Η αποσύνθεση της σοσιαλδημοκρατίας
Τι κάνει ένας ηγέτης που η πολιτική
του μόλις έχει μαζικά αποδοκιμαστεί σε ενδιάμεσες εκλογές (π.χ.
δημοτικές); Τι κάνει ειδικότερα όταν αυτή η πολιτική μόνο αρνητικά
αποτελέσματα έχει επιφέρει (οικονομική στασιμότητα, αύξηση της ανεργίας
και της ανισότητας κ.λπ.), προκαλώντας τεράστια απογοήτευση, ακόμη και
οργή, στις κοινωνικές δυνάμεις που τον ανέδειξαν στην εξουσία;
Η απάντηση είναι η ακόλουθη.
Πρώτον, σε μια επίδειξη ρεαλισμού δέχεται ότι πρόκειται περί ήττας και, κυρίως, διαβεβαιώνει ότι «το μήνυμα ελήφθη».
Δεύτερον, επειδή τυγχάνει να ηγείται χώρας με προεδρικό καθεστώς, αλλάζει τον επικεφαλής της κυβέρνησης, επιλέγοντας ως νέο πρωθυπουργό τον εκπρόσωπο μιας εξαιρετικά μειοψηφικής -καθότι ακραία δεξιάς- άποψης στο ίδιο του το κόμμα και τους συμμάχους του, αλλά που είναι αρεστός στη δεξιά και ακροδεξιά αντιπολίτευση για ακριβώς τον ίδιο λόγο.
Τρίτον, και βασικότερο, αναθέτει στο νέο πρωθυπουργό την εξαγγελία της συνέχισης μιας πιο «ενισχυμένης» εκδοχής της πολιτικής που μόλις αποδοκιμάστηκε από τους ψηφοφόρους του και γενικότερα από το εκλογικό σώμα.
Ακούγονται παράλογα όλα αυτά; Και όμως είναι ακριβώς όσα έπραξε ο Φρανσουά Ολάντ μετά την πρωτοφανή συντριβή του Σοσιαλιστικού κόμματος στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου.
Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου επιβεβαίωσαν με το παραπάνω το χαστούκι του πρώτου, με συνέπεια να χάσουν οι σοσιαλιστές 155 δήμους άνω των 9 χιλιάδων κατοίκων, μεταξύ άλλων και ιστορικά προπύργια, όπως η Λιμόζ, που ήταν στα χέρια τους εδώ και έναν αιώνα. Οι σοσιαλιστές συμπαρέσυραν στην πτώση τους και όσους επέλεξαν να συμμαχήσουν εκλογικά μαζί τους, πιστεύοντας ότι θα εξασφάλιζαν με αυτόν τον τρόπο την επανεκλογή δημάρχων και συμβούλων. Οι κομμουνιστές, που επέλεξαν μια τέτοια σύμπραξη σε πάνω από τους μισούς δήμους, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τις άλλες συνιστώσες του Αριστερού Μετώπου, πλήρωσαν γι' αυτό βαρύ τίμημα. Το Γαλλικό Κ.Κ. έχασε συνολικά 19 από τους 81 δήμους άνω των 10 χιλιάδων, που είχε ώς τώρα υπό τον έλεγχό του, ανάμεσα σ' αυτούς και αρκετούς δήμους-σύμβολα στα εργατικά προάστια του Παρισιού που είχε κατακτήσει από τη δεκαετία του 1920.
Κύρια αιτία αυτής της πανωλεθρίας, η μαζική αποχή, που άγγιξε το 40% και στους δύο γύρους, και που αφορούσε κυρίως το εκλογικό σώμα των σοσιαλιστών και της Αριστεράς, ειδικότερα στις λαϊκές συνοικίες όπου κυμάνθηκε γύρω στο 60%. Κερδισμένη βγαίνει φυσικά η Δεξιά, που παρά την κρίση ηγεσίας και τα απανωτά σκάνδαλα της περιόδου Σαρκοζί, επωφελείται αυτόματα από τις απώλειες των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, αλλά κυρίως η Ακροδεξιά, που κερδίζει με αυτοδύναμες πλειοψηφίες 10 δήμους και αυξάνει αισθητά παντού τα ποσοστά της, που κινήθηκαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα για αναμέτρηση αυτού του τύπου.
Και όμως ο Φρανσουά Ολάντ επέλεξε να προχωρήσει με ταχύτερα ακόμη βήματα στο δρόμο της «παπανδρεοποίησης», που φαίνεται να αποτελεί την προοπτική που διαγράφεται πλέον στον ορίζοντα για τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, όπως εξάλλου συμβολίζει και η αδιανόητη με όρους πολιτικής ορθολογικότητας (και στοιχειώδους σοβαρότητας) διατήρηση του πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ στην προεδρία τής εδώ και καιρό σκιώδους «Σοσιαλιστικής Διεθνούς». Αναθέτοντας την πρωθυπουργία στον Μανουέλ Βαλς, γνωστό ως υπέρμαχο νεοφιλελεύθερων λύσεων και μιας πολιτικής «νόμου και τάξης» πασπαλισμένης με ρατσιστικές αιχμές, ο Ολάντ θέλησε να κατευνάσει το τμήμα του εκλογικού σώματος που κοιτάει προς αυταρχικές λύσεις, κύρια προς τα ακροδεξιά, αλλά και τις εγχώριες και ευρωπαϊκές δυνάμεις που θεωρούν ανεπαρκή τη δόση λιτότητας που έχει ώς τώρα επιβάλει.
Ο Βαλς έσπευσε να δώσει τα απαραίτητα διαπιστευτήρια στις προγραμματικές του δηλώσεις, εξαγγέλλοντας νέες φοροελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, περαιτέρω μείωση του εργατικού κόστους μέσω περικοπών των εργοδοτικών εισφορών και νέες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Και όμως, όσο και να φαίνεται εξωφρενικό, είναι αμφίβολο αν όλα αυτά αρκέσουν για να εξευμενιστούν οι Βρυξέλλες και η άρχουσα τάξη, που ζητούν «αίμα» και θεωρούν ότι ο Ολάντ είναι «αργός» και «άτολμος».
Και επειδή η Γαλλία θα συνεχίσει να μην τηρεί τις «δεσμεύσεις» των συνθηκών και του συμφώνου σταθερότητας σε ό,τι αφορά τα ελλείματα και το χρέος, η Κομισιόν, το Βερολίνο και φυσικά οι επιχειρηματικοί κύκλοι θα εντείνουν τις πιέσεις για συντριβή του εργατικού κόστους κατά 20% (τόσο υπολογίζεται η απώλεια ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών της Γαλλίας) και πολύ δραστικότερες περικοπές στον προϋπολογισμό.
Ο δρόμος, ή μάλλον ο κατήφορος του Ολάντ, η εκλογή του οποίου αποτέλεσε τη μοναδική περίπτωση πρόσφατης νίκης της σοσιαλδημοκρατίας σε μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, απεικονίζει με τον πιο καθαρό τρόπο την αποσύνθεση του ρεύματος που έπαιξε κάποτε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και εξέφρασε ηγεμονικά τον κόσμο της εργασίας στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Χρέος της Αριστεράς, να σταθεί αποφασιστικά απέναντι και να αποτρέψει την αντιδραστική στροφή που εγκυμονεί η διογκούμενη πολιτική και κοινωνική κρίση που κλονίζει συθέμελα τη Γηραιά Ηπειρο.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire