Αυτό δεν εμποδίζει ορισμένα διευθυντικά στελέχη του ομίλου να έχουν και σήμερα την άποψη, ότι η ρίζα του κακού είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα, και ως κυβέρνησή μαζί με τους ΑΝΕΛ. Όμως η άποψη αυτή δεν στέκει: Από όλα τα γνωστά δεδομένα προκύπτει, ότι ΣΥΡΙΖΑ δεν επηρέασε ποτέ, άμεσα ή έμμεσα, τις οικονομικές δραστηριότητες του ιδιοκτήτη. Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τις τράπεζες, που του έδιναν τα μοιραία ακάλυπτα δάνεια, ή για το Πασοκ και τη Νέα Δημοκρατία, που τους έβαζαν πλάτες. Η χρεοκοπία δεν αγγίζει λοιπόν άμεσα τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός είναι (συν)υπεύθυνος μόνο για το κλείσιμο του ΔΟΛ, στο βαθμό που παρέλειψε την οφειλόμενη βοήθεια. Η ευθύνη του βρίσκεται δηλαδή στο τέλος της διαδικασίας της χρεοκοπίας, όχι στην αρχή και στην πορεία της εξέλιξή της.
Η ειδοποιός διαφορά των ευθυνών – άλλη αυτή για τη χρεοκοπία, άλλη εκείνη για τη (μη) διάσωση – δεν έχει απλώς ιστορικό ενδιαφέρον. Έχει και επίκαιρη σημασία: Προδιαγράφει ποια θα είναι η στάση των εμπλεκομένων παραγόντων στο μοίρασμα των ιματίων του ΔΟΛ. Με τις τράπεζες να συνεχίζουν την «σφιχτή» δανειακή πολιτική τους, καθώς και την ανάλγητη στάση τους έναντι των εργαζομένων, τα παραδοσιακά κόμματα να προσεταιρίζονται στη βάση του παλιού μοντέλου επιρροής τα εκδοτικά σχήματα που πιθανόν να προκύψουν από τη διάλυση του ομίλου, και τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον δεν κάνει στροφή 180 μοιρών, να τρέχει πάλι τρίτος και καταϊδρωμένος πίσω από τις εξελίξεις.
Για το πώς συμπεριφέρονται οι τράπεζες και μετά την χρεοκοπία κατέδειξε με απαράμιλλο τρόπο ο Βασίλης Κώτσης σε πρόσφατο άρθρο του στο ηλεκτρονικό «Βήμα» με τον τίτλο: «Ανάκτηση δανείων 0,00141509433% και τέζα ο ΔΟΛ».
Αυτό προϊδεάζει για τη συνέχιση, αν και με ανανεωμένη μορφή, του «ancien regime» των τραπεζών και των παραδοσιακών κομμάτων – εκείνου δηλαδή που προξένησε και το σημερινό ναυάγιο του ΔΟΛ. Οι εργαζόμενοι θα το βρίσκουν και μελλοντικά μπροστά τους. Κι αυτό τόσο περισσότερο, όσο ολιγωρεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι γεγονός, ότι ο Αλέξης Τσίπρας έπαιξε ένα ανεπίτρεπτο παιχνίδι με τον ΔΟΛ επιδιώκοντας την αλλαγή της εκδοτικής γραμμής του προς όφελός του. Ο κύριος λόγος γι αυτό: Η μοναξιά του ΣΥΡΙΖΑ στα μέσα ενημέρωσης. Ο πάλαι ποτέ ηγεμόνας της χώρας στον ιδεολογικό τομέα βρίσκεται σήμερα χωρίς αξιόλογο στήριγμα στους βασικούς μηχανισμούς διακίνησης των ιδεολογιών – τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, που βρίσκονται κατά το πλείστον στα χέρια εχθρικά διακείμενων προς αυτόν ιδιοκτητών.
Η μοναξιά επεκτείνεται επιμέρους και στον επίσημο κρατικό μηχανισμό, αλλά κυρίως στους πυλώνες του «βαθιού» κράτους: αστυνομία, στρατό, εκκλησία, δικαιοσύνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατόρθωσε μέχρι τώρα να τους αποδομήσει, ή να βάλει «πόδι» σε αυτούς. Η αστυνομία έχει πάψει μεν να εφαρμόζει, όπως επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά, ξενοφοβικές πρακτικές, μεγάλο μέρος της όμως μποϋκοτάρει την κυβερνητική πολιτική και παραμένει «χρυσή εφεδρεία» της Χρυσής Αυγής. Η εκκλησία αναγκάστηκε να αποδεχθεί τον διάλογο για τον περιορισμό της ανάμιξής της στο κράτος, όμως ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος επέβαλε την απόλυση του αρχιτέκτονα του διαλόγου, του υπουργού παιδείας Νίκου Φίλη. Ο Νίκος Παππάς βάζει, έστω και άτσαλα, τάξη στην ραδιοτηλεοπτική αγορά, όμως το Συμβούλιο Επικρατείας τινάζει στον αέρα τις νομοθετικές ρυθμίσεις του. Και ο στρατός διατηρεί διακριτική σιγή, όμως ο υπουργός άμυνας, ο Πάνος Καμμένος, ένας μιλιταριστής παλιάς κοπής, σχεδιάζει για λογαριασμό του νέα εξοπλιστικά προγράμματα αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Από δομική άποψη λοιπόν, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραμένει μια αδύναμη κυβέρνηση. Αυτό συνοψίζεται παραστατικά στη φράση του κ.Τσίπρα: «Έχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία».
Πολιτικά, το δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο διαφοροποιημένο. Την περίοδο 2012-2015 βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του χάρη στη μεγαλοφυή σύλληψη και εφαρμογή της αντιμνημονιακής πολιτικής. Αυτό ανατράπηκε όμως μετά την συνθηκολόγηση έναντι των δανειστών τον Ιούλιο του 2015. Ο μνημονιακός πλέον ΣΥΡΙΖΑ έχασε με αυτό κάθε πολιτική και ηθική αξιοπιστία. Και παρά την αναλαμπή των εκλογών του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, η δημοσκοπική του καθίζηση είναι από τότε αδιάκοπη. Στην δομική αδυναμία του προστέθηκε έτσι και η πολιτική. Με αποτέλεσμα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να είναι όσο ποτέ άλλοτε εξασθενημένη.
Με αυτό το φόντο είναι αστείο να υποστηρίζει κανείς, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αλώσει σε μεγάλο στιλ τα μέσα ενημέρωσης και να περιορίσει ουσιαστικά ή και να καταργήσει την ελευθεροτυπία. Αυτό θα μπορούσε ίσως να το κάνει μια ισχυρή κυβέρνηση, που θα μπορούσε να καταπατά τη νομοθεσία κατά το δοκούν – όχι μια αδύναμη. Το ελληνικό και διεθνές κατεστημένο (τρόικα) έχουν όλα τα μέσα για να το εμποδίσουν.
Αλλά ούτε και στις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται κάτι τέτοιο. Για την ύπαρξη σχεδίου δεν υπάρχει πάντως ίχνος απόδειξης. Απόδειξη, η πρακτική του στην ΕΡΤ. Με το νόμο του Νίκου Παππά, η δημόσια ραδιοτηλεόραση επανήλθε στο παλιό φαύλο καθεστώς, που την καθιστά νομή όλων των κομμάτων – το κυβερνητικό έχει απλώς, όπως και παλιότερα, ένα μικρό αβαντάζ σε προβολή και τηλεοπτικούς χρόνους.
Με τον ΔΟΛ τα πράγματα δεν είναι πολύ πιο διαφορετικά. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν απέβλεπε προφανώς στην υποταγή του, αλλά σε έναν διακανονισμό, deal, με στόχο την αμοιβαία ωφέλεια: Από τη μια ρύθμιση των χρεών του ιδιοκτήτη μέσω κυβερνητικής παρέμβασης στις τράπεζες, από την άλλη διακοπή της αντικυβερνητικής καμπάνιας από τα δημοσιογραφικά μέσα του ΔΟΛ. Ο διακανονισμός αυτός είναι σίγουρα αμαρτωλός, ανάξιος μιας κυβέρνησης που επικαλείται την ηθική της υπεροχή (και σαν τέτοιος απόλυτα καταδικαστέος!), απέχει όμως κατά παρασάγγας από την «άλωση» που προβάλουν πολλοί αρθρογράφοι. Άλωση σημαίνει ολική κατοχή, όχι βρώμικο συμβιβασμό.
Η ροπή της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ προς τέτοιους συμβιβασμούς δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Ήταν μέρος της αντίληψής της περί πολιτικής προτού ακόμα αναλάβει την κυβέρνηση. Αυτή ενισχύεται όμως όσο αυξάνει η απομόνωσή της. Κι αυτό οδηγεί σε πρόσθετα ναυάγια, όπως έδειξε το πρόσφατο εγχείρημα του Βασίλη Μουλόπουλου να μεσολαβήσει, κατά κυβερνητική παραγγελία, για την αγορά του ΔΟΛ από τον επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη.
Εκείνο που βαραίνει ωστόσο σήμερα δεν είναι τα χθεσινά λάθη της κυβέρνησης, αλλά τα τρέχοντα. Η άρνηση της να πάρει νομοθετική πρωτοβουλία στη Βουλή, καταρχάς για τη διάσωση του ΔΟΛ και ύστερα των υπολειμμάτων του, είναι όντως εγκληματική. Το δικαιολογητικό της, ότι ούτε και η αντιπολίτευση παίρνει τέτοια πρωτοβουλία, δεν ευσταθεί, αφού το Πασοκ κατάθεσε σχετική πρόταση ύστερα από αρχικούς δισταγμούς. Εξάλλου τίποτα δεν την εμποδίζει να προχωρήσει από μόνη της στη λήψη μέτρων για την αποτροπή της οικονομικής ασφυξίας του ομίλου. Η επίκληση της ολιγωρίας των άλλων κομμάτων, ή του «αμετάκλητου» των δικαστικών αποφάσεων, αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις. Επόμενο έτσι, ειρήσθω εν παρόδω, ο κύριος εκπρόσωπος της μεντιοκρατίας, της οικογενειοκρατίας και του πελατειακού κράτους Κυριάκος Μητσοτάκης, να μπορεί να εμφανίζεται ως τιμητής του κ.Τσίπρα – παρόλο που και ο ίδιος δεν πρόσφερε την παραμικρή χείρα βοηθείας στον ΔΟΛ.
Το «συγκρότημα» δεν ήταν βέβαια ποτέ αθώα περιστερά. Το αντίθετο μάλλον: Πολιτικά ήταν η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή. Στην μπροσούρα του: «Το βαθύ κράτος του τύπου, Συγκρότημα Λαμπράκη», ο Δημήτρης Ψαρράς αναπαριστά με πολύ πειστικό τρόπο τις σημαντικότερες από αυτές – μ.α., συμμετοχή σε στρατιωτικά και πολιτικά πραξικοπήματα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, προσαρμογή στη γερμανική κατοχή, στο παλάτι και τη χούντα των συνταγματαρχών μετά, υποστήριξη του μνημονίου σήμερα.
Μόνο που η αναπαράσταση αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή, που δεν αναφέρεται στην μπροσούρα, είναι ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξε ο ΔΟΛ στη διατήρηση και ανάπτυξη του πολιτικού φιλελευθερισμού. Σε μια χώρα με ευρωπαϊκό ρεκόρ σε πραξικοπήματα (επιτυχημένα και αποτυχημένα) κατά τον εικοστό αιώνα, ο φιλελευθερισμός των αστικών μέσων ενημέρωσης ήταν, σε αντίθεση με τον ισχνό φιλελευθερισμό των αστικών κομμάτων, το κύριο αστικό στήριγμα της δημοκρατίας. Παράλληλα, ήταν και ο κύριος εισαγωγέας των παγκόσμιων πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων – με τον ΔΟΛ ως κύριο δίαυλό τους. Πολιτικός φιλελευθερισμός (καμιά σχέση με τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό!) σημαίνει εδώ δημοκρατικούς θεσμούς, πολιτικές ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα – κάτι που αποτελεί όρο ζωής και για την Αριστερά, η οποία δεν τον έχει αποδεχθεί μέχρι σήμερα ως ανεκτίμητη πολιτική κληρονομιά.
Η υπεράσπιση του ΔΟΛ, ή πλέον των υπολειμμάτων του σημαίνει λοιπόν σήμερα υπεράσπιση αυτής της κληρονομιάς. Αυτή προσφέρει μοναδική ευκαιρία και στο ΣΥΡΙΖΑ να δείξει ότι νοιάζεται περισσότερο για την διάσωση του πολιτικού φιλελευθερισμού από ότι τα αστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Όχι από ψεύτικη «μεγαλοθυμία», αλλά για να βρει ο ίδιος την φιλελεύθερη ψυχή του. Και να δείξει, ότι ακόμη και σε περίοδο μεγίστης πολιτικής παραζάλης, μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες, που διασώζουν τα οχυρά της κοινωνίας των πολιτών, όπως είναι τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης – το απειλούμενο με πριόνισμα κλαδί, πάνω στο οποίο και ο ίδιος κάθεται. Το ότι πολλοί αρθρογράφοι του ΔΟΛ συνεχίζουν να βαράνε αλύπητα εναντίον του, επειδή έτσι πιστεύουν, είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους. Αλλά και να μην το πιστεύουν: Ο νόμος που απαγορεύει στη δημοκρατία τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου, είτε σκόπιμα, είτε λόγω αυθυποβολής, δεν έχει εφευρεθεί ακόμη. Ακόμα και το ψέμα δικαίωμα είναι – μόνο η συκοφαντία (ψέμα με δόλο) διώκεται δικαστικά.
Ανεξάρτητα από την απόφαση που θα πάρει λοιπόν σήμερα το δικαστήριο σχετικά με την παροχή μιας ελάχιστης χρηματικής διευκόλυνσης για την συνέχιση της λειτουργίας του Μετά-ΔΟΛ, για το εναπομείναν προσωπικό του δεν υπάρχει άλλη λύση από το να επιμένει στα δυο θεμελιώδη του αιτήματα: την καταβολή των δεδουλευμένων και των αποζημιώσεων του και την διασφάλιση των θέσεων εργασίας στα νέα δημοσιογραφικά σχήματα που θα προκύψουν.
Το αν τα αιτήματα γίνουν αποδεκτά, είναι βέβαια αμφίβολο. Το πιθανότερο είναι, ότι οι νέοι ιδιοκτήτες θα είναι πιο ανάλγητοι από τους παλιούς – η κείμενη νομοθεσία τους επιτρέπει εξάλλου κάθε είδους αυθαιρεσία. Οι καιροί θα συνεχίσουν λοιπόν να είναι χαλεποί, οι εργαζόμενοι δεν θα πρέπει να έχουν καμιά αυταπάτη για αυτό.
Παρόλα αυτά: Κάθε μεταβατική περίοδος προσφέρει και ευκαιρίες. Όσο διαρκεί, χαλαρώνουν, ή και σπάνε οι παγιωμένες δουλείες και εξαρτήσεις. Στη θέση της εθελοτυφλίας μπαίνει μια καθαρότερη ματιά. Αυτό δίνει στους δημοσιογράφους ιδιαίτερα την ευκαιρία να θέσουν, πρώτον, στο νέο ιδιοκτήτη το αίτημα της καταστατικής κατοχύρωσης της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης τους και δεύτερον, στην κυβέρνηση, της νομοθετικής στήριξης του ίδιου αιτήματος. Αν και ακούγεται ουτοπικό, αυτό είναι απαραίτητο για την αυτογνωσία τους και την δυνατότητα, να ασκούν στο μέλλον ακόμη πιο ανεμπόδιστα κριτική στην κυβέρνηση, στην αντιπολίτευση και στο γενικότερο οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο. Αν αυτό ανοίξει το δρόμο για τη συγκρότηση νέων, αυτοδιαχειριζόμενων σχημάτων, όπως προτείνουν ορισμένοι, είναι δύσκολο να ειπωθεί. Σίγουρα θα εμπεδώσει όμως την αντίληψη, ότι το τρέχον φεουδαρχικό μοντέλο διαχείρισης των ΜΜΕ, ούτε λειτουργικό, ούτε οικονομικά αποδοτικό είναι.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ, 13/02/2017
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire