Ο Έντγκαρ Λόρενς Ντόκτοροου —ένας από τους πιο ολοκληρωμένους αμερικανούς μυθιστοριογράφους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα— γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1931, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης. Πέθανε πριν από δύο χρόνια, στις 22 Ιουλίου 2015.
Ο Ντόκτοροου, σε όλη τη συγγραφική του σταδιοδρομία, υπήρξε η φωνή του υποσυνείδητου της Αμερικής. Τα μυθιστορήματά του τοποθετούνται πάντα σε κάποιο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο — από τον αμερικανικό εμφύλιο (Η Στρατιά, εκδ. Πόλις) έως το σύγχρονο Μανχάταν (City of God), ενώ με το Χόμερ και Λάνγκλεϊ (εκδ. Πατάκη) περιδιαβαίνει ουσιαστικά ολόκληρο τον 20ό αιώνα·η ελεύθερη όμως ανάπλαση των πραγματικών προσώπων που ενοικούν σ’ αυτά, η μυθοπλαστική αποτύπωση της δράσης και του λόγου τους μέσα στην ιστορία έδωσε στο αναγνωστικό κοινό πρόσβαση σε μια μεγάλη μεταφορική εικόνα της χώρας, του πνεύματός της, εναργέστερα από όσο θα κατάφερνε οποιοδήποτε ακραιφνώς ιστορικό κείμενο. Η μυθοπλασία του, η στέρεη πρόζα του, η πολιτική του ευαισθησία, οι πάμπολλες φωνές που υιοθέτησε στην πορεία του, είναι η πιο βαθιά αλήθεια της Αμερικής.
Έχει δηλώσει ότι από μικρό παιδί «ήταν» συγγραφέας, με την έννοια ότι όχι απλώς παρακολουθούσε την πλοκή των βιβλίων, αλλά μπορούσε να μπαίνει στη θέση του συγγραφέα, να παρακολουθεί τον συγγραφέα και τις επιλογές του πίσω από το κείμενο. Όταν πήγαινε γυμνάσιο, ένας καθηγητής ζήτησε από την τάξη να γράψουν για κάποια γραφική, ιδιαίτερη προσωπικότητα της πόλης. Ο Ντόκτοροου έγραψε για έναν πορτιέρη στο Κάρνεγκι Χολ, τον οποίο λάτρευαν οι μουσικοί. Ο καθηγητής ενθουσιάστηκε τόσο από την περιγραφή, που ζήτησε από τον Ντόκτοροου και μια φωτογραφία του πορτιέρη, ώστε να δημοσιεύσει το κείμενό του στην εφημερίδα του σχολείου. Ο μικρός Έντγκαρ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο πορτιέρης του ήταν επινοημένος. Πήρε κάτω από τη βάση, αλλά ένα από τα βασικά στοιχεία της συγγραφικής του αντίληψης, η ελεύθερη ανάπλαση ιστορικών στοιχείων, η συνύπαρξη αληθινών και φανταστικών προσώπων, «ο πονηρά παιγνιώδης τρόπος που αγνοεί τον τοίχο μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας» ήταν ήδη εκεί.
Τη δεκαετία του ’50 εργάστηκε για μερικά χρόνια στην Columbia Pictures. Δουλειά του ήταν να διαβάζει βιβλία και να εντοπίζει αυτά που μπορούσαν να γίνουν ταινία. Πριν εκδώσει οτιδήποτε δικό του, ο Ντόκτοροου δούλεψε επίσης για πέντε χρόνια ως επιμελητής κειμένων. Από τα χέρια του πέρασαν χειρόγραφα μεγάλων συγγραφέων, όπως ο Μέιλερ και ο Τζέιμς Μπόλντουιν. Το πρώτο του βιβλίο ήρθε τελικά το 1960, με τίτλο Welcome to hard times. Από τότε ακολούθησαν άλλα 11 μυθιστορήματα, τέσσερις συλλογές διηγημάτων, ένα θεατρικό – και αναρίθμητα εθνικά και διεθνή βραβεία. Το Ράγκταϊμ, το Μπίλι Μπάθγκεϊτ και Το βιβλίο του Ντάνιελπέρασαν με επιτυχία και στη μεγάλη οθόνη. Ο Ντόκτοροου ήδη κατατάσσεται ανάμεσα στα ιερά τέρατα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Αναφερόμενος κάποτε στη σχέση του με τις φωνές που εφευρίσκει για την αφήγησή του, ο Ντόκτοροου περιέγραψε τον ρόλο του συγγραφέα περίπου ως μεταφραστή μιας άλλης, ακόμα πιο μακρινής φωνής: «Μ’ αρέσει μια εικόνα που προέρχεται από τα καρτούν. Βλέπεις το χέρι του καλλιτέχνη να σχεδιάζει το ποντίκι. Μετά, χρωματίζει την μπλούζα και το παντελόνι, έπειτα του δίνει μια σπρωξιά, και το ποντίκι παίρνει δρόμο. Μόνο που», συμπλήρωσε, «και το χέρι ζωγραφιστό είναι».
Βιβλία του Ντόκτοροου στα ελληνικά
(2013) Χόμερ και Λάνγκλεϋ (Εκδόσεις Πατάκη)
(2010) Η στρατιά (Πόλις)
(2006) Το βιβλίο του Ντάνιελ (Πόλις)
(1997) Παγκόσμια έκθεση (Νεφέλη)
(1993) Ράγκταϊμ (Επιλογή / Θύραθεν)
(2010) Η στρατιά (Πόλις)
(2006) Το βιβλίο του Ντάνιελ (Πόλις)
(1997) Παγκόσμια έκθεση (Νεφέλη)
(1993) Ράγκταϊμ (Επιλογή / Θύραθεν)
* * *
Ο συγγραφέας και η δουλειά του
Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου επέλεξε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη συνέντευξη που έδωσε το 1986 ο Ντόκτοροου στον Τζορτζ Πλίμπτον, όπως αναδημοσιεύτηκε στο The Paris Review, και τα μετέφρασε για το dim/art.
[Για τη δυσκολία του συγγραφέα να γράψει ένα απλό καθημερινό σημείωμα]
Μια μέρα έτρωγα πρωινό, κι η κόρη μου η Κάρολαϊν εμφανίστηκε με το καλαθάκι για το κολατσιό της, το αδιάβροχό της, όλα της και μου είπε, «Χρειάζομαι ένα σημείωμα για να δικαιολογήσω απουσία, και το σχολικό έρχεται όπου να ’ναι». Μου έδωσε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι – ακόμα και ως παιδί ήταν προνοητική. Έγραψα, λοιπόν, την ημερομηνία και ξεκίνησα, «Αγαπητή κυρία Τάδε, η κόρη μου Κάρολαϊν…» και μετά σκέφτηκα, όχι, δεν είναι καλό αυτό, προφανώς πρόκειται για την κόρη μου την Κάρολαϊν… Σκίζω το χαρτί και ξαναρχίζω: «Χτες η κόρη μου…» Όχι, ούτε αυτό ήταν καλό, σαν μαρτυρική κατάθεση ήταν. Κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι που άκουσα απ’ έξω μια κόρνα. Το παιδί ήταν σε κατάσταση πανικού. Στο πάτωμα να υπάρχει ένας σωρός από τσαλακωμένα χαρτιά και η γυναίκα μου να λέει, «Δεν το πιστεύω αυτό, δεν το πιστεύω αυτό». Μου παίρνει τότε το σημειωματάριο και το μολύβι από τα χέρια και γράφει κάτι στα γρήγορα. Εγώ προσπαθούσα να συντάξω το τέλειο σημείωμα για δικαιολόγηση απουσίας. Ήταν πολύ διαφωτιστική εμπειρία αυτή. Το γράψιμο είναι ασύλληπτα δύσκολο πράγμα. Ιδίως η μικρή φόρμα.
[Πόσο προσχεδιάζει ένας συγγραφέας τα στοιχεία του έργου του;]
Ένα από τα πράγματα που αναγκάστηκα να μάθω ως συγγραφέας ήταν να έχω εμπιστοσύνη στην πράξη της γραφής. Να θέτω τον εαυτό μου σε «κατάσταση γραφής» ώστε να ανακαλύπτω τι γράφω. Αυτό έκανα με την Παγκόσμια Έκθεση,όπως και με όλα τα βιβλία μου. Τα ευρήματα των βιβλίων προκύπτουν ως ανακαλύψεις. Κάποια στιγμή, φυσικά, αντιλαμβάνεσαι σε ποιον ακριβώς χώρο κινείσαι και τι κάνεις. Αλλά σίγουρα, ξεκινώντας ένα έργο, δεν ξέρεις πραγματικά τι πρόκειται να συμβεί.
[Από πού ξεκινάει για να γράψει;]
Μπορεί να είναι από μια στιγμή βαθιάς προσωπικής απελπισίας. Για παράδειγμα, στο Ράγκταϊμ, ήθελα απελπισμένα να γράψω κάτι. Κοιτούσα τον τοίχο του γραφείου μου στο σπίτι στο Νιου Ροσέλ, κι έτσι ξεκίνησα να γράφω για τον τοίχο. Έχουμε και τέτοιες μέρες κατά καιρούς εμείς οι συγγραφείς. Έπειτα έγραψα για το σπίτι που περιέχει τον τοίχο. Βλέπετε, ήταν χτισμένο το 1906, κι έτσι άρχισα να σκέφτομαι την εποχή και πώς να ήταν τότε η λεωφόρος Μπρόντγουεϊ: τα τρόλεϊ που διέσχιζαν τη λεωφόρο σε όλο της το μήκος· οι άνθρωποι που το καλοκαίρι φορούσαν άσπρα για να είναι δροσερά. Πρόεδρος ήταν ο Τέντι Ρούζβελτ. Το ένα έφερε το άλλο, κι έτσι κάπως ξεκίνησε το βιβλίο: πηγαίνοντας από την απελπισία σ’ εκείνες τις λιγοστές εικόνες.
[Τα πλεονεκτήματα της απουσίας συγκεκριμένου σχεδίου]
Κάθε βιβλίο τείνει να αποκτά τη δική του ταυτότητα αντί του συγγραφέα του. Μιλά για λογαριασμό δικό του, όχι για λογαριασμό σου. Κάθε βιβλίο διαφέρει από τα άλλα, γιατί δεν βάζεις σε όλα τα βιβλία την ίδια «φωνή». Νομίζω πως αυτό σε κρατά ζωντανό ως συγγραφέα. Πρόσφατα διάβασα τον τελευταίο Χέμινγουεϊ που εκδόθηκε, τον Κήπο της Εδέμ –για την ακρίβεια, πρόκειται για τμήμα ενός έργου που δεν ολοκληρώθηκε– και βλέπεις πως και σ’ αυτό, όπως και στα άλλα, μιλάει με τη φωνή του Χέμινγουεϊ. Σε όλα του τα βιβλία εφάρμοζε τις ίδιες στρατηγικές, εκείνες που είχε επινοήσει από νωρίς στην καριέρα του. Τον πρώτο καιρό, οι στρατηγικές αυτές ήταν ο θρίαμβός του. Τις τελευταίες όμως μια-δυο δεκαετίες του συγγραφικού του βίου, τον παγίδευσαν, τον περιόρισαν και τον υπέταξαν. Έγραφε διαρκώς ως ο Χέμινγουεϊ. Βέβαια, τον καλό καιρό, αυτό δεν ήταν καθόλου άσχημο, έτσι; Αλλά αν ο σκοπός είναι να μπει κανείς στο οικουμενικό πνεύμα, ο δικός του τρόπος δεν τον βοηθούσε καθόλου να το βρει.
[Επηρεάζουν οι φανταστικοί χαρακτήρες τον συγγραφέα τους;]
Το γράψιμο είναι μια κοινωνικώς αποδεκτή μορφή σχιζοφρένειας. Δικαιολογεί ένα σωρό πράγματα. Ένα από τα παιδιά μου είπε κάποτε – και ήταν τρομερή αλήθεια, και φυσικά μόνο από μικρό παιδί μπορούσε να προέρχεται κάτι τέτοιο: «Ο μπαμπάς όλο κρύβεται στο βιβλίο του».
[Για τον πειρασμό του συγγραφέα να παρέμβει σε ιστορικά γεγονότα]
Σ’ αυτή τη χώρα, τείνουμε να αντιμετωπίζουμε την Ιστορία με κάποια αφέλεια. Νομίζουμε πως είναι το τέλειο μηχανιστικό σύμπαν του Νεύτωνα, τόσο ανοιχτό και προβλέψιμο, που ο καθένας μπορεί να ρυθμίσει το ρολόι του σύμφωνα μ’ αυτό. Στην πραγματικότητα όμως είναι μάλλον σαν το καμπυλωμένο διάστημα, σαν χρόνος που συρρικνώνεται και διαστέλλεται αενάως. Ένα διαρκές υποατομικό χάος. Όταν ο πρόεδρος Ρίγκαν είπε ότι οι ναζί ήταν εξίσου θύματα όσο και οι Εβραίοι τους οποίους δολοφόνησαν – αυτό δεν θα το λέγαμε παρέμβαση; Ή οι Ιάπωνες εκπαιδευτικοί, που ξαναγράφουν τα σχολικά τους εγχειρίδια για να εξαλείψουν τα ντροπιαστικά γεγονότα της εισβολής τους στην Κίνα και τις θηριωδίες που διέπραξαν στη Μαντζουρία το 1937; Μας τα είπε όλα αυτά ο Όργουελ. Η Ιστορία είναι ένα πεδίο μάχης, είναι διαρκώς υπό διεκδίκηση, διότι το παρελθόν ελέγχει το παρόν. Η Ιστορία είναι το παρόν. Γι’ αυτό και κάθε γενιά την ξαναγράφει από την αρχή. Εκείνο όμως που οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους ως Ιστορία, είναι το τελικό προϊόν, ο μύθος. Άρα, αν είσαι ασεβής απέναντι στο μύθο, αν παίζεις με το μύθο, αν αφήνεις να μπει μέσα του λίγος αέρας και φως, αν προσπαθείς να τον εκτοξεύσεις και να τον στείλεις ξανά πίσω στην ιστορία, υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί ότι διαστρεβλώνεις την αλήθεια.
[Για τη σχέση με τον αναγνώστη]
Έτσι είναι ο αγώνας της συγγραφής. Στο μυαλό σου δεν υπάρχει χώρος για κανέναν αναγνώστη: δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο παρά μόνο τη γλώσσα στην οποία βρίσκεσαι. Το πνεύμα σου είναι η γλώσσα του βιβλίου.
[Περί προσωπικής εμπειρίας στη μυθοπλασία]
Ανήκω, όπως φαίνεται, σε μια γενιά που κατά κάποιον τρόπο έχασε όλες τις κρίσιμες συλλογικές εμπειρίες της εποχής μας. Ήμουν πολύ μικρός για να κατανοήσω τη Μεγάλη Ύφεση ή να πολεμήσω στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και στον πόλεμο του Βιετνάμ, ήμουν πολύ μεγάλος για να με στρατολογήσουν. Πάντοτε ήμουν μοναχικός. Ίσως έτσι εξηγείται το γιατί ενστερνίζομαι και αυτό που προσπάθησε να δείξει ο Χένρι Τζέιμς με εκείνο το υπέροχο παράδειγμα της κοπέλας που ζει μια ζωή προστατευμένη αλλά περνάει δίπλα από τους στρατώνες και ακούει αποσπάσματα από τις κουβέντες των στρατιωτών. Βάσει αυτού, έλεγε ο Τζέιμς, αν η κοπέλα είναι μυθιστοριογράφος, θα μπορέσει να πάει σπίτι της και να γράψει ένα εξαιρετικά ακριβές μυθιστόρημα περί του στρατιωτικού βίου. Πάντα με έβρισκε σύμφωνο αυτή η ιδέα. Υποτίθεται πως εμείς οι συγγραφείς έχουμε την ικανότητα να μπαίνουμε στο πετσί άλλων ανθρώπων. Υποτίθεται πως έχουμε την ικανότητα να αποδίδουμε εμπειρίες που δεν είναι δικές μας και να περιγράφουμε πιστά εποχές και τόπους που δεν έχουμε γνωρίσει. Αυτή, εξάλλου, δεν είναι και μια από τις ερμηνείες της τέχνης; η διασπορά του μαρτυρίου; Οι καθηγητές δημιουργικής γραφής λένε πάντα στους φοιτητές, «Να γράφετε για όσα γνωρίζετε». Και βέβαια, αυτό πρέπει να κάνεις, από την άλλη όμως, πού ξέρεις τί ξέρεις προτού το γράψεις; Γράφω και γνωρίζω είναι το ίδιο πράγμα. Τι ήξερε ο Κάφκα; Ήξερε από ασφάλειες; Τέτοιες συμβουλές, λοιπόν, είναι ανόητες, γιατί είναι σαν να προϋποθέτουν ότι πρέπει να έχεις πάει στον πόλεμο για να γράψεις για πόλεμο. Ε, μερικοί το έχουν κάνει, άλλοι πάλι όχι. Εγώ στη ζωή μου είχα ελάχιστες εμπειρίες. Για την ακρίβεια, προσπαθώ να αποφεύγω τις εμπειρίες όσο μπορώ. Οι περισσότερες είναι άσχημο πράγμα.
[Τα διδάγματα της επιμέλειας χειρογράφων]
Η επιμέλεια με δίδαξε πώς να διαλύω βιβλία στα εξ ων συνετέθησαν και να τα ξανασυναρμολογώ. Μαθαίνεις αξίες έτσι – την αξία της έντασης, του πώς να διατηρείς την ένταση στη σελίδα, μαθαίνεις να εντοπίζεις την αυταρέσκεια και πως δεν είναι χρήσιμη. Μαθαίνεις την ελευθερία τού να μετακινείς πράγματα εδώ κι εκεί, κάτι που ο αναγνώστης δεν κάνει ποτέ. Ο αναγνώστης βλέπει το τυπωμένο βιβλίο και τέρμα. Όταν όμως βλέπεις ως επιμελητής ένα χειρόγραφο, λες, «Μάλιστα. Αυτό είναι το κεφάλαιο είκοσι αλλά θα έπρεπε να είναι το κεφάλαιο τρία». Κινείσαι με τέτοια άνεση μέσα στο βιβλίο όπως ένας χειρουργός μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα, με τα αίματα και τα εντόσθια κι όλα αυτά γύρω του. Είσαι εξοικειωμένος μ’ αυτά τα υλικά, και μπορείς να τα πετάς από δω κι από κει και να λες σόκιν ανέκδοτα στις νοσοκόμες.
Πηγή: www.dimartblog.com
Δημοσιεύτηκε στις 15/07/2015
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire