ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ; του Φίλιππου Φιλίππου
Ο Νίκος Καββαδίας, ο αγαπημένος ποιητής της χτεσινής, της σημερινής και πιθανότατα και της αυριανής νεολαίας, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «καταραμένος», κάτι που του αποδόθηκε από τον Κώστα Βάρναλη το 1943 στην εφημερίδα Πρωία: «Είναι ο πρώτος στην Ελλάδα "καταραμένος ποιητής"». Καταραμένο τον αποκάλεσε κι ο Άριστος Καμπάνης στην Ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας του: «Είν' ένας poète maudit της φυλής του Villon». Στα σχετικά λήμματα στις εγκυκλοπαίδειες διαβάζουμε πως η έκφραση «καταραμένος ποιητής» αναφέρεται στον ποιητή ως απόκληρο της κοινωνίας, αντικείμενο περιφρόνησης από τους κρατούντες.
Γιατί όμως ο Βάρναλης, φίλος και σύντροφός του στις τάξεις της ελληνικής Αριστεράς, τον αποκαλεί καταραμένο; Η πρώτη ερμηνεία οφείλεται στις επιρροές που δέχτηκε ο Καββαδίας από τον Σαρλ Μποντλέρ, έναν πράγματι καταραμένο ποιητή, ο οποίος πέθανε φτωχός και παράλυτος, εγκαταλειμμένος από τους φίλους του. Ο Μποντλέρ ήταν εραστής των ταξιδιών και της περιπέτειας, χρήστης αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών. Στη συλλογή του Άνθη του κακού υπάρχει το ποίημα «Άλμπατρος», όπου συνδέει τον ποιητή-εαυτό του με το πουλί άλμπατρος. Το ίδιο έκανε κι ο Καββαδίας με το πουλί της τροπικής Αφρικής μαραμπού, το οποίο περιγράφει στο ποίημά του «Μαραμπού», που εκδόθηκε το 1933:
Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Σε άλλο του ποίημα, το «Gabrielle Didot», o Καββαδίας εξομολογείται τις επιρροές του Μποντλέρ στο δικό του έργο, γράφοντας:
Απόψε αναθυμήθηκα κάποια κοινή γυναίκα
κ' ένα τραγούδι εσκάρωσα σε στυλ μπωντλαιρικό...
Στο «Μαραμπού» ο αφηγητής φιλοτεχνεί το δικό του πορτρέτο και εξομολογείται με στίχους διάφορα φριχτά πράγματα που διέπραξε:
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' έναν τρόπο ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Και παρακάτω ισχυρίζεται:
Ακόμη, πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο...
Το Μαραμπού έπεσε σαν πέτρα στην ήσυχη θάλασσα της ελληνικής ποίησης, μιας ποίησης αποτελματωμένης στην ουσία, αφού όλοι οι ποιητές μιμούνταν τον Καρυωτάκη και αναπαρήγαν την απαισιοδοξία του. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο Καββαδίας το έγραψε προτού μπαρκάρει το 1929, όταν ήταν υπάλληλος σε ναυτιλιακό γραφείο, οπότε δεν ήταν δυνατόν να έζησε τα φριχτά που περιγράφει. Ωστόσο, ήταν ήδη «αμαρτωλός», αφού σύχναζε στα πορνεία της Αθήνας (στο Γκάζι), και του Πειραιά (στα Βούρλα, δηλαδή στη Δραπετσώνα). Μάλιστα, στη Βάρδια αφηγείται πως επιζητώντας έξτρα απολαύσεις ακολούθησε κάποτε έναν σοφέρ που γνώρισε στους οίκους ανοχής και πήγαν σ' ένα σπίτι για να φουμάρουν χασίσι «προυσαλίδικο».
Ο Μποντλέρ στο βιβλίο του Τεχνητοί παράδεισοι (1857) μιλάει για τον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων (είχε δεχτεί επιρροές από τον Τόμας ντε Κουίνσι, συγγραφέα του βιβλίου Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου, που είχε γράψει για καταστάσεις υπό την επήρεια του οπίου, τις οποίες είχε βιώσει ο ίδιος). Σε αυτό, υποστηρίζει πως «το χασίς εκμηδενίζει τη βούληση, είναι όπλο αυτοκτονίας», αν και παραδέχεται πως «η ουσία αυτή δεν προξενεί κανένα κακό στο σώμα». Για τον Καββαδία δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να πιστοποιεί πως είχε καπνίσει όπιο.
Σε όλα του τα βιβλία, ποιητικά και πεζά, ο Καββαδίας μιλάει για ξενύχτια, διασκεδάσεις, ασωτίες, συνήθειες απολύτως φυσιολογικές, αφού όλοι οι ναυτικοί έχουν παρόμοια βιώματα και άρα αυτός δεν θα μπορούσε ν' αποτελεί εξαίρεση. Ίσως ως νεαρός να το έριχνε περισσότερο έξω, παρασυρμένος από την ανάγκη του για ξέδομα, για ξεφάντωμα. Τα ποιήματά του και οι «τρέλες» των ηρώων του δεν πρέπει να μας παρασύρουν σε λάθος συμπεράσματα, το ίδιο δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζουν τα πεζά του που είναι αυτοβιογραφικά, κυρίως η Βάρδια. Στις τρεις ποιητικές του συλλογές, το Μαραμπού, το Πούσι και το Τραβέρσο, μνημονεύει όλο το φάσμα των τοξικών/ναρκωτικών ουσιών: χασίς, μαριχουάνα, όπιο, κοκαΐνη, ηρωίνη. Δεν γνωρίζουμε αν πράγματι τις είχε δοκιμάσει. Ο Καββαδίας έπινε πολύ, κάπνιζε πολύ, ξενυχτούσε με γυναίκες. Στη Βάρδια, όπου κρύβεται πίσω από το προσωπείο του ασυρματιστή Νικόλα, κάνει την καταπληκτική δήλωση: αν κάποτε βρισκόταν σε κάποιο νησί χαρμάνης από τσιγάρο και γυναίκα κι έπρεπε να διαλέξει μία από αυτές τις δύο απολαύσεις, θα διάλεγε το τσιγάρο!
Από τα ναρκωτικά, εκείνο που συχνότερα συναντάμε στα ποιήματά του είναι το χασίς, ίσως επειδή η χρήση του τον μεσοπόλεμο, την εποχή ημιπαρανομίας του, ήταν λίαν διαδεδομένη, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ναυτικούς και στις συνοικίες του Πειραιά με τους παράνομους τεκέδες. Διαβάζουμε στο «Cocos Islands»:
Να 'χαμε να του δίναμε μια ρίζα, ένα χορτάρι,
ένα κλωνί βασιλικό τα χείλη να δροσίσει
ή να τον κοινωνούσαμε με μια τούφα χασίσι.
Θα ναρκωνόταν ο σκορπιός που μέσα του σαρτάρει.
Στο ποίημα «Ένα νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί» μιλάει για τον χασισοπότη και ηρωινομανή Γουίλι που είχε παραισθήσεις, καβάλα σε άλογο πάνω στο κύμα, ενώ πίσω του έτρεχαν γοργόνες με φτερά. Ο αφηγητής ισχυρίζεται πως του έδινε αποτρεπτικές συμβουλές του στιλ «το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει» – γνωστού όντος ότι το χασίς δεν σκοτώνει, υποθέτουμε πως μ' αυτόν τον τρόπο ο Καββαδίας ήθελε να καθησυχάσει τους αναγνώστες του, να υποδηλώσει πως αυτός δεν εγκρίνει τέτοιου είδους τέρψεις.
Ο Καββαδίας, ανεξάρτητα αν είχε δοκιμάσει ναρκωτικές ουσίες ή όχι, γνώριζε τις αρνητικές συνέπειες της χρήσης τους. Γράφει στο «Καφάρ»:
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία τα 'χουν κι αυτά πολύ νοθέψει.
Επιπλέον, ήταν ενημερωμένος για τις παρενέργειες των ναρκωτικών, ανάλογα με το είδος εκάστου. Στο «Black and White» είναι σαφής:
Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.
Ο Νίκος Καββαδίας, είτε δοκίμασε ναρκωτικά είτε όχι, από νέος απολάμβανε τα αλκοολούχα ποτά που σύμφωνα με μαρτυρίες τα εγκατέλειψε για λόγους υγείας. Είχε μάλιστα και μια ιδιαίτερη προτίμηση στο κρασί, αναφέροντας συχνά στα γραπτά του διάφορες ονομασίες του: παστίς (γαλλικό κρασί από γλυκάνισο), πομάρ (κόκκινο γαλλικό κρασί), μαδέρα (πορτογαλικό κρασί από το νησί Μαδέρα), βοστιλίδι (δυνατό κεφαλλονίτικο κρασί), ρομπόλα (άσπρο κεφαλλονίτικο κρασί). Αυτό όμως δεν μπορεί να τον κάνει καταραμένο: η σύγκριση με τον Μποντλέρ πρέπει να γίνει μόνο στο ποιητικό επίπεδο.
- στο diastixo.gr
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire