Έγραψε δεκάδες βιβλία και δοκίμια με σημαντική επιρροή στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία.
Το 2008 τιμήθηκε με το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών για τις Κοινωνικές Επιστήμες.
Έχει επίσης βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία για το σύνολο του έργου του.
«Το κράτος πρέπει να σκέφτεται τις μελλοντικές γενιές και όχι μόνο τους ψηφοφόρους τού σήμερα», είχε δηλώσει στην «Εφ.Συν.» ο Γάλλος φιλόσοφος πριν από περίπου τέσσερα χρόνια.
«Ας είμαστε καχύποπτοι με τα δυο άκρα: δεν είναι ανάγκη να ντρεπόμαστε όταν διαλέγουμε τον μεσαίο δρόμο», έχει γράψει ο Τσβετάν Τοντορόφ, ο Βούλγαρος κριτικός λογοτεχνίας, σημειολόγος, ιστορικός και φιλόσοφος, που πέθανε στα 77 του χρόνια στο Παρίσι. Γεννημένος το 1939 στη Σόφια, εγκατέλειψε το 1963 την πατρίδα του για τη Γαλλία, αναζητώντας στη Δύση την πνευματική ελευθερία που το κομμουνιστικό καθεστώς τού είχε στερήσει.
Και την βρήκε. Το έργο του άνθησε, εξελίχθηκε σε έναν από σημαντικότερους Γάλλους διανοητές (διευθυντής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, βραβευμένος από τη Γαλλική Ακαδημία). Αλλά και τους πιο ιδιαίτερους.
Ελεύθερος στη σκέψη και ανθρωπιστής ήταν σφοδρός πολέμιος του κομμουνισμού και κάθε ολοκληρωτισμού, πίστευε στη δημοκρατία και στη δική της δύναμη για αλλαγές και αρνιόταν κατηγορηματικά κάθε επαναστατική ουτοπία. «Ο πειρασμός του Καλού είναι πολύ πιο επικίνδυνος από εκείνον του Κακού», έχει πει.
Οι απόψεις του του είχαν στοιχίσει την εύκολη ταμπέλα του «συντηρητικού» σε μια Γαλλία που μεγάλη μερίδα των διανοουμένων της φλερτάρουν με την Ακρα Αριστερά. Τα πρώτα χρόνια είχε στενές σχέσεις με τους αριστερούς φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Βενσέν, αλλά, όπως είπε χθες στη «Λιμπερασιόν» η δημοσιογράφος και φίλη του Κατρίν Πορτεβάν, «αισθανόταν άσχημα, γιατί δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει ιδεολογικά. Το τέλος της κομμουνιστικής ηγεμονίας στη σκέψη τον απελευθέρωσε».
Ευτυχώς η δικιά του σύνθετη σκέψη του είναι στη διάθεσή μας, κυκλοφορούν στα ελληνικά σημαντικά βιβλία του: «Ο εκπατρισμένος» και «Ο φόβος των βαρβάρων» (Πόλις), «Μνήμη του κακού, πειρασμός του καλού» (Εστία), «Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας» (Πατάκης), καθώς κι ένα από τα πιο επιδραστικά έργα του, το «Απέναντι στο ακραίο» (εκδόσεις Νησίδες), όπου μελετώντας τα γκουλάγκ και τα ναζιστικά στρατόπεδα, αναρωτιέται αν όντως είχαν τη δύναμη να εξαφανίσουν κάθε ίχνος ανθρωπιάς και να μετατρέψουν τους έγκλειστους σε ζώα που προσπαθούν να επιβιώσουν. Ο Τοντορόφ πιστεύει στον άνθρωπο και αποδεικνύει μέσα από μαρτυρίες ότι ακόμα κι εκεί υπήρχε συμπόνια.
Τα νεανικά του έργα, όμως, που τον καθιέρωσαν, ανήκουν στη σφαίρα της θεωρίας της λογοτεχνίας (όπως η περίφημη «Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία», Οδυσσέας), αφού ο Tοντορόφ, με έναν παράξενο τρόπο, αποχαιρέτησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 τον στρουκτουραλισμό και τη γλωσσολογία για να στραφεί στην ιστορία των ιδεών.
Οι μελετητές του υποστηρίζουν ότι καθοριστική για την εξέλιξη αυτή υπήρξε η κυκλοφορία το 1974 του έργου του Σολζενίτσιν «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ». Μέχρι τότε, όπως έλεγε, βρισκόταν υπό την επιρροή της βουλγάρικης παιδείας του, η οποία, στα σοβιετικά πρότυπα, έδινε προτεραιότητα στη φόρμα και στην επιστημονική προσέγγιση της λογοτεχνίας, μιας και δεν υπήρχε η ελευθερία του «περιεχομένου». Ορόσημο της θεωρητικής αυτής στροφής του θεωρείται το έργο «Κριτική της κριτικής» του 1984 (Πόλις).
Ηταν παντρεμένος (1981-2014) με τη διάσημη καναδικής καταγωγής συγγραφέα Νάνσι Χιούστον. Τον Μάρτιο θα κυκλοφορήσει το τελευταίο έργο του, που μόλις είχε ολοκληρώσει, «Ο θρίαμβος του καλλιτέχνη».
Πηγή: www.efsyn.gr
Δημοσιεύτηκε στις 09/02/2017
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire