«Ο Εγγονόπουλος ήταν τόσο ανασφαλής που με ήθελε διαρκώς δίπλα του»
Η ζωγράφος Νέλλη Ανδρικοπούλου, πρώτη σύζυγος του υπερρεαλιστή ζωγράφου, εκθέτει στο Μέγαρο Εϋνάρδου
«Ποτέ μου δεν αξιώθηκα να έχω ένα
ατελιέ, ούτε το χρόνο να ζωγραφίζω καθημερινά. Επί δεκαετίες μ' έτρωγε
το σαράκι της ματαίωσης του προορισμού μου»... Τα λόγια ανήκουν σε μια
κυρία 93 ετών, μία από τις πρώτες ξεναγούς της Ελλάδας, συγγραφέα των
εξαιρετικών μαρτυριών «Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου» και «Το
ταξίδι του Ματαρόα», τη Νέλλη Ανδρικοπούλου.
Τι κι αν στα νιάτα της μαθήτευσε πλάι στον Μιχάλη Τόμπρο, τι κι αν μυήθηκε στο κλίμα του μοντερνισμού στη σχολή Γκράν Σομιέρ του Παρισιού, τι κι αν αποτέλεσε μέλος του «Αρμού», αυτής της πρωτοποριακής καλλιτεχνικής ομάδας που τόση αίσθηση έκανε με την εμφάνισή της στο Ζάππειο το '49; Μετά τη διάλυση του γάμου της με τον Νίκο Εγγονόπουλο, στη διάρκεια του οποίου διδάχτηκε και τη βυζαντινή τεχνοτροπία, η Νέλλη Ανδρικοπούλου αναγκάστηκε να βγει «στο κλαρί», όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Να όμως που τώρα, ο ανθός των έργων που φιλοτεχνούσε στον ελεύθερο χρόνο της, όλες αυτές τις δεκαετίες, παρουσιάζεται με τη φροντίδα του ΜΙΕΤ στο Μέγαρο Εϋνάρδου, στην έκθεση «Η ζαλάδα των χρωμάτων - Η σαγήνη της γραμμής» (ώς τις 29 Απριλίου).
«Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, πριν γίνω ζωγράφος στον ξύπνο μου, υπήρξα ζωγράφος στον ύπνο μου!» σημειώνει η ίδια, στο κείμενο που συνοδεύει τον καλαίσθητο κατάλογο της έκθεσης. «Στην Πόλη, όπου γεννήθηκα, το παιδικό μου όνειρο με μετέφερε μια νύχτα στο κέντρο μιας στενόμακρης αίθουσας, τους τοίχους της οποίας στόλιζαν ζωγραφιές μου. Ορθια εκεί, στεκόμουν πολύ συγκινημένη. Ξάφνου πάγωσα· ίσως να είχα ξεσκεπαστεί...». Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, γεννημένη στο Πέραν το 1921, η Νέλλη Ανδρικοπούλου βρέθηκε στην Αθήνα έφηβη, προσγειωμένη απότομα στο «συντηρητικό» και «βαρετό» Αρσάκειο Ψυχικού. Παρά τις έντονες αντιδράσεις των δικών της, ακολουθώντας την κλίση της, γράφτηκε στα 19 της στο προκαταρκτικό τμήμα της ΑΣΚΤ κι ώσπου να ξεσπάσει ο πόλεμος παρακολούθησε ως ακροάτρια τις παραδόσεις του Παρθένη και ανακάλυψε την αρχαϊκή γλυπτική στο Αρχαιολογικό Μουσείο με σταθερό ξεναγό της τον Κώστα Κουλεντιανό.
Οταν ξανάνοιξε η σχολή το 1943, κι έχοντας στο μεταξύ αποφασίσει να γίνει γλύπτρια, έγινε δεκτή στο εργαστήρι του Τόμπρου όπου γνώρισε την επιστήθια έκτοτε φίλη της Ναταλία Μελά, κι όπως επισημαίνει ο επιμελητής της έκθεσης Σπύρος Μοσχονάς, η αφομοίωση των διδαγμάτων του δασκάλου της στις προτομές με την αρχαϊκή αυστηρότητα και την πλαστική καθαρότητα, που δημιούργησε τότε, είναι ολοφάνερη. Το 1945, μολονότι δεν είχε καρπωθεί υποτροφία από το Γαλλικό Ινστιτούτο, η Νέλλη Ανδρικοπούλου επιβιβάζεται κι η ίδια στο περίφημο «Ματαρόα» και φτάνει στο Παρίσι όπου «και τίποτε να μην κάνεις εκεί, είναι ένα μεγάλο μάθημα πολιτισμού». Το '47 ωστόσο, οικογενειακά προβλήματα την έφεραν, προσωρινά υποτίθεται, στην Αθήνα ξανά. «Η ματαίωση της ζωής και της καλλιτεχνικής μου πορείας στο Παρίσι ήταν για μένα τέτοια συμφορά που δεν σκέφτηκα καν να ζητήσω από κανέναν να μου φέρει πίσω τα έργα και του ρούχα μου - τι σημασία είχαν πια;».
Η γνωριμία της, εκείνη την περίοδο, με τον Εγγονόπουλο θ' αποτελέσει καίρια τομή στη ζωή της. Ο γάμος τους έγινε τον Μάρτιο του '50, έπειτα από αρραβώνα τριών μόλις μηνών, κι όπως εξομολογούνταν σε συνέντευξή της στην «Ε» στις 14/10/07, «στην πραγματικότητα, μες στο σπίτι γνωριστήκαμε. Κι από το γαμήλιο ταξίδι, ήδη, φάνηκε πως δεν θα τα πάμε καλά... Τον θαύμαζα, τον σεβόμουν, τον αγαπούσα... Ομως ο Εγγονόπουλος είχε τέτοια ανασφάλεια που με ήθελε διαρκώς δίπλα του, δεν μου επέτρεπε να πάω μόνη μου πουθενά... Ούτε μου ανοιγότανε, ούτε μου ζητούσε να του ανοιχτώ. Πώς μπορείς να συνυπάρξεις έτσι; Κι όμως, πίστευα πως η αντοχή μου θα 'ναι ανεξάντλητη, πως δεν θα χωρίσουμε ποτέ».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το «ασφυκτικό τετ-α-τετ» με τον «ιδιοφυή αλλά εξοντωτικό» Εγγονόπουλο έλαβε τέλος. Στο μεσοδιάστημα η Ανδρικοπούλου δούλεψε πλάι του εντατικά για τη δημιουργία δεκαεπτά μεγάλων εικόνων του Αγίου Σπυρίδωνα της Νέας Υόρκης, αλλά το στρίμωγμά της στο «καλούπι» της βυζαντινής τεχνοτροπίας, όσο πολύτιμο κι αν ήταν, υπήρξε και ολέθριο, καθώς η ίδια μπλοκαρίστηκε ζωγραφικά. Διαζευγμένη και μητέρα ενός γιου που έπρεπε μόνη ν' αναθρέψει, η Νέλλη Ανδρικοπούλου βάλθηκε ν' αξιοποιήσει τα γερμανικά και τα γαλλικά που γνώριζε άριστα κι από κει που ζούσε κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους, «εκσφενδονίστηκε» στους πέντε ανέμους, αλωνίζοντας ως ξεναγός ολόκληρη την υφήλιο.
Πόσο δικαιολογημένος άραγε ήταν έκτοτε ο κρυφός της καημός για τη ζωγραφική; «Πώς θα 'ταν τάχα η ζωή μου, ως μία ακόμα κάπως δόκιμη ζωγράφος, την εποχή που οι άνθρωποι πάσχιζαν μόνο για το καθημερινό, που δεν υπήρχε αγορά τέχνης, που ούτε ένας Τσαρούχης δεν κατάφερνε να βγάζει το ψωμί του στην Ελλάδα;». Κι όμως, «οι ουσιαστικές ματαιώσεις κωφεύουν στις απαιτήσεις της ζωής μας κι αδιαφορούν για τα καπρίτσια της Ιστορίας. Είτε αυτό είναι σωστό είτε όχι, μας ακολουθούν ως εμμονές και στα κρυφά μάς βασανίζουν», γράφει σήμερα.
Τα έργα της που παρουσιάζονται στο Μέγαρο Εϋνάρδου, προέρχονται από την προσωπική της συλλογή, την οποία φρόντισε να διαφυλάξει και να χωρίσει σε ενότητες, «έχοντας βαθιά συναίσθηση ότι πρόκειται για σημαντικό κομμάτι της ζωής της, παρά τον ευκαιριακό, εντέλει, χαρακτήρα της εικαστικής της δημιουργίας», όπως σημειώνει ο Σπύρος Μοσχονάς. Στην κατοχή της Ανδρικοπούλου βρίσκονταν 600 έργα, αλλά 167 ζωγραφικά κι ένα γλυπτό δωρήθηκαν πρόσφατα στο Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας το οποίο, ως αντίδωρο, οργάνωσε την παραπάνω έκθεση. Ευκαιρία λοιπόν να γνωρίσουμε μια άγνωστη ζωγράφο, που αγάπησε τα σεμνά, καθημερινά πράγματα, διοχετεύοντας στα σχέδια και τους πίνακές της μια ζωγραφική ευαισθησία χωρίς καμιά αγωνία επαγγελματικής καταξίωσης.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire