Εχουμε
έναν μοιραίο συνδυασμό της «μεταδημοκρατικής» συνθήκης και του ρόλου
των συναισθημάτων στη σύσταση πολιτικών ταυτοτήτων. Η «μεταδημοκρατία», ο
βιβλιογραφικά σωστός όρος, δεν σημαίνει το τέλος της πολιτικής ή της
δημοκρατίας, αλλά τη ριζική ανασύνταξή τους. Τα τελευταία τριάντα χρόνια
τα κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς συνέκλιναν αξιακά
και στρατηγικά παρά τις επιφανειακές διαφωνίες τους.
Η σύγχρονη διακυβέρνηση είναι πολύπλοκη, υποστηρίζεται, οι ταξικές και ιδεολογικές συγκρούσεις έχουν υποχωρήσει ή είναι δυσνόητες. Οι αγορές επιβάλλονται επί των πολιτικών, η κυριαρχία των αγορών αντικαθιστά τη λαϊκή. Μόνο η σωστή «επιστημονική» άποψη μπορεί να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα. Αν οι αγορές και οι ειδικοί μπορούν να δίνουν «ορθές» λύσεις, δεν χρειάζεται δημόσιος διάλογος ή χρονοβόρες και δαπανηρές δημοκρατικές διαδικασίες. Οι εκλογές απλά αλλάζουν τους διαχειριστές της διακυβέρνησης, όχι τις πολιτικές. Οι πολίτες είχαν αποδεχτεί την κατάσταση σιωπηλά. Οπως λέγεται, «αν οι εκλογές άλλαζαν, κάτι θα τις είχαν καταργήσει». Οι πολίτες έχουν ψήφο, αλλά δεν έχουν φωνή.
Η μεταδημοκρατία επηρεάζει όλες τις μορφές της πολιτικής δράσης. Η διάκριση Αριστεράς - Δεξιάς εμφανίζεται παρωχημένη και αναποτελεσματική. Οι ταξικές ταυτότητες (εργάτες, αγρότες, φοιτητές, μεσαία τάξη, μικρομεσαίοι) τείνουν να εξαφανιστούν, ο πολιτικός ανταγωνισμός υποχωρεί, η διαμόρφωση συλλογικοτήτων γύρω από δημοκρατικά και σοσιαλιστικά αιτήματα εγκαταλείπεται. Ηθικές, θρησκευτικές, εθνοτικές ή προσωπικές ταυτότητες αντικαθιστούν τις ταξικές, αξιακές και δημοκρατικές. Εχουμε έκρηξη ταυτοτήτων, αλλά η πολιτική δεν μπορεί να τις συνδυάζει γύρω από διαιρέσεις που διαπερνούν το σύνολο της κοινωνίας.
Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 διέκοψε προσωρινά την κατάσταση αυτή. Οι τρεις εκλογικές νίκες ήταν αποτέλεσμα μιας στρατηγικής που διαίρεσε την κοινωνία με τον πόλο του λαού, «εμάς», στη μία πλευρά απέναντι στους «άλλους» –μνημονιακούς, δεξιούς, ευρωλάτρες.Η διάκριση εμείς/αυτοί δημιούργησε έντονες πολιτικές συγκινήσεις και συναισθήματα που οδήγησαν στη σύγκλιση γύρω από τον λαϊκό πόλο. Η προσωρινή διακοπή της μεταδημοκρατικής συναίνεσης, η απόρριψη της άποψης «όλοι ίδιοι είναι» αποτέλεσε ρήξη στην πολιτική ως χώρου εναλλαγής και δημιούργησε ένα ριζοσπαστικό πολιτικό υποκείμενο. Πώς έγινε αυτό;
Συναισθήματα και ταυτότητες
Η ψυχανάλυση μπορεί να βοηθήσει. Οπως υποστηρίζει ο Φρόιντ, ο κοινωνικός δεσμός έχει λιβιδινικά στοιχεία, τα συναισθήματα διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαδικασία σύστασης συλλογικών ταυτοτήτων. Στο βιβλίο «Ψυχολογία των Μαζών και η Ανάλυση του Εγώ» γράφει ότι «μια ομάδα συγκρατείται σαφώς από κάποια δύναμη. Και σε ποια δύναμη θα μπορούσε να αποδοθεί αυτό το κατόρθωμα παρά στον Ερωτα, που συγκρατεί τα πάντα στον κόσμο».
Τα κοινά συναισθήματα εκφράζουν την εύπλαστη λιβιδινική ενέργεια που μπορεί να προσανατολιστεί προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Η σύγκλιση των ανθρώπων σε έναν κοινό πολιτικό χώρο μεσολαβείται είτε από την κοινή αφοσίωση σε αφηρημένες ιδέες, είτε από την αγάπη για τον ηγέτη, συνήθως και τα δύο. Οταν οι άνθρωποι επενδύουν λιβιδινικά σε αξίες ή στον ηγέτη μετατρέπουν τα επιθετικά ένστικτα προς τους «άλλους» σε συναισθηματικούς δεσμούς και αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους. Ετσι «εμείς» (οι αριστεροί, οι συριζαίοι, οι προεδρικοί) κοινωνούμε συναισθηματικά και ενοποιούμαστε πολιτικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατανόησε πώς δημιουργήθηκε η δημοκρατική έκρηξη του 2015 και δεν μπόρεσε να διατηρήσει το momentum μετά το 2019. Η εγκατάλειψη της πολιτικής φιλοσοφίας και της κριτικής θεωρίας εγκλώβισαν την κυβέρνηση και αργότερα την αντιπολίτευση σε ουδέτερες τεχνοκρατικές απόψεις που εκλογικεύονταν κατά καιρούς από ξεπερασμένα μαρξιστικά τσιτάτα. Επικράτησε η εικόνα ότι σκοπός της Αριστεράς είναι αποκλειστικά η καλύτερη διαχείριση των προβλημάτων χωρίς ένα εναλλακτικό όραμα για την κοινωνία και έτσι η μεταδημοκρατία απέκτησε αριστερό περίβλημα.
Η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές τραυμάτισε παραπέρα την πληγωμένη αξιακή και στρατηγική άποψη. Μια άποψη που παρέμενε θολή εντούτοις, γιατί η ηγεσία και οι διάφορες τάσεις δεν προσπάθησαν να τη διευκρινίσουν ούτε την έβαλαν σε διαβούλευση. Η επίκληση αριστερών «κλισέ» ικανοποιούσε την παραδοσιακή βάση του κόμματος και άφηνε αδιάφορους τους νέους. Ετσι μετά το 2019 η αριστερή σύγκλιση γύρω από αξίες και ιδέες αντικαταστάθηκε από τον ηγέτη ως συγκολλητική ουσία. Το φαινόμενο του «υπερηγέτη» και η προσκόλληση πάνω του -ή η σιωπηλή αποδοχή του- ενισχύονταν όσο το κόμμα δεν ξεκαθάριζε τις βασικές του παραμέτρους. Υποχωρούσε συνεχώς η ταυτότητα και το ιδεολογικό του στίγμα και επικρατούσαν επί μέρους προτάσεις και πολιτικές που ανταγωνίζονταν τη Δεξιά «επιτελικά», δηλαδή στο δικό της γήπεδο.
Ο αρχηγισμός και η προσωπολατρία αντικατέστησαν έτσι τα αξιακά πάθη και εντάξεις και προετοίμασαν τον δρόμο προς το «φαινόμενο Κασσελάκη». Η διαίρεση «εμείς ενάντια στους άλλους», που οδήγησε στις εκλογικές νίκες, μεταφέρθηκε από τους απέναντι στο εσωτερικό του κόμματος. Η σύγκλιση των μελών δεν γίνεται πια απέναντι στον εξωτερικό αντίπαλο, όπως το 2015, αλλά σε αντιπαράθεση γύρω από τον ηγέτη με εσωτερικούς «εχθρούς». Τα συναισθήματα γίνονται ονειρικές αντανακλάσεις των αντιπάλων, οδηγούν σε ανεξέλεγκτες επιθέσεις.
Μηδενισμός
Η εκρηκτική συναισθηματική φόρτιση της «νεο-προεδρικής» ταυτότητας δεν μπόρεσε να εκφραστεί μέσα από αξιακές αντιπαραθέσεις, μια και ο λόγος του προέδρου παραμένει μια ασύνδετη σειρά συνθημάτων που δεν αποτελούν πολιτική πρόταση ή αριστερό όραμα. Ετσι οι μελαγχολικοί αριστεροί βρήκαν πάλι τα χαμένοι πάθη και τη συλλογικότητά τους στην αντιπαράθεση γύρω από το πρόσωπο του προέδρου.
Οι «νεο-προεδρικοί» τονίζουν αποκλειστικά την απόρριψη του δημοκρατικά εκλεγμένου ηγέτη, οι αντιπολιτευόμενοι επιμένουν στα προβληματικά χαρακτηριστικά των δηλώσεών του. Η συναισθηματική επένδυση οδηγεί τη μία πλευρά στην οιδιπόδεια σύγκλιση, την άλλη στη σύγκλιση μέσω της απόρριψης. Και οι δύο έχουν δίκιο από την πλευρά τους, ο ανταγωνισμός στηρίζεται σε ασύμβατα αξιώματα που είναι τόσο προφανή για τους μεν όσο είναι ακατανόητα για τους δε. Η βαθιά διαίρεση δημιουργεί έντονες συγκλίσεις και παροξυσμικές συναισθηματικές εκρήξεις.
Ο Βέμπερ και ο Νίτσε υποστήριξαν ότι η τραγωδία της νεωτερικότητας είναι ότι ενώ η επιστήμη μπορεί να μάθει πολλά για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, δεν μπορεί να μας πει τι πρέπει να κάνουμε, ποιες αξίες να υιοθετήσουμε. Το ον και το δέον, τα πράγματα και οι αξίες ανήκουν σε παράλληλους μη εφαπτόμενους χώρους. Οι αξίες δεν έχουν άγκυρα ή θεμέλια, υιοθετούνται με βουλησιαρχικές αποφάσεις, ενώ η επιστήμη επιμένει στον κανονιστικό της αγνωστικισμό. Ο μηδενισμός απειλεί τις αξίες που αντικαθίστανται από την ανταλλακτική αξία. Ο μαρξισμός και η Αριστερά προσπάθησαν να γεφυρώσει τις δύο ηπείρους και να απαντήσουν στον μηδενισμό. Τα φαινόμενα των ημερών μας δείχνουν τη μερική αποτυχία του εγχειρήματος. Η μεταπολιτική τραγωδία της Αριστεράς, ο δικός της παράδοξος μηδενισμός, βάζει τις αξίες απέναντι στον ηγέτη, οι μεν αθεμελίωτες, ο δε δημιούργημα της επιθυμίας των χαμένων πολιτών. Υπάρχει διέξοδος; Θα το δούμε στα επόμενα.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ,
Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire