Ένα ιδιαίτερο σχήμα βίας αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες, το οποίο άλλοτε ορίζεται ως τρομοκρατία, άλλοτε ως φασιστική και ρατσιστική βία, άλλοτε ως ψυχική διαταραχή: από τις επιθέσεις του Μπρέιβικ στη Νορβηγία έως τις βομβιστικές επιθέσεις στη Βοστώνη και τις δολοφονίες στρατιωτών σε Βρετανία και Γαλλία πρόσφατα, πρόκειται για εγκλήματα που, ανεξαρτήτως των διαφοροποιητικών τους παραμέτρων, διαπράττονται από μεμονωμένους δράστες, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η πίστη σε μια ανώτερη ιδέα που «νομιμοποιεί» στη συνείδησή τους κάθε είδους βία.

Το χαρακτηριστικό τέτοιων εγκλημάτων -ανεξαρτήτως του πώς τα ορίζουν ο νόμος, η αστυνομία, τα ΜΜΕ κι εμείς οι άλλοι- είναι το κοινωνικό μίσος, η εχθρότητα απέναντι στον άλλο (τον αντίπαλο), η απολυτότητα στην προσέγγισή του, το πνεύμα της εκδίκησης. Πρόκειται για χαρακτηριστικά που διέκριναν τα εγκλήματα φασιστικής και ναζιστικής βίας του 20ού αιώνα και βρίσκονταν στον αντίποδα των εγκλημάτων τής πάλαι ποτέ πολιτικής αριστερής τρομοκρατίας, που γνώρισε η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο. Η τελευταία επιχειρούσε στοχευμένα με εμφανείς συμβολισμούς (καθώς εντασσόταν σε μια προεπαναστατική διαδικασία κινητοποίησης και συνειδητοποίησης των λαϊκών τάξεων), στο όνομα «ανώτερων» ιδεών που ο καθένας μπορούσε να κατανοήσει τη φιλοσοφία τους (συμφωνώντας ή μη), να αναγνωρίσει την πολιτική ιδιότητα και λειτουργία του αντιπάλου.
Ο λόγος πλαισίωσης των πράξεων αυτών δεν ήταν λόγος μίσους, επειδή, παρά την επιθετικότητα και τη σκληρότητά του, είχε μια πολιτική λογική που συχνά υποδήλωνε ένα υπόβαθρο ανθρωπισμού αναγνωρίσιμο από την περίοδο του Διαφωτισμού. Αυτό το πρότυπο πολιτικής πρακτικής, που θα προκαλούσε την επανάσταση, κατέρρευσε όταν άρχισε να υποτιμάται η σημασία του πολιτικού και προτάχθηκε η στρατιωτική δράση των οργανώσεων, περίπου με απόλυτο τρόπο, προς το τέλος της δεκαετίας του '80. Τότε άρχισε και η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού, όπως και η άνοδος των νεοφασιστικών οργανώσεων με λαϊκό χαρακτήρα, όχι τόσο με συμπαγή ιδεολογία όσο με συμπαγή πρακτική, που ενισχυόταν από άλλες επιμέρους κοινωνικές δράσεις βίας (χουλιγκανισμός, συμμορίες νεαρών ανδρών, «μαύρα μουσικά ρεύματα» κ.λπ.), χωρίς εμφανή πολιτικό χαρακτήρα.
Η μετεξέλιξη όλων αυτών είναι οι πράξεις βίας που προανέφερα: η υποχώρηση του πολιτικού έφερε το κοινωνικό μίσος. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να εξορθολογίσουν τη δίκαιη ή άδικη οργή τους. Υποκείμενοι οι ίδιοι ή ομοϊδεάτες τους στις συνθήκες εκμετάλλευσης με τις οποίες ταυτίζονται ακόμα και όταν δεν τις ζουν, αναγνωρίζουν στη μαζική ή στην απάνθρωπη βία και εν πολλοίς στην πολιτικά άχρηστη βία έναν τρόπο αυτο-επιβεβαίωσης, αυτοπραγμάτωσης, ένα νόημα στη ζωή τους. Ο «άλλος» συρρικνώνεται σε «τίποτα», σε «σκουπίδι», σε «άχρηστη παρουσία».
Στην πραγματικότητα, αυτή η προσέγγιση αποτυπώνει την άρνηση του πολιτικού και της πολιτικής: εκεί ακριβώς «φωλιάζει» το κοινωνικό μίσος, που διαχέεται πλέον ως τάση με ποικίλες μορφολογικές εκφάνσεις, διεισδύοντας, στη συνέχεια, ως λύση στην καθημερινή πρακτική. Το κοινωνικό μίσος και όχι η πολιτική αντιπαλότητα, επομένως, είναι που χαρακτηρίζει τέτοιες μορφές βίας και μας επιβάλλει να εγκαταλείψουμε τα διαχειριστικά πρότυπα περί νόμου και τάξης. Πρόκειται για ζητήματα που απασχολούν εδώ και χρόνια όσους ασχολούνται με το έγκλημα, καθώς οι δράστες τέτοιων εγκλημάτων δεν «χωράνε» στις στερεοτυπικές προσεγγίσεις που επικρατούν.
Προφανώς το θέμα δεν τελειώνει εδώ: μάλλον τώρα αρχίζει. Ανάμεσα στα άλλα, όμως, και λαμβάνοντας υπόψη τη διαφαινόμενη στροφή των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας (της χώρας από την οποία κατάγεται ο πόλεμος αυτός), φαίνεται ότι αρχίζει να γίνεται πλέον ανάγκη να οριοθετηθούν και να νοηματοδοτηθούν ξανά τα πράγματα με βάση την κοινωνική πραγματικότητα από την οποία προκύπτουν: Η κοινωνία που προτάσσει τον τύπο από την ουσία (τις ρυθμίσεις για τη ζωή από την πραγματική ζωή), δηλαδή ό,τι πιο συντηρητικό μπορεί να υπάρξει, αδυνατεί (ή δεν θέλει) να αντιμετωπίσει το κοινωνικό μίσος. Έτσι καταφεύγει σε καταστολή, σε όλο και πιο εξειδικευμένες νομοθεσίες, που τελικά διαστρεβλώνουν την ουσία της πολιτικής δημοκρατίας, κατά τη γνώμη μου, την ελευθερία με όρους.
Όμως, το κοινωνικό μίσος δεν χρειάζεται ούτε νόμους, ούτε μετανάστες, ούτε μουσουλμάνους για να εκδηλωθεί: όλοι αυτοί είναι απλώς τα ευάλωτα μέρη, θύτες και θύματα μιας κοινωνίας που έχει χάσει το σημαντικότερο μέρος του Πολιτικού: την έννοια του ανθρώπου. Και αυτό δεν το φτιάχνουν οι νόμοι και κανένας νόμος δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει.

* Η Σ. Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, ΔΠΘ


Πηγή: Η Αυγή
Δημοσιεύτηκε στις 02/06/2013