Έχουμε δουλειά, ακόμα. Έχουμε μισθό. Όπως κι οι πιο πολλοί στο άμεσο περιβάλλον μας. Μπορούμε να ζούμε με ψευδαισθήσεις αν το θελήσουμε. Ακούμε για αριθμούς ανέργων, αλλά δεν τους βλέπουμε. Δεν περάσαμε ποτέ από κάποιο κοινωνικό παντοπωλείο, ούτε από κάποια φιλανθρωπική οργάνωση που μοιράζει ρούχα και τρόφιμα, ώστε να δούμε το πραγματικό πρόσωπο της φτώχειας. Και χωρίς πρόσωπο, μόνο με αριθμούς, είναι εύκολο να ξεχνιέσαι. Μέχρι που η οθόνη της τηλεόρασης μεταφέρει όλη την απελπισία του άνεργου οικογενειάρχη. «Δεν μας αξίζει». Ο επίλογος του ξεσπάσματός του.

Στ’ αλήθεια, δεν μας αξίζει. Άνθρωποι που δούλευαν μια ζωή, έντιμοι, συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, νομοταγείς, σωστοί απέναντι στους άλλους, με όρεξη για ζωή, όρεξη για δουλειά… να βρίσκονται ξαφνικά χωρίς τίποτα. Να μην μπορούν να πληρώσουν τον λογαριασμό του ηλεκτρισμού, να μην μπορούν να βάλουν βενζίνη στο αυτοκίνητο. Να μην έχουν την ευχέρεια να προσφέρουν γάλα στα παιδιά τους πριν πάνε σχολείο. Απλά και μόνο γιατί έτυχε να βρίσκονται σε λάθος τόπο, τη λάθος στιγμή. Λες και ξέσπασε τσουνάμι, πέρασε τυφώνας και τους παρέσυρε. Δεν αξιολογήθηκαν και κρίθηκαν ανίκανοι, άχρηστοι, τεμπέληδες και έχασαν τη δουλειά τους. Έκλεισε το μαγαζί, η εταιρεία δεν πάει καλά, κάποιος περίσσευε, ήταν ο τελευταίος στη σειρά που προσλήφθηκε… Αρχικά λες θα το αντιμετωπίσεις. Κάτι θα βρεθεί. Αλλά οι μήνες περνάνε και δεν δημοσιεύονται καν μικρές αγγελίες. Ούτε για γκαρσόνια, ούτε για πλασιέ, ούτε για πωλήτριες, ούτε για βοηθός σε κομμωτήριο… Όλα αυτά που μέχρι πριν λίγους μήνες, δεν θα τα θεωρούσαμε ευκαιρίες. Τα χρέη μαζεύονται, τα παιδιά εγκαταλείπουν τις σπουδές και επιστρέφουν, οι άνθρωποι πέφτουν σε κατάθλιψη. Άλλοι δεν αντέχουν. Δεν το μαθαίνουμε. Οι αυτοκτονίες γίνονται κάποτε μεταδοτικές, η αδυναμία αποτελεί στίγμα σε κλειστές κοινωνίες, για αυτό δεν δημοσιοποιούνται. Τακτική που σε εποχές ευμάρειας αποδείχτηκε ορθή. Σε τέτοιες εποχές βοηθά απλά να ξεχνιόμαστε. Να νομίζουμε πως είναι απλά μια δυσκολία που θα περάσει χωρίς σοβαρές απώλειες. Ένα δυο χρόνια, λέμε, θα τ’ αντέξουμε. Πόσα θα είναι τα χρόνια όμως; Δεν βλέπουμε το βάθος του πηγαδιού. Μόλις μπήκαμε εξάλλου.
Δεν μας αξίζει. Πέρα από τις δυσκολίες, πάνω από όλα, είναι αυτό το συναίσθημα. Πως δεν μας άξιζε αυτό που ζούμε.