Μετά το Brexit η Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά προβλημάτων τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα. Το πρώτο και βασικό, φυσικά, είναι να διαπραγματευτεί την έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως τώρα το καθυστερούσε αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ' άπειρον. Προέκυψε και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που υποχρεώνει την κυβέρνηση Μέι να πάρει την έγκριση του βρετανικού Κοινοβουλίου προκειμένου να αρχίσει τη διαπραγμάτευση εξόδου. Η διαπραγμάτευση με την ΕΕ, ουσιαστικά με το Βερολίνο, παρ' όσα λέγονται και γράφονται και από τις δυο πλευρές, θα είναι ένας συμβιβασμός που θα επιτρέπει το ελεύθερο εμπόριο ανάμεσα στα δύο μέρη. Το δύσκολο είναι να δεχτεί το Λονδίνο και την ελεύθερη διακίνηση προσώπων, κάτι στο οποίο επιμένει η ΕΕ. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όμως και σ' αυτό το θέμα θα βρεθεί ένας συμβιβασμός, με πολύ πιθανόν να υπάρχει ένα πλαφόν για κάποια χρόνια.
Το άλλο πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει το Λονδίνο θα είναι ένα πιθανόν νέο δημοψήφισμα στη Σκοτία. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα εξελιχθεί αυτό το θέμα. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη μορφή της συμφωνίας που θα πετύχει το Λονδίνο και αν αυτή θα ικανοποιεί τη Σκωτία. Αναταράξεις μπορεί να υπάρξουν και με την Ιρλανδία.
Η εκλογή του Τραμπ είναι μια καλή είδηση για τη Βρετανία διότι ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος θα προωθήσει με γοργούς ρυθμούς μια εμπορική συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες, κάτι που εξυπηρετεί το Λονδίνο. Ένα νέο αγγλοσαξονικό μέτωπο διαγράφεται ήδη στον ορίζοντα, βασισμένο στην παλιά ειδική σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες, η οποία τα τελευταία χρόνια είχε μείνει κενή περιεχομένου. Δεν είναι τυχαίο που η Βρετανίδα Πρωθυπουργός θα είναι η πρώτη ξένη ηγέτης που θα γίνει δεκτή στον Λευκό Οίκο, την Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017. Όταν θα διαβάζονται οι γραμμές αυτές, η συνάντηση θα έχει ήδη πραγματοποιηθεί.
Δεύτερη σημαντική κίνηση της Τερέζα Μέι είναι η επίσκεψή της την επομένη, 28 Ιανουαρίου 2017, στην Άγκυρα, και η συνάντησή της με τον Ταγίπ Ερντογάν. Η Βρετανίδα Πρωθυπουργός φαίνεται να επιδιώκει τη συμμαχία της Άγκυρας για την από κοινού αντιμετώπιση της Γερμανίας κατά πρώτο λόγο και, κατά δεύτερο, της ΕΕ. Δεδομένης της αρνητικής θέσης των πιο σημαντικών χωρών της ΕΕ να αποδεχτούν την Τουρκία ως πλήρες μέλος, ενδεχομένως η Άγκυρα να επιδιώξει από κοινού με το Λονδίνο την ειδική σχέση που δεν θα είχε και μεγάλη δυσκολία να την αποσπάσει. Η ειδική σχέση που θα διαπραγματευτεί η ΕΕ με τη Βρετανία θα μπορούσε να ισχύσει και για την Τουρκία ως μοντέλο, με επιμέρους κάποιες διαφορετικές διευθετήσεις. Φυσικά Λονδίνο και Άγκυρα θα επιδιώξουν να επεκτείνουν και να αναπτύξουν τις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις, αλλά και τις πολιτικές και στρατιωτικές τους σχέσεις. Το Λονδίνο θα μπορούσε ενδεχομένως να ενεργοποιηθεί περισσότερο στη Μέση Ανατολή και μια συμμαχία με την Άγκυρα θα μπορούσε να διευκολύνει τα βρετανικά σχέδια. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε και ένα αντίβαρο στην εξάρτηση της Τουρκίας από τη Μόσχα. Εξάλλου το Λονδίνο θα μπορούσε να συμβάλει και στην καλυτέρευση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων. Με άλλα λόγια, οι δύο χώρες θα αλληλοσυμπληρώνονταν. Η συμμαχία Λονδίνου-Άγκυρας θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στα καθ' ημάς, είναι πιθανόν ότι θα αφεθεί η κύρια ευθύνη για το Κυπριακό στο Λονδίνο και θα επιδείξει λιγότερο ενδιαφέρον η Ουάσινγκτον. Μολονότι, παραδοσιακά, η γνώμη των Βρετανών πάντα βάραινε στη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής στο Κυπριακό. Και μολονότι η Βρετανία παρείχε πάντα αμέριστη τη στήριξή της στην Τουρκία και παρασκηνιακά διαδραμάτιζε αρνητικό ρόλο για την Κύπρο, αυτή τη στιγμή δεν βλέπει με καλό μάτι την απαίτηση της Άγκυρας να αποκτήσει στην Κύπρο μια κυρίαρχη στρατιωτική βάση με το ίδιο καθεστώς με αυτό των Βρετανικών Βάσεων. Κάτι τέτοιο το θεωρεί ανταγωνιστικό του δικού της ρόλου. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρασκηνιακά υποστηρίζει τόσο τα εγγυητικά δικαιώματα της Τουρκίας όσο και την παραμονή τουρκικού στρατού στο νησί, με κάποιο όμως ειδικό καθεστώς, όπως αυτό της ΤΟΥΡΔΥΚ και της ΕΛΔΥΚ, σύμφωνα με τις πρόνοιες των συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου. 
Το νέο αυτό δεδομένο της προσέγγισης Βρετανίας-Τουρκίας θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, και από την Αθήνα και από τη Λευκωσία. Και να επιδιωχτεί η εξισσορρόπησή του με άλλες συμμαχίες στην περιοχή. Είναι όμως αμφίβολο αν οι αγγλοθρεμμένες ελίτ της Λευκωσίας θα θελήσουν να απαγκιστρωθούν από το Λονδίνο. Κανονικά θα έπρεπε η Βρετανία να αισθάνεται την πίεση και για τις δικές της στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο. Η θεωρία να μη ανακινείται θέμα για τις Βρετανικές Βάσεις για να μη ανοίξουμε ακόμη ένα μέτωπο, στηρίζεται σε μια λανθασμένη στρατηγική που την πληρώνουμε καθημερινά. Άλλωστε θα είχε κάποιο νόημα αυτή η στρατηγική, αν το Λονδίνο δεν υπέσκαπτε μονίμως τις θέσεις της Λευκωσίας. Εξάλλου, χωρίς να ανοίξουμε μέτωπο με το Λονδίνο, θα μπορούσαμε, έστω και τυπικά, να ανακινούσαμε το ζήτημα αυτό ως θέμα αρχής. Για να αισθάνεται το Λονδίνο και τη δική μας πίεση και να μη μας θεωρεί δεδομένους. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα γι' αυτούς που διαπραγματεύονται τη μοίρα αυτού του τόπου.
*Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
E-mail: stephanos.constantinides@gmail.com