ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

mardi 24 juin 2014

Ένας παράξενος λογοτέχνης που σοκάρει

Αστραπέλλου Μαριλένα  

Είναι ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκωρ ο νέος Προυστ;

Εγραψε για τη ζωή του με εξαντλητικές λεπτομέρειες, σόκαρε την οικογένειά του, κέρδισε θαυμαστές, χρήματα και ίσως στο μέλλον το βραβείο Νομπέλ. Το ΒΗmagazino τον ρώτησε πώς το κατάφερε
Είναι ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκωρ ο νέος Προυστ;


Οποια εφημερίδα ή περιοδικό και αν ανοίξεις, πέφτεις πάνω στο γαλάζιο βλέμμα του. Αλλοτε σκληρό, άλλοτε θλιμμένο, εκπέμπει μια καθηλωτική δύναμη. Πάντα, ωστόσο, μοιάζει λίγο αιφνιδιασμένος από την προσοχή που έχει εισπράξει από τότε που το εξάτομο έργο του των 3.600 σελίδων έγινε το εκδοτικό φαινόμενο της πατρίδας του, Νορβηγίας. Σε μια χώρα που αριθμεί μόλις πέντε εκατομμύρια κατοίκους, αυτό το κολοσσιαίο έργο, που ξεκίνησε να εκδίδεται το 2009, είχε πουλήσει μέχρι το 2012 περί τα 460.000 αντίτυπα. Δημοσιογράφοι των «New York Times», του «Economist» και των «Financial Times» ταξιδεύουν στο απομονωμένο χωριό της Σουηδίας όπου μένει μαζί με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του για να τον γνωρίσουν από κοντά, και από τότε που άρχισε να μεταφράζεται στα αγγλικά, η Ζέιντι Σμιθ, ο Τζόναθαν Λέθεμ και ο Τζέφρι Ευγενίδης δηλώνουν εξαρτημένοι από τα βιβλία του. Το γραφείο στοιχημάτων Ladbrokes άρχισε να εξετάζει τις πιθανότητες: αυτός μπορεί να είναι ένας μελλοντικός κάτοχος Νομπέλ. Και όλα αυτά για το πιο εξαντλητικά περιγραφικό βιβλίο που έχει γραφτεί τα τελευταία χρόνια, το οποίο αναφέρεται στην καθημερινή ζωή και στις άδοξες μάχες της, όπως έρχεται να δηλώσει και ο τίτλος του: «Ο Αγώνας μου» («My Struggle»).

Πώς χαράκωσε το πρόσωπό του

Σε αυτό, ο 45χρονος σήμερα Καρλ Ούβε Κνάουσγκωρ περιγράφει τη ζωή του χωρίς ίχνος ωραιοποίησης ή εξιδανίκευσης και αφηγείται εξονυχιστικά ακόμη και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες. Και δεν βιάζεται καθόλου. Εξού και ο καθαρισμός ενός βρώμικου σπιτιού περιγράφεται μέσα σε 100 (!) σελίδες ή ένα παιδικό πάρτι μέσα σε 40.

Μεταξύ άλλων, λιγότερο κοινότοπων λεπτομερειών, βέβαια, όπως εκείνων που συνθέτουν την εφιαλτική παιδική ηλικία που πέρασε με τον αλκοολικό πατέρα του, το πώς απάτησε την πρώτη γυναίκα του, πώς χαράκωσε το πρόσωπό του όταν δεν ενέδωσε στο φλερτ του η δεύτερη ή την κατάσταση στην οποία βρήκε τη γιαγιά του όταν ο πατέρας του και γιος της άφησε την τελευταία του πνοή από το ποτό: Μέσα σε ανείπωτη βρώμα και δυσωδία. «Ο Κνάουσγκωρ διερεύνησε πόσο μπορείς να τραβήξεις στα άκρα τον ρεαλισμό έως ότου καταστεί αδύνατο να τον διαβάσεις» είπαν για τη λογοτεχνία του. «Εσπασε το φράγμα του ήχου του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος» σχολίασε την τόλμη του με θαυμασμό ο Ευγενίδης.

«Προσπάθησα να πλησιάσω όσο περισσότερο μπορούσα τη ζωή και να απομακρυνθώ από τη λογοτεχνικότητα. Αυτή ήταν η φιλοδοξία μου. Να είμαι ευθύς, ωμός, και να γράψω τα πράγματα όπως έχουν» λέει στο BHmagazino ο Κνάουσγκωρ με την ήρεμη, μειλίχια φωνή του. Είναι δύσκολο να τον φανταστείς θυμωμένο, όμως χάρη στη βαθιά εσωτερικευμένη οργή του, αποτέλεσμα της βίας που είχε υποστεί από τον βάναυσο πατέρα του, αλλά και της μετέπειτα αδυναμίας του να καταπολεμήσει το writer's block, μπόρεσε τελικά να αποτολμήσει αυτή τη δημόσια εξομολόγηση με ανελέητη ειλικρίνεια. «Μπόρεσα να το κάνω γιατί έχω εισπράξει τόση απογοήτευση στη ζωή μου, οπότε θεώρησα ότι δεν έχω τίποτα να χάσω, πραγματικά τίποτα» σχολιάζει. «Δεν σκέφτηκα τις συνέπειες, πίστεψα ότι ήταν κάτι αθώο, ότι απλώς έγραφα για μένα και τη ζωή μου. Διαπίστωσα ότι, αν είσαι απόλυτα ειλικρινής, γίνεσαι απάνθρωπος γιατί καταστρέφεις τις ζωές άλλων, αλλά και ότι εξομολογείσαι πράγματα για τον εαυτό σου τα οποία δεν είναι αντιπροσωπευτικά για το ποιος είσαι» συνεχίζει.

Η λογοτεχνία του Ιούδα

Η «διαπίστωση» έγινε με σκληρό τρόπο. Γιατί οι συγγενείς και φίλοι που αναγνώρισαν εαυτόν στα δύο πρώτα βιβλία δεν εκτίμησαν το «τσαγανό» του Κνάουσγκωρ. Μολονότι είχε ζητήσει την άδεια της μητέρας και του αδελφού του για να εκθέσει και τις δικές τους ζωές, και παρότι άλλαξε τα ονόματα ορισμένων ανθρώπων που παρουσιάζει στα βιβλία του, η αλήθεια έχασκε προκλητική, το ιδιωτικό είχε γίνει ανεπανόρθωτα δημόσιο και καθώς οι δημοσιογράφοι άρχισαν να ξετρυπώνουν τα πρόσωπα των βιβλίων (τελικά συμβαίνει και στις καλύτερες κοινωνίες), η πρώτη του γυναίκα βγήκε στο ραδιόφωνο να καταθέσει τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα που πληροφορήθηκε μέσα από τις σελίδες του (πρώτου) βιβλίου, και ούτε ένας ούτε δύο, αλλά 14 φίλοι και συγγενείς από την πλευρά του πατέρα του έστειλαν επιστολές σε νορβηγική εφημερίδα χαρακτηρίζοντάς τον «Ιούδα της λογοτεχνίας».

«Είναι ενδιαφέρον. Οταν έγραψα για την παιδική μου ηλικία, για πράγματα που συνέβησαν πριν από 30-40 χρόνια, οι άνθρωποι που τα είχαμε ζήσει μαζί μού είπαν ότι "έτσι ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα". Οταν όμως έγραψα για πιο πρόσφατες καταστάσεις, πολλοί με αμφισβήτησαν. Δεν θίγεις κανέναν με αυτά που έκανες όταν ήσουν 10 χρόνων, αλλά όταν είσαι 40, αυτά που συνέβησαν πριν από δύο ημέρες μπορεί να συνιστούν απειλή για κάποιον». Πάντως, δεν είναι απαραίτητα θέμα νεύρωσης. Ακόμη και η λουθηρανική κοινωνία των ήσυχων Νορβηγών βρέθηκε να καταναλώνει αχόρταγα όλη την παραφιλολογία που ξέσπασε γύρω από το πόνημά του και να προσπαθεί να αποφανθεί πού τελειώνει η ειλικρίνεια και πού αρχίζει η αναλγησία στην περίπτωση του συγγραφέα, ο οποίος, σημειωτέον, έχει γράψει άλλα δύο βιβλία πριν από τον «Αγώνα», τα οποία είναι μάλιστα βραβευμένα.

Ανήκει ωστόσο στην κατηγορία των «ανικανοποίητων», των ανθρώπων που αναζητούν πάντα κάτι άλλο από εκείνο που έχουν μόλις κατακτήσει. Εξού και το θλιμμένο βλέμμα του συγγραφέα που ζει σχεδόν απομονωμένος στα δάση της Σουηδίας και βλέπει σιγά σιγά τα βιβλία του να μεταφράζονται σε 22 γλώσσες. Με τον «Αγώνα» προσπάθησε να υπερβεί τον εαυτό του, να αντισταθεί στη ροπή του να θέλει να είναι αρεστός. Τα είπε όλα, αλλά δεν «άδειασε», δεν ένιωσε την ψυχή του να λυτρώνεται με αυτή την εξομολόγηση. «Για μένα η ίαση βρίσκεται στη συγγραφή αυτή καθαυτήν. Δεν ψάχνω την κάθαρση, είναι άλλου είδους η αναζήτηση που τροφοδοτεί τη θέλησή μου για να γράφω.

Από την άλλη, γνωρίζω ότι, αν εγώ "εξομολογηθώ", μπορώ να φτάσω στην αλήθεια, η οποία μπορεί να είναι ίδια με άλλων ανθρώπων. Οταν γράφεις ένα βιβλίο, μπορείς να τρυπώσεις κάτω από την επιφάνεια της κοινωνικής ζωής και να φτάσεις σε κάτι άλλο, ένα είδος αλήθειας που αφορά περισσότερο κόσμο. Εχουμε συνηθίσει να κοιτάζουμε τον κόσμο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με αποτέλεσμα να μην τον βλέπουμε πια, και χρειαζόμαστε την τέχνη για να του προσδώσει μια ιδιαιτερότητα που θα μας ωθήσει να τον δούμε ξανά από την αρχή. Αυτή είναι η αποστολή της λογοτεχνίας, αυτό που θα έπρεπε να κάνει και που όντως το καταφέρνει κάποιες φορές».

Η σχέση με τη μητέρα

Ακόμη και αν απλώνεται σε τόσο πολλές σελίδες. Ή ακριβώς επειδή απλώνεται σε τόσο πολλές σελίδες. Τα βιβλία που αγαπάει ο Κνάουσγκωρ, «ο "Μόμπι Ντικ", ο "Οδυσσέας", ο "Δον Κιχώτης"» δεν φείδονται σελίδων. Οπως βεβαίως και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, το κατεξοχήν μακροσκελές βιβλίο, το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς για το περιεχόμενο και την έκταση του έργου του Κνάουσγκωρ. «Θαυμάζω την τέλεια νουβέλα των 100 σελίδων, αλλά μου είναι αδύνατον να τη γράψω. Γράφω 100 σελίδες και βρίσκω ότι δεν έχω πει τίποτε, τίποτε απολύτως» θα εξομολογηθεί.

Η αργόσυρτη - έως ανύπαρκτη - πλοκή με την ανάλυση των ευτελών της ζωής αφήνει μια έντονη φιλοσοφική επίγευση, αφήνει να διαφανεί μια μεταφυσική προβληματική. Μια θρησκευτικότητα. Δεν είναι τυχαίο που ο Κνάουσγκωρ μετέφρασε πρόσφατα τη Βίβλο στα νορβηγικά. «Αυτό που βιώνω πολλές φορές όταν γράφω είναι μια ψυχική ανάταση, μια εμπειρία έξω από τον εαυτό μου καθώς αφήνομαι να με απορροφήσει η στιγμή, κάτι αντίστοιχο με τη θρησκευτική εμπειρία της κατάνυξης». Είναι μια εσωτερική όσο και ατομική εμπειρία καθώς ο Κνάουσγκωρ δεν είναι θρησκευόμενος. «Η Νορβηγία είναι μια κοσμική κοινωνία και δεν είμαστε συνηθισμένοι να εκκλησιαζόμαστε» θα πει. Αλλά, πάλι, είναι πολλά εκείνα στα οποία δεν είναι συνηθισμένη η Νορβηγία τελευταίως.

Στο έκτο και τελευταίο βιβλίο - όχι δεν πρόκειται να υπάρξει άλλο στη συγκεκριμένη σειρά - ο Κνάουσγκωρ αφιερώνει 400 σελίδες στον Αδόλφο Χίτλερ, τον άνθρωπο που έκανε πρώτος πασίγνωστο τον τίτλο του βιβλίου. Αναπόφευκτα, την εμφάνισή του κάνει και ένας νοσταλγός του, ο μακελάρης Αντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ. «Διάβαζα και έγραφα για τον Χίτλερ για περίπου επτά μήνες όταν έγινε η σφαγή στην Ουτόγια. Είχε μεγάλο αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, γιατί αποτελεί ένα αίνιγμα πώς είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τόσο τερατώδες στη χώρα μας. Ηταν πολύ σοκαριστικό γιατί ήμασταν όλοι συνένοχοι κατά κάποιον τρόπο. Ξέρετε, κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό βιβλίο το φθινόπωρο στη Σκανδιναβία για τον Μπρέιβικ με τίτλο "One of Us". Είναι ένα ζήτημα που εξακολουθεί να είναι φλέγον και οι απόψεις γύρω από αυτό διίστανται. Κάποιοι πιστεύουν ότι εξελίχθηκε έτσι εξαιτίας της σχέσης που είχε με τη μητέρα του. Υπήρχε κάτι στην παιδική του ηλικία που ήταν πολύ αρρωστημένο και οι ψυχολόγοι προειδοποιούσαν πως "τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καλά", όταν ήταν μόλις τεσσάρων. Δεν εξηγεί πλήρως το φαινόμενο γιατί υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είχαν πολύ άσχημη παιδική ηλικία, αλλά δεν σκοτώνουν κόσμο. Η άλλη άποψη δίνει πολιτική κατεύθυνση στο φαινόμενο και αποδίδει την αποτρόπαια πράξη στον εξτρεμισμό, στο μίσος για το Ισλάμ, στη μετανάστευση. Νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μισούν το Ισλάμ και είναι εναντίον της μετανάστευσης, αλλά δεν φτάνουν στο σημείο να κάνουν κάτι τέτοιο».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire