Ο Τίτος Πατρίκιος συνοψίζει και
κωδικοποιεί την περιπέτεια της ζωής του, επιχειρώντας ένα «εκ βαθέων»
συγκλονιστικό όσο και καταιγιστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη
συνείδησή του.
«Ομως, αλίμονο, με τους στίχους κατορθώνει κανείς τόσο λίγα, όταν τους γράφει νωρίς. Θα 'πρεπε κανείς να περιμένει με τους στίχους και να μαζεύει νόημα και γλυκύτητα μιαν ολόκληρη ζωή, κι αν είναι δυνατό μια μακριά ζωή, κι ύστερα, ολότελα στο τέλος, ίσως μπορούσε κανείς τότε να γράψει δέκα σειρές που να 'ναι καλές.
Επειδή οι στίχοι δεν είναι αισθήματα, καθώς νομίζουν οι άνθρωποι (αυτά τ' αποχτάει κανείς αρκετά νωρίς), είναι εμπειρίες. (...) Κι ακόμα δεν αρκεί να 'χει κανείς αναμνήσεις. Πρέπει να μπορεί να τις λησμονήσει, όταν είναι πολλές, και πρέπει να 'χει κανείς τη μεγάλη υπομονή, να περιμένει να ξανάρθουν. Επειδή δεν είναι ακόμα οι ίδιες αναμνήσεις. Μονάχα όταν γίνουν αίμα μέσα μας, βλέμμα και χειρονομία, δίχως όνομα και δίχως να μπορεί κανείς να τις ξεχωρίσει από μας τους ίδιους, τότε μόνο μπορεί μια πολύ σπάνιαν ώρα να υψωθεί στη μέση τους και να βγει απ' αυτές η πρώτη λέξη ενός στίχου».
Αυτά έγραφε ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε στο βιβλίο του «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» για την ποίηση και τους ποιητές. Αυτή είναι, αλλά και δεν είναι, η περίπτωση του Πατρίκιου. Πρώτον, γιατί ο ποιητής μάς έχει δώσει από νεαρή ακόμα ηλικία στίχους μεγάλης ομορφιάς και, δεύτερον, γιατί τώρα, στην ωριμότητά του (ηλικιακή και καλλιτεχνική), που οι αναμνήσεις έχουν γίνει «αίμα του, βλέμμα και χειρονομία», η ποίησή του αποκτά άλλες διαστάσεις, μια επίγευση σπάνιου κρασιού - «όσο πιο παλιό τόσο πιο καλό», κατά τη σοφή λαϊκή ρήση.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Δημοσιεύτηκε στις 22/03/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire