανάγκην να
εκφράζουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε
λανθασμένες ερμηνείες.
Εξάλλου τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που μπορεί να
μελετήσει ο ερευνητής είναι ένας μικρός αριθμός, πολλές φορές λογοκριμένα, και
σίγουρα τα πιο ακίνδυνα.
Τούτων λεχθέντων,
τα οποία φυσικά κάθε σοβαρός ερευνητής λαμβάνει υπόψη του στην παρουσίαση και
την ερμηνεία του αρχειακού υλικού, ένα έγγραφο από μόνο του, όσο σημαντικό και
να είναι, δεν μπορεί να ερμηνευτεί εκτός του πλαισίου της εποχής του – out of context – και χωρίς να αντιπαραβληθεί με άλλα έγγραφα διαφορετικών πηγών, όπως
και με τεκμήρια και μαρτυρίες πάνω στο ίδιο θέμα, προκειμένου να κριθεί η
αξιοπιστία του. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει τον τελευταίο καιρό με την
επιλεκτική παρουσίαση αμερικανικών
εγγράφων που αγιοποιούν με μια επιλεκτική επίσης ερμηνεία την αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό. Την
μια οι Αμερικανοί μας πρόσφεραν την Ένωση
το 1964 με το σχέδιο Άτσεσον και την απορρίψαμε, και την άλλη οι ίδιοι,
και ειδικά ο Κίσσινγκερ, δεν στήριξαν ούτε το πραξικόπημα, ούτε την τουρκική
εισβολή στην Κύπρο. Κι ας έχουν δημοσιευτεί εκατοντάδες άλλα έγγραφα που
αποδεικνύουν το αντίθετο σε συνδυασμό
μάλιστα με ποικίλα άλλα τεκμήρια και μαρτυρίες που ενισχύουν την άποψη ότι οι
ΗΠΑ ενδιαφέρονταν πρώτα να διασφαλίσουν τη σταθερότητα και την συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και σε
αυτό το πλαίσιο ευνοούσαν κατά κανόνα την Τουρκία. Και το σχέδιο Άτσεσον το
1964 οδηγούσε στη διχοτόμηση, ενδεχομένως ηπιότερης μορφής της σημερινής, και
το πραξικόπημα και η εισβολή του 1974 στόχευαν στην διχοτόμηση ως λύση του
Κυπριακού από αμερικανικής πλευράς, ανεξάρτητα αν από τουρκικής πλευράς ο
στόχος ήταν και παραμένει ακόμη η επικυριαρχία και ο έλεγχος επί όλόκληρης της Κύπρου.
Η έντονη
αγιοποίηση της αμερικανικής πολιτικής τον τελευταίο καιρό δεν είναι τυχαία. Ο
πρόεδρος Αναστασιάδης και σημαντική μερίδα των κυπριακών ελίτ έχουν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους
στους Αμερικανούς για μια λύση του Κυπριακού, που αν κρίνει κανείς από το Κοινό
Ανακοινωθέν που ήταν αμερικανικό κατασκεύασμα, θα είναι μια λύση στις
παραμέτρους του σχεδίου Ανάν αν όχι και χειρότερη. Χρειάζονται επομένως να παρουσιάσουν την καλή μαρτυρία για τον
θετικό ρόλο των Αμερικανών και φυσικά στον αντίποδα τον αρνητικό ρόλο της
άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης και σήμερα της Ρωσίας. Η δημοσίευση βιβλίων και
εγγράφων που αγιοποιούν την αμερικανική πολιτική, στοχεύει στην προετοιμασία
της κοινής γνώμης για να αποδεχτεί πιο εύκολα τα αμερικανο-νατοϊκά σχέδια για
την λύση που ετοιμάζεται. Γι’αύτό στήθηκαν και οι αναγκαίοι επικοινωνιακοί
μηχανισμοί για την προβολή των απόψεων αυτών με την κρατική στήριξη . Και καθώς
το ΡΙΚ, τα διάφορα ΜΜΕ και οι άλλοι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται για το σκοπό
αυτό, δεν έχουν τη σφραγίδα της «επιστημοσύνης», επιστρατεύτηκε για το σκοπό
αυτό και το Πανεπιστήμιο Κύπρου για να προσθέσει αυτή την επιστημονικοφάνεια.
Τί λένε οι ιστορικοί, οι πολιτικοί επιστήμονες, οι κοινωνιολόγοι και όσοι άλλοι
πανεπιστημιακοί μπορούν να κρίνουν από τη σκοπιά της επιστήμης τους το
φαινόμενο αυτό;
Υ.Γ. Σημειώνω
πάντως τις επιφυλάξεις του καθηγητή
Κυριάκου Δημητρίου, τις μόνες που είδα μέχρι στιγμής.
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής
πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του
Πανεπιστημίου Κρήτης.
*
.E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire