Τζόζεφ Στίγκλιτζ: «Ζούμε σε μια νέα εποχή μονοπωλίων»
Ο αμερικανός οικονομολόγος γράφει για τις δύο σχολές σκέψης, την κατανομή του εισοδήματος και την οικονομία της αγοράς
«Κάποιες εταιρείες, όπως η Microsoft
και οι φαρμακοβιομηχανίες, έχουν μάθει πώς να εμποδίζουν άλλες να μπουν
στην αγορά και συχνά συνεπικουρούνται από τις συντηρητικές πολιτικές
δυνάμεις» λέει ο νομπελίστας αμερικανός οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ
Επί 200 χρόνια δύο είναι
οι σχολές σκέψης που εξηγούν τι είναι αυτό που καθορίζει την κατανομή
του εισοδήματος και το πώς λειτουργεί η οικονομία της αγοράς, γράφει σε
άρθρο του στο «Project Syndicate» ο γνωστός νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ.
Η μία πηγάζει από τον Ανταμ Σμιθ και τους φιλελεύθερους οικονομολόγους
του 19ου αιώνα και εστιάζει στις ανταγωνιστικές αγορές. Και η άλλη έχει
ως σημείο αφετηρίας την ελεύθερη ροπή των αγορών προς το μονοπώλιο.
Σήμερα ζούμε, κατά τον ίδιο, μια νέα εποχή μονοπωλίων.
«Είναι σημαντικό να τις κατανοήσουμε και τις δύο σχολές σκέψης
επειδή οι απόψεις μας για τις κυβερνητικές πολιτικές και τις υπάρχουσες
ανισότητες διαμορφώνονται από το ποια από τις δύο πιστεύει κανείς ότι
περιγράφει καλύτερα την πραγματικότητα» γράφει ο Στίγκλιτζ. Για
τους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα και τους μεταγενέστερους
οικονομολόγους, ακριβώς επειδή οι αγορές είναι ανταγωνιστικές, η
ανταπόδοση που θα δεχθεί κάποιος είναι ανάλογη με την κοινωνική του
συνεισφορά - το οριακό προϊόν. Οι καπιταλιστές ανταμείβονται για την
εξοικονόμηση και όχι για την κατανάλωση και οι εισοδηματικές διαφορές
σχετίζονται με την ιδιοκτησία περιουσιακών στοιχείων. Επομένως,
σχολιάζει ο Στίγκλιτζ, «οι ακαδημαϊκοί εστίασαν την προσοχή τους
στους παράγοντες που καθορίζουν την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων
και πώς αυτά περνούν από γενιά σε γενιά».
Αφετηρία της δεύτερης σχολής σκέψης είναι η «ισχύς». Σε αυτήν
περιλαμβάνεται η ικανότητα άσκησης μονοπωλιακού ελέγχου ή - στην αγορά
εργασίας - η ικανότητα επιβολής της δύναμής σου επάνω στους
εργαζομένους. Οι ακαδημαϊκοί που μελέτησαν αυτή τη σχολή σκέψης εστίασαν
στο τι είναι αυτό που διευκολύνει την άνοδο στην εξουσία, πώς
διατηρείται και πώς ενισχύεται. Η σχολή σκέψης που κυριάρχησε στα δυτικά
κράτη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η φιλελεύθερη. «Ωστόσο,
καθώς η ανισότητα βάθαινε και ο προβληματισμός γι' αυτήν αυξανόταν, η
σχολή του ανταγωνισμού δεν μπορούσε να εξηγήσει το πώς λειτουργεί η
οικονομία. Επομένως σήμερα η δεύτερη σχολή σκέψης βρίσκεται σε άνοδο» εξηγεί ο Στίγκλιτζ.
Τα τεράστια μπόνους που καταβάλλονταν στους τραπεζίτες καθώς αυτοί
οδηγούσαν τις επιχειρήσεις τους και μαζί την οικονομία στην καταστροφή
δύσκολα συμβιβάζονται με την πεποίθηση ότι η ανταμοιβή κάποιου έχει
άμεση σχέση με την κοινωνική συνεισφορά του. Φυσικά, στην Ιστορία, λέει ο
Στίγκλιτζ, η καταπίεση μεγάλων ομάδων, όπως οι σκλάβοι, οι γυναίκες και
οι διάφορες μειονότητες, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι οι
ανισότητες είναι αποτέλεσμα των σχέσεων εξουσίας και όχι του οριακού
προϊόντος.
«Στη σημερινή οικονομία πολλοί τομείς» συνεχίζει ο αμερικανός οικονομολόγος «δεν μπορούν να εξεταστούν μέσα από το πρίσμα του ανταγωνισμού». Στις
τηλεπικοινωνίες, στις φαρμακευτικές βιομηχανίες, στις ασφαλιστικές,
στις τηλεπικοινωνίες κ.ά. ό,τι ανταγωνισμός υπάρχει είναι ολιγοπωλιακός
και όχι ο «καθαρός» ανταγωνισμός που αναφέρουν τα κλασικά εγχειρίδια της
οικονομίας. Λίγοι τομείς στη σημερινή οικονομία δεν μπορούν να
επηρεάσουν την τιμή του προϊόντος ή της υπηρεσίας που προσφέρουν αλλά οι
κυβερνητικές παρεμβάσεις σε αυτούς είναι μεγάλες. Η γεωργία είναι το
πιο ξεκάθαρο παράδειγμα.
Οταν η λογική του laissez-faire εκλείπει
Η αύξηση της δύναμης της αγοράς εν μέρει οφείλεται στις αλλαγές
στην τεχνολογία και τις οικονομικές δομές: κάποιες εταιρείες έχουν μάθει
πώς να εμποδίζουν άλλες να μπουν στην αγορά - η Microsoft και οι
φαρμακοβιομηχανίες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα - και συχνά
συνεπικουρούνται από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις που
υπερασπίζουν τη χαλαρή εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και της
αποτυχίας ελέγχου της δύναμης της αγοράς, υποστηρίζοντας ότι οι αγορές
είναι από τη φύση τους «ανταγωνιστικές».
«Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ, ένας από τους μεγάλους οικονομολόγους του
20ού αιώνα, υποστήριξε ότι δεν πρέπει να ανησυχεί κανείς για τη δύναμη
των μονοπωλίων: τα μονοπώλια είναι, έλεγε, μόνο προσωρινά. Θα υπάρχει
μεγάλος ανταγωνισμός για την αγορά και αυτός θα αντικαταστήσει τον
ανταγωνισμό στην αγορά διασφαλίζοντας ότι οι τιμές παραμένουν
ανταγωνιστικές. Η δική μου θεωρητική ανάλυση όμως έδειξε τις ατέλειες
της ανάλυσης του Σουμπέτερ και τώρα τα εμπειρικά αποτελέσματα προσφέρουν
πειστική επιβεβαίωση. Οι σημερινές αγορές χαρακτηρίζονται από την
επιμονή των κερδών των μεγάλων μονοπωλίων» γράφει ο Στίγκλιτζ.
Και καταλήγει: «Αν οι αγορές βασίζονται στην εκμετάλλευση, η
λογική του laissez-faire εκλείπει. Πράγματι, η μάχη κατά της παγιωμένης
εξουσίας δεν είναι μόνο μια μάχη για τη δημοκρατία αλλά και μια μάχη για
την αποδοτικότητα και την κοινή ευημερία».
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire