Πρόβα κάτω από την Ακρόπολη
Ο ανταγωνισμός ήταν αθέμιτος χθες
το βραδάκι για τους πλανόδιους μουσικούς της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αφού
είχαν να αντιμετωπίσουν... ολόκληρη ορχήστρα. Και όχι μια τυχαία
ορχήστρα: ήταν εκείνη της Λυρικής Σκηνής, που με τους μονωδούς έκανε την
ανοιχτή της πρόβα για τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Τζάκομο Πουτσίνι στον
πεζόδρομο.
Από νωρίς ο κόσμος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται, όρθιοι, καθιστοί, στις πεζούλες, στο ύψος του Μερόπειου. Λίγο πριν αρχίσει η πρόβα έγινε το αδιαχώρητο.
Ο Μύρων Μχαηλίδης με το που ανέβηκε στο πόντιουμ ζήτησε από τους μουσικούς να κουρδίσουν τα όργανά τους και στρεφόμενος προς το κοινό το προέτρεψε να πλησιάσει. «Ελάτε πιο κοντά», είπε, «και φέρτε τα παιδάκια μπροστά».
Στη συνέχεια παρουσίασε την ορχήστρα ως μία από τις παλαιότερες και σημαντικότερες της χώρας, ανήγγειλε την παράσταση της «Μπατερφλάι» για την επόμενη Παρασκευή στο ρωμαϊκό ωδείο, θύμισε ότι η συγκεκριμένη όπερα ήταν εκείνη με την οποία άνοιξε το 1940 η Λυρική και ότι με αυτή είχε συνδεθεί άρρηκτα το όνομα της Μαρίας Κάλλας.
«Θα προσπαθήσουμε να σας κολλήσουμε το μικρόβιο της όπερας», είπε ο Μιχαηλίδης χαμογελαστός προς το κοινό.
«Η "Μπατερφλάι" είναι βασισμένη σε μια πραγματική ιστορία», αυτή του γάμου ενός Αμερικανού αξιωματικού με μια νεαρή Γιαπωνέζα. Εκείνος την άφησε και όταν επέστρεψε, απαιτώντας να πάρει μαζί του το παιδί τους, αυτή αυτοκτόνησε».
Και ύστερα ο μαέστρος άρχισε ένα παιχνίδι που μπορεί να «κούρασε» τους μουσικούς του, σίγουρα όμως έδωσε τη δυνατότητα στους αμύητους μεταξύ του κοινού να κατανοήσουν μερικά από τα κλειδιά της όπερας γενικότερα, αλλά και ειδικότερα αυτής του Πουτσίνι.
Ο Μιχαηλίδης διάλεγε σκόρπια αποσπάσματα της όπερας, εξηγούσε τη σημασία τους και καλούσε τους μουσικούς να τα εκτελέσουν.
«Το λάιφ μοτίφ, του Αμερικανού, του Πίνκερτον, δεν μπορεί παρά να βασίζεται στον εθνικό ύμνο της χώρας του», είπε, π.χ., και ακούστηκε το συγκεκριμένο απόσπασμα. Πέρασε στη συνέχεια στα σπαρακτικά κομμάτια του έρωτα, πιο ήμερα στην πρώτη πράξη, δραματικά στην τρίτη, έκανε ένα μάθημα σχετικά με την ένταση που προκαλούν τα κρουστά και το συνέδεσε με τη στιγμή που ο θείος της Μπατερφλάι, ο Μπόντζο, την καταριέται. Κάλεσε το κοινό να φανταστεί τη θάλασσα («καλοκαιράκι έχουμε, άλλωστε») και ακούστηκε το μοτίβο του πλοίου που βλέπει η νεαρή κοπέλα να έρχεται, ενώ ζήτησε από την ορχήστρα να σχηματίσει τους ήχους από τα πουλιά.
Οι κορυφαίες στιγμές της ανοιχτής δοκιμής σημαδεύτηκαν από τις άριες του Πίνκερτον και της κοπέλας που παντρεύτηκε και πρόδωσε. Ο Λουτσιάνο Γκάνσι και η Τσέλια Κωστέα, δίχως μικρόφωνα και παρά την, ούτως ή άλλως, κακή ηχητική, απέδωσαν δύο από τις πλέον αναγνωρίσιμες άριες της όπερας του Πουτσίνι και φυσικά πήραν την ανταμοιβή τους στο χειροκρότημα, που έτσι και αλλιώς επανερχόταν συνεχώς καθ' όλη τη διάρκεια της πρόβας, για να γιγαντωθεί στο φινάλε.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Δημοσιεύτηκε στις 19/07/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire