Έγινε μάθημα στην Τουρκία το ιστορικό της πάθημα με την ναυτική ισχύ
17/04/2024Εδώ και δέκα χρόνια περίπου, με αυξητικές τάσεις, πολλαπλασιάζονται στην γειτονική χώρα δημοσιεύσεις, αρθρογραφία, διατριβές, βιβλία και συζητήσεις που έχουν σχέση με την θάλασσα. Για την ακρίβεια με τις θάλασσες που περιβάλλουν την Τουρκία, ή καλύτερα για την σημασία που έχει η ναυτική ισχύς και κυριαρχία σε αυτές. Πριν λίγα χρόνια, για παράδειγμα, μόνο ως υπόθεση εργασίας μπορούσε να μαντέψει κανείς τις απώλειες του κοινού οθωμανικού-αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο, στα 1827. Σήμερα γνωρίζουμε ως και τα ονόματα των καπετάνιων τους.
Το ενδιαφέρον για την ναυτική ισχύ δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στην πρόσφατη οθωμανική και τουρκική ιστορία. Από τον καιρό του Σελήμ του Τρίτου (1789-1807) η οργάνωση ισχυρού πολεμικού ναυτικού είχε συνδεθεί με την ιδέα των μεταρρυθμίσεων και του εξευρωπαϊσμού της Αυτοκρατορίας. Για την ακρίβεια ήταν η πρώτη προϋπόθεση για την πορεία προς αυτήν την κατεύθυνση. Τα γεγονότα δικαίωσαν τον Σελήμ. Χάρη στην ύπαρξη αξιόλογου πολεμικού στόλου η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε αξιοσέβαστος εταίρος στους ευρωπαϊκούς πολέμους του Ναπολέοντα και απόκτησε προσβάσεις ως τις ακτές της Ιταλίας, μετά από την συγκυριαρχία –μετά της Ρωσίας– πάνω στα Ιόνια νησιά (1800-1807).
Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο δεύτερος (1808-1839) συνέχισε με πείσμα την παράδοση του άτυχου εξαδέλφου του και επένδυσε με την σειρά του στον στόλο. Στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας η εξουσία του Σουλτάνου ήταν συνυφασμένη με τον στόλο και θεωρήθηκε ότι η καταστροφή του τελευταίου θα ήταν το καίριο πλήγμα στην εξουσία της Υψηλής Πύλης. Η εμπλοκή του οθωμανικού στόλου στον πόλεμο της ελληνικής ανεξαρτησίας περιέπλεξε τα σχέδια: Για να αντιμετωπίσει το ελληνικό ναυτικό ο οθωμανικός στόλος όφειλε να “ελαφρύνει”, να επενδύσει δηλαδή σε μικρότερα και πιο ευέλικτα σκάφη. Αυτό όμως μεγάλωνε τις αποστάσεις του από τους ευρωπαϊκούς στόλους. Ετούτη η αντίφαση οδήγησε στην καταστροφή στο Ναυαρίνο στα 1827.
Στην Κωνσταντινούπολη η καταστροφή αντιμετωπίστηκε ως ευκαιρία και στα ναυπηγεία της Πόλης ξεκίνησε η ναυπήγηση του Mahmudiye, των 126 πυροβόλων, το μεγαλύτερο πολεμικό της ιστιοφόρου ναυτιλίας και ναυπηγικό επίτευγμα για την εποχή του. Λίγο αργότερα ακολούθησε το όμοιο Mesudiye. Η ναυτική πολιτική συνεχίστηκε σε σχέση ενίοτε ανταγωνιστική, ενίοτε εταιρική, με την αντίστοιχη πολιτική του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου.
Τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και στο Κάϊρο (όπως παλαιότερα ο Μεγάλος Πέτρος στην Πετρούπολη της Ρωσίας), θεωρούσαν ότι η δημιουργία ενός ισχυρού ναυτικού θα οδηγούσε τις χώρες τους σε μια βάση πολιτικής και οικονομικής ισοτιμίας με την “Δύση” ενώ, ταυτόχρονα, θα αποτελούσε ισχυρή βάση για την εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό των λοιπών κλάδων του στρατού και του κράτους: Το ναυτικό στηριζόταν στο πυροβολικό και το πυροβολικό, πέρα από την αλλαγή της μορφής του στρατεύματος, απαιτούσε μια σύνθετη βιομηχανική βάση. Ο στόλος αποτελούσε την δυναμική προϋπόθεση των προσδοκιών του Τανζιμάτ.
Οθωμανική Αυτοκρατορία και ναυτική ισχύς
Η κορύφωση των προσπαθειών ήρθε στην βασιλεία του Αμπντούλ Αζίζ (1861-1876), γιού του Μαχμούτ του δεύτερου. Η ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος έγινε ένα είδος καθεστωτικού δόγματος και, στα 1875, το οθωμανικό ναυτικό είχε γίνει το τρίτο ισχυρότερο του κόσμου, πίσω από το βρετανικό και το γαλλικό. Δύο παράγοντες οδήγησαν στην απότομη πτώση του. Ο πρώτος ήταν ότι η ναυτική τεχνολογία εξελισσόταν και οι βιομηχανικές υποδομές της Κωνσταντινούπολης δεν μπορούσαν πλέον να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις των πολεμικών πλοίων και ως εκ τούτου η εξάρτηση από το εξωτερικό μεγάλωσε.
Ο δεύτερος και σπουδαιότερος είναι ότι στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, η συμβολή του ισχυρού στόλου υπήρξε μηδαμινή. Με την ρωσική απειλή να φτάνει ως τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί το πολεμικό ναυτικό περιττή πολυτέλεια. Ο Αβδούλ Αζίζ πλήρωσε με την ζωή του τις ναυτικές φιλοδοξίες του.
Όπως συνέβαινε με πολλές μοναρχίες του καιρού του, ο τελευταίος των σημαντικών Σουλτάνων, ο Αβδούλ Χαμίτ, ενδιαφερόταν περισσότερο για την επιβίωση του καθεστώτος του, παρά για τυχόν ευρύτερα σχέδια αυτοκρατορικού μεγαλείου. Ο μέγας οθωμανικός στόλος αφέθηκε στην τύχη του και μόνο πεπαλαιωμένα δείγματα του άλλοτε μεγαλείου βρέθηκαν απέναντι στον ελληνικό στόλο του 1897 ή και του 1912-13. Οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να αντιστρέψουν σπασμωδικά το ρεύμα, μετά το 1908.
Πριν τους πολέμους με την Ιταλία και τα βαλκανική κράτη, πρόλαβαν να ενισχύσουν τον στόλο με δύο γερμανικά πολεμικά “προ-δρεδνώτ”, αυτά που αντιμετώπισε ο Αβέρωφ στις προσβάσεις των Δαρδανελλίων. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων το νέο καθεστώς αγόρασε ή παράγγειλε ό, τι κυκλοφορούσε στην διεθνή αγορά από κύρια πλοία μάχης. Κανένα από αυτά δεν έφτασε στα Στενά. Τα πρόλαβε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Το πάθημα του 1914
Η Τουρκική Δημοκρατία στα 1923 είχε να αντιμετωπίσει πλήθος εσωτερικά προβλήματα. Οι θάλασσες την ενδιέφεραν ελάχιστα. Τα τρία ναυτικά μίλια ως όριο της τουρκικής θαλάσσιας επικράτειας στην Συνθήκη της Λωζάνης ελάχιστα ενόχλησαν την τότε τουρκική κυβέρνηση. Από τότε πέρασαν πολλές δεκαετίες μειωμένου τουρκικού ενδιαφέροντος για τον θαλάσσιο χώρο γύρω από την χώρα. Για την ακρίβεια το ενδιαφέρον αυτό αναζωπυρώθηκε τα τελευταία μόλις χρόνια, για να γιγαντωθεί στις μέρες μας. Τα προβλήματα και οι κίνδυνοι που αναδείχθηκαν στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο αποτέλεσαν ίσως την αφετηρία του νέου αυτού ενδιαφέροντος.
Η οθωμανική και τουρκική πολιτική – και ναυτική αν θέλετε – παράδοση δεν θεώρησε και δεν θεωρεί την ναυτική ισχύ ως αποκομμένη από την γενικότερη οικονομική και παραγωγική επίδοση της χώρας. Η δημιουργία ισχυρού ναυτικού, πέραν της ισχύος, θεωρείται βασική παράμετρος στην ανάπτυξη της εγχώριας τεχνολογίας και βιομηχανίας. Για τον λόγο αυτό σήμερα όπως και στον καιρό του Σελήμ του τρίτου, το κτίσιμο ενός ισχυρού ναυτικού προαπαιτεί την δημιουργία μιας εγχώριας μεταλλουργικής, μηχανουργικής, ναυπηγικής βάσης. Πρώτα δημιουργούνται οι βιομηχανικές προϋποθέσεις και κατόπιν σχεδιάζονται τα ναυτικά –και όχι μόνο– προγράμματα εξοπλισμών. Το πάθημα του 1914, όταν όλα τα ακριβοπληρωμένα πολεμικά πλοία που είχε παραγγείλει η Κωνσταντινούπολη βρέθηκαν να υπηρετούν σε ξένους στόλους, έχει σημαδέψει την τουρκική πολιτική.
Δεδομένου ότι η δημιουργία ισχυρού πολεμικού ναυτικού αποτελεί το επιστέγασμα της κρατικής πολιτικής, έχει προηγηθεί η συγκρότηση όλων των αναγκαίων θεσμών που θα συντονίζουν και θα κατευθύνουν τόσο την συγκρότηση του στόλου, όσο και την ανάπτυξη των βιομηχανικών υποδομών που τον στηρίζουν. Πέρα από τα θεσμικά, τα τεχνολογικά και τα παραγωγικά ζητήματα, καλλιεργείται κάτι περισσότερο: Μια κουλτούρα, μια παιδεία αν θέλετε ναυτικής παράδοσης. Οι μεγάλες ναυτικές εκθέσεις, τα μουσεία, οι έρευνες, τα ακαδημαϊκά τμήματα, οι τηλεοπτικές ή άλλες παραγωγές, δημιουργούν ένα νέο κλίμα στην αντιμετώπιση της ναυτικής ισχύος από την κοινή γνώμη. Δεν είναι κάτι το στιγμιαίο ή το βραχυπρόθεσμο. Για μια μακρόπνοη πολιτική επιλογή πρόκειται.
Ποια η λύση
Από τα εξοπλιστικά προγράμματα της γειτονικής χώρας αυτό που επηρεάζει περισσότερο την χώρα μας είναι η ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος της γειτονικής χώρας. Στην ουσία η ελληνική θαλάσσια επικράτεια, τα νησιωτικά της εδάφη και τα πελάγη γύρω από αυτά είναι το πρώτο πιάτο στο τραπέζι. Πιάτο σχεδόν υποχρεωτικό, καθώς δίνει νόημα στην οικοδόμηση της τουρκικής ναυτικής ισχύος. Χωρίς αυτό η τελευταία δεν έχει νόημα. Στην Άγκυρα ακολουθούν συνταγές παλιές, δοκιμασμένες, επίμονες. Σε μια ευρύτερη ζώνη όπου οι ισορροπίες κλυδωνίζονται και όπου, τα επόμενα χρόνια, πολλά σημερινά δεδομένα θα βρεθούν εκ νέου στα τραπέζια νέων σχεδιασμών, αναδιανομών και προσαρμογών σε νέες ισορροπίες ισχύος, η ύπαρξη δυνατοτήτων στις θάλασσες αποτελεί σημαντικό επιχείρημα.
Αυτά με επίγνωση ότι σε μια χώρα με άρχουσα τάξη κερδοσκοπική και αδιάφορη για την πατρίδα, σε μια κοινωνία σε διαδικασία πτώχευσης και αποσύνθεσης, σε μια οικονομία ευκαιριακά μόνο παραγωγική, με τον λαό στην γωνία και την γήρανση εμφανή, πολύ λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν. Δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι για να αμυνθεί η Ελλάδα στις επιβουλές νέων ισχυρών, προϋπόθεση είναι η ανατροπή των σημερινών καταστάσεων – κυριολεκτικά μια επανάσταση. Επανάσταση κοινωνική, που καθώς θα επανεκκινήσει την χώρα, θα είναι ταυτόχρονα και εθνική.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire