Του Στέφανου Κωνσταντινίδη*
Αν για το ελληνικό κράτος ισχύει η υπόθεση ότι πολλές από τις κακοδαιμονίες του οφείλονται στο γεγονός ότι πέρασε από την οθωμανική περίοδο στη δυτική προσαρμογή χωρίς τους αναγκαίους ενδιάμεσους σταθμούς που γνώρισε η Δύση, αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για την Κύπρο που από την οθωμανική εποχή πέρασε στην αγγλική αποικιοκρατία. Μολονότι η αγγλική κατοχή της Κύπρου θα μπορούσε να εισαγάγει μια πολιτική διαδικασία σταδιακού εκσυγχρονισμού της κυπριακής κοινωνίας, εισάγοντας τους θεσμούς της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Αντίθετα η αγγλική αποικιοκρατία υπονόμευσε τις δυνατότητες εισαγωγής του πολιτικού φιλελευθερισμού της μητρόπολης στη ζωή της Κύπρου. Κι αυτό γιατί το αποικιακό καθεστώς εισήγαγε από την πρώτη στιγμή, με το πρώτο σύνταγμα το 1882, μια υποτυπώδη και παραμορφωμένη εκδοχή των θεσμών της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης με τη δημιουργία του λεγόμενου Νομοθετικού Συμβουλίου. Η βρετανική πολιτική στην Κύπρο υπήρξε εγκληματική με την έννοια ότι εξακολούθησε να χρησιμοποιεί την αρχή των μιλέτ της οθωμανικής εποχής, δίνοντας έμφαση στις εθνικοθρησκευτικές κοινότητες και υποβοηθώντας τη συγκρουσιακή λογική ανάμεσά τους, αντί να εισαγάγει τις ιδεολογικές συνισταμένες του πολιτικού φιλελευθερισμού που έδινε περισσότερο έμφαση στους πολίτες και τα δικαιώματά τους χωρίς να τους διαχωρίζει σε επίπεδο εθνικό ή θρησκευτικό.΄Οπως χαρακτηριστικά έγραψε ο κύπριος ιστορικός Γιώργος Γεωργαλλίδης. «το κυπριακό σύνταγμα εισήγαγε δύο ασυμβίβαστες ιδέες : την παλιά οθωμανική αρχή της αντιπροσώπευσης από τα μιλέτ και την δυτική δημοκρατική έννοια των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας». Ο ίδιος τονίζει αυτό που επανειλημμένα αναφέρτηκε και από άλλους μελετητές της εποχής αυτής, ότι οι Βρετανοί δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τη μειονότητα εναντίον της πλειοψηφίας .Η παραμόρφωση της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής ιδεολογίας οδήγησε στην εισαγωγή ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων για τους Ελληνοκυπρίους και ξεχωριστών για τους Τουρκοκυπρίους. Έτσι οι Κύπριοι δεν αντιμετωπίστηκαν ως πολίτες όπως αυτό συνέβαινε τότε σε όλες τις εν εξελίξει δημοκρατίες της Δύσης, αλλά ως εθνικές ομάδες. Η εισαγωγή ενός κράματος αυταρχικού φιλελευθερισμού και «οθωμανισμού» οδήγησε σταδιακά στη διακοινοτική διαμάχη αντί στη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού σώματος. Έτσι οι πολιτικές σχέσεις στην Κύπρο οικοδομήθηκαν από την βρετανική αποικιοκρατία στη βάση φυλετικών κριτηρίων και αυτό έγινε ο κανόνας για την κυπριακή πολιτική ζωή και στα επόμενα χρόνια με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που δημιούργησαν την Κυπριακή Δημοκρατία. Για να αντιληφθεί κανείς το εγκληματικό αυτής της βρετανικής πολιτικής θα πρέπει να φανταστεί τι θα προέκυπτε στις διάφορες χώρες της Δύσης, της Βρετανίας συμπριλαμβανομένης, αν εφαρμοζόταν η ίδια αρχή και στρεβλωνόταν η φιλελεύθερη δημοκρατία. Θα έπρεπε δηλαδή να υπάρχουν ξεχωριστοί εκλογικοί κατάλογοι για καθολικούς, προτεστάντες, Σκωτσέζους, Ουαλούς, Βάσκους, Κορσικανούς κ.λπ. κ.λπ. Μπορεί επίσης να φανταστεί κανείς την πολιτική βαβέλ που θα προέκυπτε στις ΗΠΑ αν εφαρμοζόταν η αρχή της «φυλετικής» αντιπροσώπευσης, το ίδιο στον Καναδά, την Νότια Αφρική , όπως και σε πολλές άλλες χώρες. Υποθετικά επίσης,
αν τα έξι εκατομμύρια Γάλλοι μουσουλμάνοι εξασφάλιζαν δικαιώματα ξεχωριστής πολιτικής αντιπροσώπευσης, αυτό φυσικά θα οδηγούσε και στην εκλογή πολιτικών αντιπροσώπων με φυλετικά και θρησκευτικά κριτήρια όπως και κατανομή της εξουσίας με τον ίδιο τρόπο. Στη βάση της ίδιας λογικής οι χώρες της Δύσης θα έπρεπε να επιδιώκουν σήμερα να επιλύσουν τα πολιτικά τους προβλήματα με τον ίδο τρόπο που εισηγούνται λύση του Κυπριακού, όπου απεμπολούνται οι δημοκρατικές αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών. Όλα αυτά φυσικά, ως διεκδικήσεις από τις διάφορες εθνικές ομάδες των δυτικών χωρών, θα θεωρούνταν παράλογα και εξωφρενικά και κανένας δεν θα τα συζητούσε. Στην Κύπρο όμως όλα αυτά τα ρατσιστικά παρουσιάζονται ως λογικά και συζητούνται. Οι δε διάφοροι νεοφιλελεύθεροι, μεταμοντέρνοι και μεταλλαγμένοι «αριστεροί» της νέας τάξης οι οποίοι πήραν διαζύγιο από τις ιδέες του διαφωτισμού, μιλούν για «εθνικισμό» αν κάποιος προασπίζεται αυτά που απολαμβάνουν Άγγλοι, Γάλλοι, Ποτογάλοι, Αμερικανοί, Καναδοί, Ισπανοί και Αυστραλέζοι... Καθ’ότι οι Κύπριοι, προσπαθούν να μας πείσουν, είναι πολίτες με «ειδικές» ανάγκες...
*Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
e-mail: stephanos.constantinides@gmail.com
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 21/07/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire