Του Στέφανου Κωνσταντινίδη*
Η κρίση που περνά ο ελληνισμός τα τελευταία χρόνια και που εξαπλώθηκε τώρα και στην Κύπρο, επαναφέρει ξανά στη συζήτηση ένα ιδεολογικό θέμα που έχει σχέση με την ελληνική ταυτότητα. Με την επανάσταση του 1821 οικοδομήθηκε ένα ελληνικό κράτος κατ’εικόνα και ομοίωση των δυτικών προτύπων. Είναι γεγονός ότι και η ίδια η ελληνική επανάσταση στηρίχτηκε ιδεολογικά στο νεοτερικό παράδειγμα του διαφωτισμού. Έτσι προέκυψε το κράτος-έθνος σε αντίθεση με το ιδεολογικό υπόβαθρο του Γένους που στηριζόταν στο αυτοκρατορικό ανατολικό πολιτικό μόρφωμα.
Εντούτοις παρά τους δύο σχεδόν αιώνες της ανεξαρτησίας και παρά την ένταξη της χώρας στο δυτικό νεοτερικό παράδειγμα αμέσως μετά την επανάσταση, η αποκοπή από την Ανατολή δεν έγινε ποτέ κατά τρόπο απόλυτο. Το ελληνικό κράτος, οι θεσμοί του, το ιδεολογικό και πολιτισμικό πρόταγμα που το περιέβαλλε δεν υπήρξαν δημιούργημα της εξέλιξης των κοινωνικών δομών όπως αυτό συνέβηκε στη Δύση. Τα δυτικά πρότυπα μεταφυτεύτηκαν στην Ελλάδα και γενικότερα στον πλατύτερο ελληνικό χώρο και βιώθηκαν περισσότερο ως ξένα πρότυπα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο γίνεται συνεχής αναφορά στην ιδεολογία του εκσυγχρονισμού η οποία δεν είναι κατ’ουσίαν τίποτε άλλο παρά μια συνεχής προσπάθεια προσαρμογής στο δυτικό νεοτερικό παράδειγμα. Μολονότι δε όλα τα πολιτικά κόμματα επίσημα ενστερνίζονται την εκσυγχρονιστική ιδεολογία και μόνο περιθωριακές ομάδες και ένας αριθμός διανοουμένων υιοθετούν ακόμη αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ανατολικό παράδειγμα, στην πράξη η έλξη της Ανατολής παραμένει πάντοτε ισχυρή και εκφράζεται με διάφορους τρόπους μέσα από το θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους. Μέσα από τα πολιτικά κόμματα, μέσα από τον πολιτισμό, προβάλλεται έντονα αυτή η διπλή διάσταση : της επίσημης από τη μια υιοθέτησης του δυτικού νεοτερικού παραδείγματος που στηρίζεται στις αρχές του διαφωτισμού και της υπόγειας αποδοχής από την άλλη ιδεολογικών και πολιτισμικών αναφορών της καθ’ημάς Ανατολής. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα της ελληνικής ταυτότητας δεν έχει ουσιαστικά λυθεί, ούτε και έχει επιτευχθεί η αναγκαία σύνθεση ανάμεσα στο νεοτερικό δυτικό παράδειγμα και τα στοιχεία της παράδοσης που ο ελληνισμός μεταφέρει από τη μακραίωνη ιστορία του στην Ανατολή. Ένας βασικός λόγος που παρατηρείται αυτή η συνεχής ιδεολογική περιπλάνηση είναι η έλλειψη μιας ισχυρής ελληνικής αστικής τάξης τόσο στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ελληνικού κράτους όσο και στην μετέπειτα περίοδο μέχρι τις μέρες μας η οποία θα διαδραμάτιζε τον κατά τον Μαρξ επαναστατικό της ρόλο στην οικοδόμηση του κράτους-έθνους. Καθώς αυτή η αστική υπήρξε μονίμως καχεκτική και μεταπρατική, ο ίδιος μεταπρατισμός μεταφέρθηκε σε όλους τους θεσμούς, το κράτος, την ιδεολογία, αλλά ακόμη και στον πολιτισμό.
Επιπλέον ο φοντεμαναλισμός των εκσυγχρονιστών ελίτ, ιδίως της περιόδου Σημίτη, οδήγησε, βοηθούσης και της κρίσης, στη σημερινή αντίδραση των περιθωριοποιημένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και στην ανάδειξη του φαινομένου της Χρυσής Αυγής. Η αλαζονεία και η περιφρόνηση των εκσυγχρονιστικών ελίτ απέναντι στα περιθωριοποιημένα αυτά στρώματα της κοινωνίας που τα έβλεπαν ως «καθυστερημένα» υπόλοιπα μιας άλλης εποχής, είναι ένας από τους λόγους που γέννησαν το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Οι ελίτ αυτές με τον μανδύα του «εξευρωπαϊσμού» της ελληνικής κοινωνίας εξέφρασαν τα τελευταία χρόνια την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης που καμία σχέση δεν έχει με το νεοτερικό παράδειγμα του διαφωτισμού.
Η Κύπρος δεν απέφυγε τα προβλήματα αυτά του μεταπρατισμού που συνάντησε ο ευρύτερος ελληνισμός με τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κρατιδίου. Η βρετανική αποικιοκρατία ελάχιστα βοήθησε στον εκσυγχρονισμό της κυπριακής κοινωνίας και την εισαγωγή του δυτικού νεοτερικού παραδείγματος αφού με το πρώτο δοτό σύνταγμα του 1882 διατήρησε τον θεσμό των μιλέτ που παραγνώριζε τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των ατομικών πολιτικών δικαιωμάτων και ενέταξε την πολιτική εξέλιξη της Κύπρου στο πλαίσιο της εθνικοθρησκευτικής συλλογικότητας. Από αυτή την πολιτική, ολότελα αντίθετη στο δυτικό νεοτερικό παράδειγμα και στις αρχές του διαφωτισμού, προέκυψε και το συνταγματικό μόρφωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας με την αναγνώριση πάντα της ύπαρξης των μιλέτ. Και η ίδια λογική, πάντα αντίθετη στο νεοτερικό δυτικό παράδειγμα, προτάσσεται και σήμερα για λύση του Κυπριακού με χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιβόητο σχέδιο Ανάν και την διζωνική ομοσπονδία.
*Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
e-mail: stephanos.constantinides@gmail.com
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 28/07/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire