Της Φωτεινής Στεφανοπούλου
Το όνειρό της σε νεαρή ηλικία ήταν να γίνει γιατρός. Παρότι τελικά επέλεξε άλλη επιστήμη, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι μόλις στα 30 της χρόνια έχει βάλει το δικό της λιθαράκι για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Η Αναστασία Παπαδοπούλου με την εργασία της για την κυτταρική θεραπεία του αυτοάνοσου νοσήματος έδωσε ελπίδες καλύτερης ζωής σε περισσότερους από πέντε εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως.
Με καταγωγή από την Κρύα Βρύση Πέλλας, γεννήθηκε στα Γιαννιτσά, όπου πέρασε τα εφηβικά της χρόνια. Στη Γ' Λυκείου μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια πήγε στα Γιάννενα, όπου σπούδασε στο Πρόγραμμα Σπουδών Επιλογής Βιοχημείας. Στο τέλος των σπουδών της ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την έρευνα και οι καθηγητές της που αναγνώρισαν το ταλέντο της την ενθάρρυναν να συνεχίσει σε αυτήν την κατεύθυνση, λέγοντάς της χαρακτηριστικά «είσαι γι' αυτό το πράγμα». Μολονότι θα μπορούσε να κάνει κατ' ευθείαν διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, επέλεξε να παρακολουθήσει μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης προκειμένου να είναι πιο κοντά στους γονείς της. Στο δεύτερο έτος της διπλωματικής της εργασίας συνεργάστηκε με το Κέντρο Κυτταρικής και Γονιδιακής Θεραπείας της Αιματολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Παπανικολάου Θεσσαλονίκης. Εκείνο το διάστημα αποφάσισε να κάνει και το διδακτορικό της, επιλέγοντας τον τομέα της εφαρμοσμένης γενετικής και βιοτεχνολογίας.
Στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής, η οποία εκπονήθηκε ενταγμένη σε πρόγραμμα διεπιστημονικής συνεργασίας του Τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ με το Κέντρο Κυτταρικής και Γονιδιακής Θεραπείας, άρχισε στα τέλη του 2006 να ασχολείται με το πώς τα μεσεγχυματικά κύτταρα του μυελού των οστών επιδρούν στα αυτοάνοσα νοσήματα και κυρίως στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. «Η έρευνά μας που έγινε σε ζώα έδειξε ότι τα συγκεκριμένα κύτταρα δεν "δουλεύουν" από μόνα τους, όταν υπάρχει φλεγμονή. Ετσι, αποφασίσαμε να τα συνδυάσουμε με φάρμακα, ώστε να μειωθεί η φλεγμονή, προτού χορηγηθούν τα κύτταρα. Και καταλήξαμε στο φάρμακο bortezomib, το οποίο είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα, που ανοίγουν τον δρόμο για μεταφορά αυτής της στρατηγικής σε κλινική εφαρμογή σε ανθρώπους», εξηγεί.
Η διεθνής αναγνώριση, που συνέπεσε με την ολοκλήρωση του διδακτορικού της, ήρθε τον περασμένο Μάιο, στο 17ο ετήσιο παγκόσμιο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Κυτταρικής Θεραπείας, το οποίο φέτος φιλοξενήθηκε στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Σε ένα συνέδριο, όπου θεωρείται επιτυχία ακόμα και να γίνει δεκτή η όποια εργασία ανάμεσα στις εκατοντάδες που υποβάλλονται, η έρευνα της Αναστασίας Παπαδοπούλου αξιολογήθηκε από την επιστημονική επιτροπή ως η καλύτερη ως προς την ιδέα, την τεχνική, τα αποτελέσματα και την παρουσίαση.
«Μέχρι να ανεβώ στο βήμα για την παρουσίαση, έχασα 20 χρόνια από τη ζωή μου», λέει. «Ομως το πιο έντονο συναίσθημα το έζησα μετά την παρουσίαση, αλλά και στο γκαλά-δείπνο, όπου έγινε η απονομή του βραβείου και παρευρίσκονταν όλοι σύνεδροι. Με πλησίαζαν καταξιωμένοι επιστήμονες και με ρωτούσαν λεπτομέρειες για την εργασία, αλλά και για το τι θα κάνω στην καριέρα μου. Ολοι έδειχναν ενθουσιασμένοι με τη δουλειά μας και μας είπαν ότι το αξίζαμε. Κι αυτό ήταν ο καλύτερος επίλογος για το διδακτορικό μου».
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕΙΣ. Ο δρόμος της ωστόσο δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Αλλωστε, όπως λέει και η ίδια, στην έρευνα έρχεται κανείς αντιμέτωπος με πολλές αποτυχίες και απογοητεύσεις, γι' αυτό και όσοι ασχολούνται με τον τομέα αυτό πρέπει να είναι οπλισμένοι με τρομερή υπομονή, επιμονή, αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Η μεγαλύτερη απογοήτευση ήρθε από την ελληνική επιστημονική κοινότητα. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν από την ερευνητική ομάδα για την υποβολή διεπιστημονικής - διαπανεπιστημιακής ερευνητικής πρότασης στο πρόγραμμα «Θαλής», το οποίο στοχεύει στην ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, με τη χρηματοδότηση προγραμμάτων βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Ωστόσο, η ίδια πρόταση που δύο ημέρες μετά απέσπασε διεθνή διάκριση από τους πλέον ειδικούς στο πεδίο της κυτταρικής θεραπείας, απορρίφθηκε με την ένδειξη «δεν αξιολογήθηκε θετικά». Μάλιστα, κόπηκε από την πρώτη κιόλας φάση της κρίσης και δεν συμπεριλήφθηκε ούτε στις 400 καλύτερες. «Τελικά η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Νοσοκομείο Παπανικολάου και το ΑΠΘ και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Κι αυτό δείχνει τελικά ότι... ουδείς προφήτης στον τόπο του», λέει.
Ενα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που συνάντησε ήταν το πρόβλημα της χρηματοδότησης της έρευνας στην Ελλάδα, το οποίο δεν πλήττει μόνο το πανεπιστήμιο, αλλά και όλους τους ερευνητικούς φορείς. Και ο αντίκτυπός του δεν περιορίζεται στη δυσκολία προμήθειας των αναλώσιμων και των αντιδραστηρίων, αλλά κυρίως στο προσωπικό που θα πρέπει να αμείβεται για να μπορεί να εργαστεί απερίσπαστο. Η ίδια, μάλιστα, αναγκάστηκε κάποια στιγμή να δουλέψει σε άλλο ερευνητικό πρόγραμμα, στην Παθολογοανατομική της Ιατρικής Σχολής, όμως δεν άντεξε περισσότερους από επτά μήνες. Αλλωστε, παραδέχεται ότι έτσι κι αλλιώς η έρευνα θέλει μεγάλες θυσίες, κυρίως σε ό,τι αφορά τον προσωπικό χρόνο του καθενός. Και η ίδια έχει πλέον... ξεχάσει τα χόμπι της, όπως τη γυμναστική, τους παραδοσιακούς χορούς και τη λύρα, με τα οποία ασχολούταν μικρή. «Δεν χωρούν δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη. Εξάλλου, προσωπικά όταν αναλαμβάνω κάτι, θέλω να δοθώ σ' αυτό. Ομως, πρέπει να ζήσεις κιόλας. Ευτυχώς, είχα υποστήριξη από τους γονείς μου και είχα τη δυνατότητα να σταματήσω», αναφέρει.
Στο Παπανικολάου. Παρά την ολοκλήρωση του διδακτορικού της, εξακολουθεί να πηγαίνει καθημερινά στη Μονάδα του Νοσοκομείου Παπανικολάου, όπου μαζί με τους συνεργάτες της βάζουν τις τελευταίες πινελιές για τη δημοσίευση της εργασίας τους. Οσο για το μέλλον της, ακόμα δεν έχει συγκεκριμένα σχέδια, αλλά αυτό δεν την αγχώνει. Κι αυτό, γιατί δηλώνει φύσει αισιόδοξος άνθρωπος και πιστεύει - ή τουλάχιστον έτσι λέει πως το βλέπει - ότι τα πράγματα μέχρι σήμερα της ήρθαν εύκολα. Το βέβαιο είναι πως δεν θέλει να φύγει οριστικά από την Ελλάδα, γιατί της αρέσει η ζωή εδώ. Ομως αυτό είναι ένα ενδεχόμενο που δεν το αποκλείει, αν δεν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. «Πρώτος μου στόχος είναι η έρευνα. Μπορώ και θέλω να προσφέρω και το έχω αποδείξει. Θα ήθελα να βγω για σύντομο διάστημα στο εξωτερικό, να ασχοληθώ με μία καινοτόμο τεχνολογία και στη συνέχεια να τη φέρω στην Ελλάδα. Ομως, δυστυχώς, η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της και μαζί... τρώγεται και η ίδια. Δεν μπορεί να έχεις παιδιά στην πιο παραγωγική ηλικία, με μυαλό και διάθεση να προσφέρουν, και να τα κρατάς στον πάγο. Ετσι δεν θα μπορέσεις ποτέ να έχεις ανάπτυξη και μέλλον».
Πηγή: Τα Νέα
Δημοσιεύτηκε στις 23/07/2011
Πηγή: Τα Νέα
Δημοσιεύτηκε στις 23/07/2011
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire