Και ύστερα... ήρθαν οι τουρίστες
Δεν θα είχα πάει ποτέ στην Ελλάδα
«αν δεν υπήρχε εκείνο το κορίτσι, η Μπέτι Ράιαν, που έμενε στο ίδιο
σπίτι μ' εμένα στο Παρίσι. Κανένας δεν μου έχει δώσει την ατμόσφαιρα
ενός τόπου με τόση πληρότητα όσο αυτή για την Ελλάδα», έγραφε ο Χένρι
Μίλερ, ανοίγοντας τον «Κολοσσό του Μαρουσιού». Και παρακάτω: «Για μήνες
πριν από αυτή τη συζήτηση λάμβανα γράμματα από την Ελλάδα από τον φίλο
μου Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος είχε κυριολεκτικά κάνει πατρίδα του την
Κέρκυρα».
Βρισκόμαστε στα 1939, με τον πόλεμο προ των πυλών και τον Μίλερ να αποφασίζει τουρισμό στη χώρα μας.
Αθήνα, Κέρκυρα και πάλι Αθήνα και Υδρα στο σπίτι του Χατζηκυριάκου Γκίκα και πάλι Κέρκυρα, μέχρι το οριστικό αντίο. Ο «Κολοσσός», που περιγράφει την προπολεμική περίοδο και ατμόσφαιρα, αλλά και η «Θαλάσσια Αφροδίτη» του Ντάρελ που αναφέρεται στην αμέσως μετά τον πόλεμο περίοδο στα Δωδεκάνησα, και τέλος τα «Ελληνικά νησιά» του ιδίου, που είναι ο προσωπικός ταξιδιωτικός οδηγός-τυφλοσούρτης του, δίνουν το κλίμα μιας εποχής προβληματικής αλλά σίγουρα αγνότερης. Μιας Ελλάδας όπου ο τουρίστας είχε αρκετές πιθανότητες να φιλοξενηθεί δωρεάν (στα χωριά εννοείται) και ειδικά ο Αμερικανός τουρίστας να δει στις πόλεις το πορτοφόλι του να ελαφρώνει αν δεν γνώριζε τη μαγική λέξη «παζάρι».
Ευλογημένο το βιβλίο του Μίλερ με περιγραφές τόπων (Κέρκυρα, Υδρα, Δελφοί, Επίδαυρος, Μυκήνες, Σπέτσες, Κρήτη) αλλά ανθρώπων κατά κύριο λόγο (Χατζηκυριάκος, Σεφέρης, Τσάτσου, Κατσίμπαλης κ.ά.). Γυμνικά μπάνια στα νερά της Κέρκυρας, οινοποσία στην Αθήνα και υπέροχα δείπνα στην Υδρα: «Δεν είχα μπει στο νερό περίπου είκοσι χρόνια. Ο Ντάρελ και η Νάνσι, η γυναίκα του, είναι σαν ένα ζευγάρι δελφινιών. Μετά το μεσημεριανό πήραμε έναν υπνάκο» και «Ο Κατσίμπαλης είχε πιει πολλή ρετσίνα στις μέρες του. Ελεγε πως ήταν καλή, καλή για τα νεφρά, καλή για το συκώτι, καλή για τα πνευμόνια, καλή για τα έντερα, καλή για το μυαλό και καλή για όλα» και «Η κυρία Χατζηκυριάκου, σύζυγος του Γκίκα, έστρωνε υπέροχο τραπέζι. Σηκωνόμασταν σαν ασκιά παραγεμισμένα με κρασί».
Μυθικά περάσματα με καΐκι μέσα στην τρικυμία με τον Κατσίμπαλη, από την Υδρα στις Σπέτσες, χωροφύλακες που ζητούν ταυτότητα από τους τρελούς ταξιδιώτες και συμπεράσματα όπως: «Οικονομικά μπορεί να φαίνεται ασήμαντη, αλλά πνευματικά η Ελλάδα είναι ακόμα η μητέρα των εθνών, η νερομάνα της σοφίας και της έμπνευσης».
Στη «Θαλάσσια Αφροδίτη», ο Ντάρελ αυτοβιογραφείται, αναφερόμενος στην περίοδο αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, όταν το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής τον έστειλε στη Ρόδο για να εκδώσει το πρώτο πληροφοριακό δελτίο, εφημερίδα απολύτως επιτυχημένη, αφού ο εν πολλοίς αγράμματος πληθυσμός την αγόραζε προορίζοντάς της διαφορετική χρήση: χαρτί περιτυλίγματος και χαρτί τουαλέτας!
Το βιβλίο είναι γεμάτο μυθικές εικόνες: «Ο Μανόλης κάθεται στην ηλιόλουστη αποβάθρα όλο το πρωί και μπαλώνει τα σχισμένα δίχτυα για να βγάλει το ψωμί του. Τα χέρια του είναι σαν παραμορφωμένα κέρατα, σκληρά και βρώμικα, κι όμως οι κινήσεις του ενώ δουλεύει είναι τόσο τέλειες και αβρές, σαν να πλέκει δαντέλα». «Του Αγίου Κωνσταντίνου στέφουν τις συκιές και τις ροδιές. Ο ιδιοκτήτης τους τις επισκέπτεται και τις στεφανώνει με κλαδιά πικροδάφνης και άγρια ματζουράνα. Οι χωρικοί τα ονομάζουν "αρραβώνες" και σκοπός της τελετής είναι να κάνει τα δέντρα να καρποφορήσουν». «Τέσσερα Τουρκόπουλα βαδίζουν πιασμένα απ' το χέρι. Το μεγαλύτερο, ένα παχουλό αγόρι γύρω στα εννιά, καπνίζει ένα τσιγάρο και επιβάλλει την τάξη».
Ο Ντάρελ επισκέπτεται την Κω: «Τα παιδιά παίζουν υπέροχα παιχνίδια ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου του Ιπποκράτη. Ανταλλάσσουμε πορτοκάλια με γλυκά. Παντού τα ίδια: συζητήσεις για τα τρόφιμα. Τα παιδιά είναι ρακένδυτα και αδύνατα, αλλά δεν λιμοκτονούν», αλλά και την Πάτμο: «Μακριά προς τα βόρεια η ομίχλη είχε αποτραβηχτεί και πίσω της, φωτισμένο από μια δέσμη φωτός του ήλιου, φαινόταν ένα λευκό ακρωτήριο, σαν ανοιγμένη φτερούγα άλμπατρος, στο σημείο ακριβώς που ενωνόταν ο ουρανός με τη θάλασσα. Αυτή η λευκή δέσμη στάθηκε για λίγο, και κατόπιν μετακινήθηκε αργά, αποκαλύπτοντας ένα ακροπύργιο, μια έπαλξη, τον τρούλο ενός παρεκκλησιού. "Το μοναστήρι", ανακοίνωσε ο καπετάνιος».
Τέλος, πάει σ' ένα πανηγύρι: «Δυο νταούλια έχουν αρχίσει να χτυπούν ρυθμικά κι ένας κύκλος χορευτών αρχίζει να σχηματίζεται από κάτω μας στην πλαγιά. Συγκεντρώνονται γύρω από μια ομάδα μουσικών που παίζουν κρουστά, βιολί, κλαρίνο και κιθάρες και οι οποίοι στέκονται δίπλα δίπλα με τα κεφάλια τους σκυμμένα ο ένας προς τον άλλον. Οι χοροί ξεδιπλώνονται πάντα έτσι απ' το κέντρο, σε σχηματισμό που μοιάζει με λουλούδι».
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire