«Αυτή είναι η πατρίδα: η γλώσσα»
Αν το Θόδωρος Καλλιφατίδης το είχα αλλάξει σε Teo Andersson, θα είχα πουλήσει 10 φορές παραπάνω βιβλία στη Σουηδία και θα είχα πάρει 10 φορές παραπάνω βραβεία. Δεν το άλλαξα από μια βαθύτατη πεποίθηση ότι δεν μου ανήκει το επίθετο. Το επίθετο είναι ο πατέρας, ο προπάππος, άνθρωποι που μεγάλωσαν στα δάση του Πόντου, που ψάρεψαν στη Μαύρη Θάλασσα. Οι ρίζες μου. Δικαιούμαι να αλλάξω το επίθετό τους; Οχι.
Ούτε εγώ θυμάμαι πόσες φορές έγραψα κι έσβησα αυτή την εισαγωγή. Τι να γράψω; Είναι μια κουβέντα που ήθελα πολύ να κάνω με τον Καλλιφατίδη. Στη Σουηδία, από τα πρώτα ονόματα που έμαθα ήταν το (δυσκολοπρόφερτο για τους Σουηδούς) Θοδωρής Καλλιφατίδης.
Οταν επιτέλους έφτασε η μέρα, με δέχτηκε με τη φιλικότητα που μόνο οι άνθρωποι που τα έχουν καλά με τον εαυτό τους μπορούν να σου χαρίσουν. Στα ελληνικά κυκλοφορούν 17 βιβλία του, αλλά, όπως είπα και στον ίδιο, στην Ελλάδα «τρώμε» εικόνα. Βγαίνεις στην τηλεόραση; Σε ξέρω. Αλλιώς… Σιγά μην τον πειράζει, όμως.
Πέραν των 35 βιβλίων του που κυκλοφορούν στη Σουηδία, των βραβείων που έχει κερδίσει, της παρουσίας του σε θέατρο και κινηματογράφο, ο Καλλιφατίδης είναι σπουδαίο κομμάτι της σουηδικής και της ελληνικής λογοτεχνίας. Και μια κουβέντα μαζί του σε κάνει σοφότερο.
Μετανάστευσε στα 25 του.
Απένταρος, αλλά αποφασισμένος να πετύχει. «Εριξα μαύρη πέτρα πίσω», θα μου έλεγε. Με τα σημερινά δεδομένα, οι «πατριώτες» θα τον έλεγαν «λαθρομετανάστη». Σπούδασε, έμαθε ταυτόχρονα τέσσερις γλώσσες, έγινε καθηγητής Γυμνασίου μόλις δύο χρόνια αφότου πάτησε το πόδι του στη Στοκχόλμη, πήρε πτυχίο φιλοσοφίας σε 18 μήνες.
Αριστερός, ουμανιστής, ασυμβίβαστος. Τότε και πάντα. Επιβλήθηκε σε μια «πιάτσα» όπου λίγοι τα καταφέρνουν. Γιατί, αν είναι μια φορά δύσκολο να πετύχεις ως μετανάστης, για να γίνεις πετυχημένος συγγραφέας, όντας μετανάστης και κρατώντας το όνομα-γλωσσοδέτη για τους Σουηδούς, είναι σπουδαίο κατόρθωμα.
Κάπου εδώ, όμως, λέω να σταματήσω. Ο ίδιος τα λέει καλύτερα, χωρίς να «στρογγυλεύει» καθόλου τις λέξεις. Τόσο που, την ώρα που τον άκουγα, σε κάποιες στιγμές είχα ανατριχιάσει. Σκεφτόμουν πως αν τα έλεγε στην Ελλάδα, μπορεί και να κινδύνευε η ζωή του.
Προσωπικά, δεν έτυχε να ακούσω άλλον άνθρωπο, του «μεγέθους» του Καλλιφατίδη, να λέει για παράδειγμα ότι «ο φασισμός είναι στη νοοτροπία του Ελληνα». Αλλά, στην τελική, αυτό το θάρρος τον οδήγησε ώς εδώ. Απολαύστε τον!
Μετανάστης έγινα κατ' ανάγκην... Μετά το στρατιωτικό, εργάστηκα για έξι μήνες και πάλι ανεργία. Στα 25, δεν μπορούσα να ζω με το δεκάρικο που μου έδινε ο συνταξιούχος πατέρας. Με πολύ μεγάλη πίκρα, ίσως η πικρότερη στιγμή της ζωής του, μου είπε: «Παιδί μου, η Ελλάδα δεν σε θέλει. Φύγε!»
Κι έφυγα. Ανεργος. Ελεγχόμενος από την αστυνομία. Το οποιοδήποτε ταλέντο είχα εθεωρείτο ψώνιο. Εστελνα διηγήματα παντού και δεν απαντούσε κανένας. Τώρα το βλέπω και με εμένα. Αμα σου στέλνουν 1.000 διηγήματα, λες «ε, παιδιά, κάπου φτάνει πια», αλλά όταν είσαι στα 18 περιμένεις μια απάντηση.
Σε μένα δεν ερχόταν ποτέ. Μια κοπέλα έβαλε ένα μου διήγημα σε μια φοιτητική εφημερίδα. Της είμαι ευγνώμων για πάντα. Μου το έστειλε ένας φίλος που το βρήκε και διαπιστώνω ότι έγραφα καλύτερα απ' ό,τι γράφω σήμερα.
Εφυγα από την Ελλάδα πάμπτωχος...
Είχα μόνο δύο βιβλία. Το ένα, ποιήματα του Καβάφη, το είχα αγοράσει. Το άλλο μου το είχε κάνει δώρο την Πρωτοχρονιά το πρώτο μου κορίτσι, 13-14 χρόνων.
Το ίδιο βιβλίο είχα αγοράσει και εγώ για εκείνη. Ανταλλάξαμε το ίδιο βιβλίο. Από τον ίδιο πλανόδιο βιβλιοπώλη. Που αυτή στη συνέχεια τον ερωτεύτηκε. Προδοσία τεράστια, αλλά μου πέρασε.
Ως γιος δασκάλου, από 5 χρόνων διάβαζα και έγραφα...
Βασικά διάβαζα κάτι αγιογραφίες που είχε η γιαγιά μου. Βιβλία δεν είχαμε στο σπίτι. Στο Γυμνάσιο, μπορούσα να ξενυχτάω όμως για να τελειώσω ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι. Το διάβασμα έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Στην Ελλάδα της εποχής μου, μπορούσες να σπουδάσεις ως καλός μαθητής αλλά να ήσουν πολιτικά «καθαρός».
Επρεπε να πάω στο τμήμα για πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Δεν το πήρα. Ο διοικητής του τμήματος μου είπε: «Πρώτα θα γίνω εγώ Πάπας και μετά θα μπεις εσύ στο πανεπιστήμιο». Και δεν μπήκα. Αυτός έγινε στη συνέχεια πρωτοπαλίκαρο του φασισμού, της χούντας. Οταν μου δόθηκε η δυνατότητα να σπουδάσω στη Σουηδία, χωρίς ερωτήσεις και τμήματα, έμαθα σουηδικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά ταυτόχρονα και πήρα το δίπλωμα φιλοσοφίας δουλεύοντας παράλληλα. Γιατί μου είχε λείψει το άτιμο!
Δεν νοσταλγώ τα νιάτα αλλά την αμεσότητα του αισθήματος...
Στα 78 θυμάσαι τα αισθήματα και στα 18 τα ζεις. Αλλάζουν «χρώμα» τα αισθήματα. Μέχρι που αναρωτιέσαι: «Τα έζησα έτσι;». Σε μια περίπτωση, έχω πει σε έναν συμμαθητή μου: «Θυμάσαι εκείνο το χαστούκι που έφαγα από τον πατέρα μου;» -ήμουν μαθητής του πατέρα μου για ένα μικρό διάστημα- και λέει ο φίλος: «Οχι ρε, δεν το 'φαγες εσύ. Εγώ το έφαγα». Ο καθένας θυμόταν διαφορετικά το χαστούκι.
Πατρίδα αρχικά είναι το χωριό, η πόλη, οι φίλοι...
Μετά, μένει ένας δρόμος, μια πλατεία. Οταν πεθαίνουν γονείς και φίλοι, μένουν παιδικές αναμνήσεις και η γλώσσα. Υπερηφανεύομαι που κρατάω τα ελληνικά μετά από 53 χρόνια. Να μιλάω χωρίς να ψάχνω τις λέξεις. Αυτή είναι η πατρίδα. Η γλώσσα. Οσο ζούσε η μάνα, έλεγα «Ελλάδα είναι η μάνα». Τώρα που δεν υπάρχει, τα ελληνικά είναι η πατρίδα. Και ορισμένες ξεχωριστές μνήμες. Οπως, ας πούμε, μαθητές στο Γυμνάσιο, παίζαμε ποδόσφαιρο στο Πεδίον του Αρεως, ιδρώναμε και τρέχαμε σε μια βρυσούλα που υπήρχε μέσα στο πάρκο, πίναμε νερό και πλενόμαστε. Αυτό, για κάποιο λόγο, δεν μπορώ να το ξεχάσω. Ακόμα και όταν θα πεθαίνω, αυτό θα βλέπω. Να τρέχω έξω αριστερά.
Α! Και το όνομα...
Αν το Θόδωρος Καλλιφατίδης το είχα αλλάξει σε Teo Andersson, θα είχα πουλήσει 10 φορές παραπάνω βιβλία στη Σουηδία και θα είχα πάρει 10 φορές παραπάνω βραβεία. Δεν το άλλαξα από μια βαθύτατη πεποίθηση ότι δεν μου ανήκει το επίθετο. Το επίθετο είναι ο πατέρας, ο προπάππος, άνθρωποι που μεγάλωσαν στα δάση του Πόντου, που ψάρεψαν στη Μαύρη Θάλασσα. Οι ρίζες μου. Δικαιούμαι να αλλάξω το επίθετό τους; Οχι.
Να μιλήσουμε για τους ναζί...
Οταν έπεσε η χούντα, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι γίναμε όλοι δημοκράτες. Ο ναζισμός και ο φασισμός, όμως, είναι στη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας η οποία είναι βασισμένη στην καταπίεση. Καταπίεση του άντρα προς τη γυναίκα, του πατέρα προς τα παιδιά, του μεγαλοκτηματία στους μικρότερους, οι μικρότεροι στους εργάτες, οι εργάτες στις γυναίκες τους, οι γυναίκες στα παιδιά τους και τα παιδιά στα γαϊδούρια. Αυτό θυμάμαι. Αλυσίδα καταπίεσης. Δεν αλλάζει εύκολα η νοοτροπία επειδή αλλάζουν οι κυβερνήσεις. Και το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς, αν θες, αποτέλεσμα πίεσης ήταν. Ο Μεταξάς, ως φανατικός οπαδός του Χίτλερ, εάν δεν ήταν ο βασιλιάς από την Αγγλία που πίεζε, δεν θα έλεγε ποτέ το «ΟΧΙ». Και τον βασιλιά τον πίεζε ο Τσόρτσιλ. Επιβαλλόμενο ήταν το «ΟΧΙ».
Αν θα υπάρχει αλλαγή;
Ναι. Αλλά δεν ελπίζω στους Ελληνες άντρες. Στις Ελληνίδες γυναίκες ελπίζω. Θα πουν μια στιγμή: Ως εδώ και μη παρέκει. Είμαστε κι εμείς εδώ. Σε Βουλή και κυβέρνηση, παντού άντρες βλέπεις. Ντροπή! Θα αλλάξει, όμως. Οπως άλλαξε και στη Σουηδία.
Αν μπορείς να κάνεις κριτική στη χώρα που ζεις;
«Πατριώτες» που θα προσπαθήσουν να σου κλείσουν το στόμα υπάρχουν παντού. Στην Ελλάδα, όμως, αυτό συνδέεται με τον φασισμό. Με τη νοοτροπία ότι «δεν ανακατεύεσαι στις δουλειές του άλλου». Είσαι ξένος; Χειρότερα για σένα. «Με ποιο δικαίωμα μιλάς εσύ;» Αυτό είναι ελληνικό και μικροαστικό βαλκανικό φαινόμενο.
Ξέρεις ότι ο «Χ» βασανίζει τη γυναίκα του αλλά δεν το λες. Στη Σουηδία ισχύει το αντίθετο. Αν εδώ δείρεις το παιδί σου, μπορεί να πάρει τηλέφωνο και να πει ο μπαμπάς μ’ έδειρε και μετά έρχονται δέκα άνθρωποι σπίτι σου και σε ψάχνουν. Υπάρχει η παράδοση «ανακατέματος». Δεν είναι πάντα καλό, χάνεται η ιδιωτικότητα, αλλά είναι παράδοση. Ανακατεύονται όλοι. Κοινωνικές υπηρεσίες, νοσοκομεία, σχολεία. Ολοι.
Πιστεύω στη δικαίωση της λογικής και όχι στη νίκη του κακού...
Για να γίνει πράξη, ωστόσο, η κοινωνία πρέπει να δώσει αγώνα για τη μόρφωση των παιδιών. Στη ρίζα του ναζισμού είναι η έλλειψη μόρφωσης. Οπως λέει και μια φίλη μου, δεν μπορεί να εγκαταλείπεις την παιδεία -όπως κάνει εδώ και χρόνια η Ελλάδα- και να πιστεύεις ότι δεν θα σε εγκαταλείψει και εκείνη. Εγκαταλείψαμε την παιδεία και έχουμε γίνει θηρία. Οταν ένας λαός χάνει την επαφή με την παιδεία, το τίμημα είναι πολύ ακριβό. Δημιουργούνται άνθρωποι χωρίς μνήμη, συνείδηση, πόνο, συμπόνια.
Η μνήμη δεν είναι πάντα σύμμαχος της Ιστορίας...
Για παράδειγμα, οι σημερινοί ναζιστές, οι πρόγονοί τους, ήταν στον πόλεμο σύμμαχοι των ναζί. Οι χιτλερικοί είχαν συμμάχους. Οι Βρετανοί έδωσαν ένα σωρό λεφτά για να υποστηρίξουν τον ΕΔΕΣ, που βασικά πολεμούσε εναντίων της Ελληνικής Αντίστασης. Χίτες και ΕΔΕΣ ήταν ακροδεξιές οργανώσεις, συνεργάτες των ναζί που είχαν τους προδότες με τις μάσκες.
Τους έχω δει εγώ με τα μάτια μου και διάλεγαν ανά δέκα. Αυτοί δεν εξαφανίστηκαν. Και παιδιά είχαν και εγγόνια. Κατά κανόνα, απ' όσους ήταν τότε αριστεροί, είναι σήμερα και τα παιδιά τους. Οι τότε δεξιοί και φασίστες μετέφεραν και στα παιδιά τους τα πιστεύω τους. Κατά κανόνα.
Εκείνο που έχει αλλάξει περισσότερο από όλα στην Ελλάδα είναι η γλώσσα...
Εχει αλλάξει η φυσική μελωδία της ελληνικής. Δεν είναι πια η γλώσσα που μιλούσαμε εμείς μικροί. Ακούω μια άλλη μελωδία, κάτι γκρινιάρικο και «τραβηγμένο». Κάτι συμβαίνει. Και πολλές βρισιές. Η βωμολοχία είναι χαρακτηριστικό της αμορφωσιάς. Οσο μικραίνει το λεξιλόγιό σου τόσο απλουστεύονται οι δυναμικές εκφράσεις.
Αν κάποτε έλεγες είσαι ανόητος, ζώον, γαϊδούρι, μουλάρι, πεισματάρης, είσαι Οδυσσέας, είσαι ραδιούργος, είσαι βλάκας σαν τον Ηρακλή, τώρα λένε το «μαλάκας» σκέτο. Ολο αυτό το φάσμα έχει χαθεί πια. Και την έχουμε χάσει λόγω έλλειψης παιδείας, βέβαια.
Να είσαι μετανάστης και συγγραφέας είναι πάντα δύσκολο...
Διότι είναι πάντα δύσκολο να γράφεις σε μια νέα γλώσσα. Για μένα, πάντως, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Ημουν απόλυτα αποφασισμένος να πετύχω εδώ. Εριξα μαύρη πέτρα πίσω μου. Εμαθα τα σουηδικά πολύ σύντομα, έβγαλα το πρώτο βιβλίο στα σουηδικά μετά από 5 χρόνια εδώ, πήρα το δίπλωμα της φιλοσοφίας σε 18 μήνες, έγινα καθηγητής Γυμνασίου σε δύο χρόνια αφότου είχα έρθει. Αυτό που παραμένει δύσκολο είναι ο αγώνας να διατηρήσεις τον κόσμο σου, τη γλώσσα. Δεν θέλω να χαθούν. Είμαι ξένος εδώ, δεν θέλω να είμαι ξένος και στην Ελλάδα.
Το προσφυγικό έχει -και θα έχει- πολύ καλές επιδράσεις για τη Σουηδία...
Επειτα από 10 χρόνια, τα παιδιά τους θα έχουν τελειώσει το σχολείο και η Σουηδία θα έχει βρει ένα φρέσκο, απρόσμενο ανθρώπινο δυναμικό. Οπως έγινε με τους Αλβανούς και την Ελλάδα. Μερικούς τους πιάνει πανικός. 200.000 ήρθαν, λένε. Ναι. 200.000, αλλά δεν έχουν πρόβλημα να τους απορροφήσουν.
Λέω στους Σουηδούς: «Εχετε μετανιώσει που έχετε εμένα εδώ; Τι κακό σας έχω κάνει;». Ο πρόεδρος βιομηχάνων της Σουηδίας το είπε ξεκάθαρα: «Η νέα μετανάστευση στη Σουηδία δεν κοστίζει τίποτα. Τα λεφτά από τη μια τσέπη πάνε στην άλλη». Ο αμόρφωτος, ο νεοναζί, δεν το βλέπει. Και φυσικά αυτό είναι θέμα παιδείας. Και διαλόγου. Πιστεύω, μέχρι ένα σημείο, μπορείς να μιλήσεις και με αυτούς.
Σε ένα βιβλίο περιγράφω πώς έρχεται ένας γονιός από την Αυστραλία στην Ελλάδα και περηφανεύεται. Και ρωτάνε οι φίλοι τα παιδιά: Ρε σεις, σας μαθαίνει ο μπαμπάς ελληνικά; Ναι, πώς! Για πες μας κάτι στα ελληνικά. «Γαμώ την Ελλάδα, την πατρίδα του πατέρα μου!» Αυτά τα ελληνικά είχε μάθει από τον πατέρα του το παιδί. Η παιδεία, που λέμε.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire