ΙΔΡΥΜΑ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΙ ΕΛΙΖΑΣ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ
Του Γιώργου Βαϊλάκη
Τα ίχνη της τέχνης του Βυζαντίου στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική έρχεται να εντοπίσει και να αναδείξει η πρωτότυπη έκθεση με τίτλο «Ιστορώντας την υπέρβαση. Από την παράδοση του Βυζαντίου στη νεότερη τέχνη» που φιλοξενεί φέτος το καλοκαίρι, από τις 30 Ιουνίου μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου, το Iδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.
Παράλληλα, η έκθεση αποτελεί και ένα εκτενές αφιέρωμα σε διακεκριμένους Νεοέλληνες ζωγράφους, οι οποίοι εκτός από την ενασχόλησή τους με την κοσμική ζωγραφική φιλοτέχνησαν και έργα με θρησκευτική θεματολογία, όπως ο Παρθένης, ο Κόντογλου, ο Παπαλουκάς, ο Ρέγκος, ο Εγγονόπουλος και ο Τσαρούχης.
Και, βέβαια, πολλοί διακεκριμένοι Ελληνες ζωγράφοι αναζήτησαν στο Βυζάντιο πρότυπα και επιρροές, για να τα «μπολιάσουν» με το πνεύμα και τις τεχνικές των νεότερων κινημάτων, τα οποία γνώρισε η τέχνη καθ' όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Σκοπός του αφιερώματος είναι να αναζητηθούν εκείνες οι ιστορικές, αισθητικές και τεχνικές επιρροές και να ανιχνευτεί ο τρόπος με τον οποίο οι Νεοέλληνες ζωγράφοι τις ενέταξαν στους εικαστικούς τους προβληματισμούς, επιτυγχάνοντας έτσι την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον βυζαντινό πολιτισμό.
Η βυζαντινή ζωγραφική υπήρξε αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα του ρόλου της Εκκλησίας στην τέχνη είχε τεράστια σημασία στη συνολική διαμόρφωσή της, ενώ παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ο τρόπος που την επηρέασε: Μια από τις πολιτικές παρατάξεις του Βυζαντίου εναντιώθηκε σε κάθε μορφή εικόνας με θρησκευτικό περιεχόμενο. Ο λόγος για τους εικονομάχους που υπερίσχυσαν το 754 μ.Χ. και απαγόρευσαν όλη τη θρησκευτική τέχνη, αφού ήταν αντίθετοι στη λατρεία των εικόνων.
Οι αντίπαλοί τους, ωστόσο, οι εικονολάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες δεν ήταν απλώς χρήσιμες, ήταν ιερές. Σταδιακά, εκλέπτυναν τα επιχειρήματά τους ισχυριζόμενοι ότι δεν λάτρευαν τις εικόνες, όπως θα έκαναν οι ειδωλολάτρες, αλλά τον Θεό και τους αγίους διά μέσου των εικόνων. Η σημασία αυτής της θέσης στην ιστορία της τέχνης θα αποδεικνυόταν τεράστια. Και αυτό γιατί όταν οι εικονολάτρες πήραν ξανά την εξουσία στα χέρια τους έπειτα από καταπίεση ενός αιώνα, η ζωγραφική στις εκκλησίες δεν μπορούσε πια να αντιμετωπίζεται ως απλή εικονογράφηση για όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν, αλλά πλέον τη θεωρούσαν ως μια μυστηριώδη αντανάκλαση του μεταφυσικού κόσμου. Η εκκλησία, στο εξής, δεν ήταν δυνατόν να επιτρέπει στον καλλιτέχνη «να κάνει το κέφι του» όταν ζωγράφιζε θρησκευτικές εικόνες. Εικονίσματα γίνονταν μόνο οι συγκεκριμένοι τύποι που είχε διαμορφώσει, που είχε «καθαγιάσει» μια πανάρχαιη παράδοση.
Αυτή η εξέλιξη είχε και θετικά και αρνητικά στοιχεία: Από τη μία, η εμμονή στην παράδοση και η υποχρέωση των καλλιτεχνών να συμμορφώνονται με ορισμένους αποδεκτούς τρόπους για την παρουσίαση του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, τους εμπόδιζαν να αναπτύξουν τα προσωπικά τους χαρίσματα. Από την άλλη, όμως, το να ζητούν από τον καλλιτέχνη που ζωγράφιζε εικονίσματα να συμμορφώνεται απολύτως στα παλαιά πρότυπα, βοήθησε να διασωθούν οι ιδέες και τα επιτεύγματα της ελληνικής τέχνης στους τύπους που χρησιμοποιήθηκαν για τις πτυχές, τις χειρονομίες και τα πρόσωπα.
Το αφιέρωμα -που επιμελείται ο καθηγητής Νίκος Ζίας- θα αποτελείται από έργα των εξής ζωγράφων: Κωνσταντίνος Παρθένης, Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς, Σπύρος Βασιλείου, Πολύκλειτος Ρέγκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Κωνσταντίνος Αρτέμης, Δημήτριος Πελεκάσης, Αγήνωρ Αστεριάδης, Πολυχρόνης Λεμπέσης, Δημήτρης Μπισκίνης, Στέφανος Αλμαλιώτης, Αναστάσιος Λουκίδης, Νίκος Νικολάου, Ράλλης Κοψίδης και οι χαράκτες Δημήτριος Γαλάνης, Λυκούργος Κογεβίνας, Ευθύμιος Παπαδημητρίου, Αλεβίζος-Αναστάσιος Τάσσος, Γιώργος Σικελιώτης, Βάσω Κατράκη. Τα 130 και πλέον έργα προέρχονται από Κρατικά και Εκκλησιαστικά Μουσεία, Ιδρύματα, Ιερούς Ναούς και Ιδιωτικές Συλλογές. Μάλιστα, τρία από τα έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη που αποκαλύφθηκαν στον ναό του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο θα μεταφερθούν στην Ανδρο. Πρόκειται για την «Παναγία Μυρτιδιώτισσα» και τα δύο έργα που συνθέτουν την παράσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δηλαδή τον «Αγγελο Ευαγγελιστή» και την «Παναγία του Ευαγγελισμού». Για τον δανεισμό αυτών των έργων γνωμοδότησε θετικά με ομόφωνη απόφασή του το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Η έκθεση θα συνοδεύεται από κατάλογο-έκδοση αναφοράς, με κείμενα 13 επιστημόνων.
Πηγή: Ημερησία
Δημοσιεύτηκε στις 29/06/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire