Το μεσοπολεμικό ευρωπαϊκό τοπίο με άξονα ένα «πικρό» μυθιστόρημα
Του Νίκου Δαββέτα
Φαίνεται πως στη χώρα μας διανύουμε «περίοδο Τσβάιχ», αλλιώς δεν εξηγείται η πληθώρα των έργων του που κατακλύζουν την αγορά. Το γεγονός πως κάποια από αυτά συγκαταλέγονται στα ευπώλητα των καλών και ενημερωμένων βιβλιοπωλείων είναι ίσως μια εξήγηση της εκδοτικής προσφοράς. Τι όμως ανακαλύπτουν οι Ελληνες αναγνώστες στον λογοτεχνικό κόσμο του Στέφαν Τσβάιχ εκτός φυσικά της γοητευτικής γραφής του; Μια πρόχειρη εξήγηση είναι τη μεγάλη ομοιότητα του μεσοπολεμικού ευρωπαϊκού τοπίου με το σημερινό.
Πολλά από τα μυθιστορήματα του Τσβάιχ γράφονται και διαδραματίζονται τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, των μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων, των φασιστικών ή εξτρεμιστικών κινημάτων. Ο κόσμος του Τσβάιχ είναι ένας κόσμος που αλλάζει δίχως να λογαριάζει τις όποιες απώλειες, ένα τοπίο κινούμενης άμμου που απειλεί να καταπιεί τους πάντες και φυσικά πρώτα τις ασθενέστερες κοινωνικά ομάδες. Παρότι λοιπόν τα βιβλία του δεν γράφονται με πολιτική πρόθεση, ως ρεαλιστής συγγραφέας ο Τσβάιχ αποτυπώνει με ενάργεια το κλίμα της σήψης και της κοινωνικής εξαχρείωσης, που χαρακτήρισε τον μεσοπόλεμο, εποχή των Ακρων και των ακροτήτων.
«Η μέθη της μεταμόρφωσης» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πατάκη» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ηρωίδα του βιβλίου είναι η αισθαντική Κριστίνε, υπάλληλος των κρατικών ταχυδρομείων, διορισμένη σε μια μικρή και άσημη κωμόπολη της Αυστρίας, μακριά από την πολύβουη και μοντέρνα Βιέννη. Ο γλίσχρος μισθός της μετά βίας της φτάνει να συντηρεί τον εαυτό της και την άρρωστη μητέρα της. Ο καθημερινός δημοσιοϋπαλληλικός της βίος δεν διαφέρει από αυτόν που θα περιέγραφε την ίδια πάνω κάτω εποχή στην Ελλάδα ο Κώστας Καρυωτάκης. Και ω του θαύματος, μια ωραία ημέρα δέχεται την αναπάντεχη πρόσκληση να επισκεφθεί μια μακρινή της θεία που παραθερίζει στην Ελβετία. Οι μέρες των διακοπών στο πολυτελές θέρετρο των Αλπεων θα σταθούν για τη μικρή Κριστίνε μέρες αποκάλυψης. Η επαφή με τον πλούτο και τη χλιδή θα την πείσουν ότι μπορεί και αυτή να ανήκει στην ανώτερη τάξη. Το φτωχό κορίτσι μεταμορφώνεται για δέκα βράδια σε μαγεμένη Σταχτοπούτα, όμως όπως όλα τα ωραία πράγματα, έτσι και οι διακοπές τελειώνουν γρήγορα και η Κριστίνε ξαναγυρίζει στον ταπεινό της κόσμο. Η πτώση, η έξωση αν προτιμάτε, από τον επίγειο παράδεισο των εύπορων αριστοκρατών, θα σταθεί η αφορμή για να κάνει τη δική της προσωπική επανάσταση. Τότε στον δρόμο της θα βρεθεί ο Φερντινάντ, ένας γοητευτικός νέος που είδε τα όνειρά του για αποκατάσταση να γκρεμίζονται. Της εξομολογείται με μια ειρωνική διάθεση, την πρώτη φορά που την επισκέπτεται:
«...σε έξι εβδομάδες θα έχω κι εγώ το προνόμιο να κάνω χρήση εκείνου του αγαθοεργού θεσμού της δημοκρατίας μας που ακούει στο όνομα επίδομα ανεργίας. Θα προσπαθήσω να ζήσω από αυτό, όπως και οι άλλοι τριακόσιες χιλιάδες άνεργοι στο μακάριο κράτος του Δουνάβεως.
Και αν τυχόν η ένδοξη αυτή προσπάθεια καταλήξει σε αποτυχία θα ψοφήσω σαν το σκυλί… Πάντα σκοτωνόμουν στη δουλειά για κάποιον άλλον και πάντα με σχολούσαν με την πρώτη ευκαιρία. Φτάνει πια, βαρέθηκα!».
Η απελπισμένη υπάλληλος θα νιώσει οίκτο για την «αδελφή ψυχή», τον μορφωμένο, πλην όμως άνεργο νέο και από κοινού θα αποφασίσουν το μεγάλο άλμα στο κενό: Οχι, αυτοί δεν θα στραφούν στους συλλογικούς αγώνες και τις εργατικές κινητοποιήσεις, αυτοί θα επιλέξουν την παραβατικότητα, την παρανομία, τη μοίρα του θρυλικού ζεύγους Μπόνι και Κλάιντ, που η φήμη του εκείνο τον καιρό είχε εξαπλωθεί και στη Γηραιά Ηπειρο. Και φυσικά θα πληρώσουν το ανάλογο τίμημα.
Αν και το συγκεκριμένο έργο του Τσβάιχ δεν συγκαταλέγεται στα αριστουργήματά του, παρ’ όλα αυτά διαβάζοντάς το αντιλαμβανόμαστε εύκολα γιατί συγκινεί και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η ανέχεια, η ανεργία, η έλλειψη κάθε προοπτικής, οι κλειστοί ορίζοντες, όλα αυτά που ταλανίζουν τους ήρωές του, μέσα σε ένα περιβάλλον απίστευτης σπατάλης, αναλγησίας, βιαιότητας, κάπου μας είναι οικεία. Το είπαν και άλλοι πρωτύτερα «καταντήσαμε θλιβερά μεσοπόλεμος», μόνο που στην περίπτωσή μας η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα.
Στέφαν Τσβάιχ. «Η μέθη της μεταμόρφωσης». Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης. Εκδόσεις Πατάκη. Σελ. 412.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 20/07/2013
Του Νίκου Δαββέτα
Φαίνεται πως στη χώρα μας διανύουμε «περίοδο Τσβάιχ», αλλιώς δεν εξηγείται η πληθώρα των έργων του που κατακλύζουν την αγορά. Το γεγονός πως κάποια από αυτά συγκαταλέγονται στα ευπώλητα των καλών και ενημερωμένων βιβλιοπωλείων είναι ίσως μια εξήγηση της εκδοτικής προσφοράς. Τι όμως ανακαλύπτουν οι Ελληνες αναγνώστες στον λογοτεχνικό κόσμο του Στέφαν Τσβάιχ εκτός φυσικά της γοητευτικής γραφής του; Μια πρόχειρη εξήγηση είναι τη μεγάλη ομοιότητα του μεσοπολεμικού ευρωπαϊκού τοπίου με το σημερινό.
Πολλά από τα μυθιστορήματα του Τσβάιχ γράφονται και διαδραματίζονται τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, των μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων, των φασιστικών ή εξτρεμιστικών κινημάτων. Ο κόσμος του Τσβάιχ είναι ένας κόσμος που αλλάζει δίχως να λογαριάζει τις όποιες απώλειες, ένα τοπίο κινούμενης άμμου που απειλεί να καταπιεί τους πάντες και φυσικά πρώτα τις ασθενέστερες κοινωνικά ομάδες. Παρότι λοιπόν τα βιβλία του δεν γράφονται με πολιτική πρόθεση, ως ρεαλιστής συγγραφέας ο Τσβάιχ αποτυπώνει με ενάργεια το κλίμα της σήψης και της κοινωνικής εξαχρείωσης, που χαρακτήρισε τον μεσοπόλεμο, εποχή των Ακρων και των ακροτήτων.
«Η μέθη της μεταμόρφωσης» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πατάκη» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ηρωίδα του βιβλίου είναι η αισθαντική Κριστίνε, υπάλληλος των κρατικών ταχυδρομείων, διορισμένη σε μια μικρή και άσημη κωμόπολη της Αυστρίας, μακριά από την πολύβουη και μοντέρνα Βιέννη. Ο γλίσχρος μισθός της μετά βίας της φτάνει να συντηρεί τον εαυτό της και την άρρωστη μητέρα της. Ο καθημερινός δημοσιοϋπαλληλικός της βίος δεν διαφέρει από αυτόν που θα περιέγραφε την ίδια πάνω κάτω εποχή στην Ελλάδα ο Κώστας Καρυωτάκης. Και ω του θαύματος, μια ωραία ημέρα δέχεται την αναπάντεχη πρόσκληση να επισκεφθεί μια μακρινή της θεία που παραθερίζει στην Ελβετία. Οι μέρες των διακοπών στο πολυτελές θέρετρο των Αλπεων θα σταθούν για τη μικρή Κριστίνε μέρες αποκάλυψης. Η επαφή με τον πλούτο και τη χλιδή θα την πείσουν ότι μπορεί και αυτή να ανήκει στην ανώτερη τάξη. Το φτωχό κορίτσι μεταμορφώνεται για δέκα βράδια σε μαγεμένη Σταχτοπούτα, όμως όπως όλα τα ωραία πράγματα, έτσι και οι διακοπές τελειώνουν γρήγορα και η Κριστίνε ξαναγυρίζει στον ταπεινό της κόσμο. Η πτώση, η έξωση αν προτιμάτε, από τον επίγειο παράδεισο των εύπορων αριστοκρατών, θα σταθεί η αφορμή για να κάνει τη δική της προσωπική επανάσταση. Τότε στον δρόμο της θα βρεθεί ο Φερντινάντ, ένας γοητευτικός νέος που είδε τα όνειρά του για αποκατάσταση να γκρεμίζονται. Της εξομολογείται με μια ειρωνική διάθεση, την πρώτη φορά που την επισκέπτεται:
«...σε έξι εβδομάδες θα έχω κι εγώ το προνόμιο να κάνω χρήση εκείνου του αγαθοεργού θεσμού της δημοκρατίας μας που ακούει στο όνομα επίδομα ανεργίας. Θα προσπαθήσω να ζήσω από αυτό, όπως και οι άλλοι τριακόσιες χιλιάδες άνεργοι στο μακάριο κράτος του Δουνάβεως.
Και αν τυχόν η ένδοξη αυτή προσπάθεια καταλήξει σε αποτυχία θα ψοφήσω σαν το σκυλί… Πάντα σκοτωνόμουν στη δουλειά για κάποιον άλλον και πάντα με σχολούσαν με την πρώτη ευκαιρία. Φτάνει πια, βαρέθηκα!».
Η απελπισμένη υπάλληλος θα νιώσει οίκτο για την «αδελφή ψυχή», τον μορφωμένο, πλην όμως άνεργο νέο και από κοινού θα αποφασίσουν το μεγάλο άλμα στο κενό: Οχι, αυτοί δεν θα στραφούν στους συλλογικούς αγώνες και τις εργατικές κινητοποιήσεις, αυτοί θα επιλέξουν την παραβατικότητα, την παρανομία, τη μοίρα του θρυλικού ζεύγους Μπόνι και Κλάιντ, που η φήμη του εκείνο τον καιρό είχε εξαπλωθεί και στη Γηραιά Ηπειρο. Και φυσικά θα πληρώσουν το ανάλογο τίμημα.
Αν και το συγκεκριμένο έργο του Τσβάιχ δεν συγκαταλέγεται στα αριστουργήματά του, παρ’ όλα αυτά διαβάζοντάς το αντιλαμβανόμαστε εύκολα γιατί συγκινεί και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η ανέχεια, η ανεργία, η έλλειψη κάθε προοπτικής, οι κλειστοί ορίζοντες, όλα αυτά που ταλανίζουν τους ήρωές του, μέσα σε ένα περιβάλλον απίστευτης σπατάλης, αναλγησίας, βιαιότητας, κάπου μας είναι οικεία. Το είπαν και άλλοι πρωτύτερα «καταντήσαμε θλιβερά μεσοπόλεμος», μόνο που στην περίπτωσή μας η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα.
Στέφαν Τσβάιχ. «Η μέθη της μεταμόρφωσης». Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης. Εκδόσεις Πατάκη. Σελ. 412.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 20/07/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire