ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

dimanche 11 décembre 2016

Η επίδραση της δημοτικής ποίησης στην προσωπική δημιουργία. Η περίπτωση του Μιχάλη Πασιαρδή σε ποίηση γραμμένη στην Κυπριακή Διάλεκτο





Παντελής Μπουκάλας ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Προσωπική ποίηση με μαθητεία στη δημοτική


Σ​​την ποίηση, ανώνυμη και προσωπική, το χρώμα της αγάπης είναι το κόκκινο, σαν τεκμήριο γνήσιου πάθους, αιματηρού. Αυτό ισχύει από τον καιρό που η Σαπφώ ζωγράφιζε τον Ερωτα να κατεβαίνει από τον ουρανό φορώντας πορφυρή χλαμύδα («ελθόντα εξ οράνω πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν») και έως την εποχή που ο λαϊκός ποιητής απάρτιζε λιανοτράγουδα όπως το επόμενο, αποθησαυρισμένο από τον Κ. Τεφαρίκη (1866): «Ερώτησα τον έρωτα τι ρούχα να φορέσω, / κι αυτός μου είπε κόκκινα, τ’ς αγάπης μου ν’ αρέσω».
Κόκκινο είναι λοιπόν, τι πιο φυσικό, το χρώμα της αγάπης και σε ένα τετράστιχο του Κύπριου ποιητή Μιχάλη Πασιαρδή, ο οποίος γεννήθηκε στο Τσέρι της Λευκωσίας το 1941 και έχει ήδη καταθέσει πλούσιο έργο. Πρόκειται για το 52ο της πρώτης σοδειάς του, του 1999, που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Αιγαίον της κυπριακής πρωτεύουσας: «Το μήλον πάνω στημ μηλιά πριχού να κοτσιινίσει / θωρεί σ’ εσένα ‘πού μακρά τζιαί λέει να σου ντζιίσει, / να πάρει ‘πού το κότσιινον πόν εις το πρόσωπόν σου / για να λαλεί το χρώμα του κρατεί ‘πού το δικόν σου».

Δεν αισθάνομαι την ανάγκη κανενός λεξικού ιδιωματισμών για να νιώσω, άρα και να εννοήσω, το τετράστιχο του Πασιαρδή. Για να νιώσω δηλαδή ότι οι στίχοι αυτοί κρατάνε από λαμπρή γενιά ως προς τη δεκαπεντασύλλαβη μουσική και την ποίησή τους. Μουσική και ποίηση που συλλειτουργούν σ’ αυτό το ελληνικής κοπής χάι κου, αφού εκδηλώνονται ενωμένες σε σάρκα μία και σε πνεύμα ένα. Οπως ήταν σε καιρούς που φαίνονται πια πολύ μακρινοί, κι ας είναι μόλις χθεσινοί, όταν δεν είχαμε ακόμη αποσπάσει το μέλος από τον λόγο, με τη βία της ανάγωγης προπέτειας και με τη σπουδή απαίδευτων μοντερνιζόντων που αδιαφορούν για την προ του ελεύθερου ή απελεύθερου στίχου ποικίλη ποιητική ιστορία.
Η εικόνα είναι απλή. Σοφά απλή, δίχως μαλάματα. Οπως σχεδόν οτιδήποτε πλάστηκε από τον δημοτικό ποιητή αλλά και από όσους «ονοματεπώνυμους» είχαν τη σεμνότητα να τον ακούσουν σαν δάσκαλό τους. Δεν είναι τυχαίο το ρήμα «ακούω» εδώ, γιατί, όπως ξέρουμε από τον Σολωμό πρώτα, και από τον Παλαμά και τον Καβάφη, η κύρια αίσθηση της ποιητικής λειτουργίας είναι η ακοή. Αυτή διανοίγει τη «βασιλική οδό» προς την κατανόηση της δημοτικής ποίησης, που έχει ακόμα να πει και να δώσει· δεν είναι ταριχευμένη, οριστικά άφωνη, σε συλλογές και ανθολογίες.
Το μήλο λοιπόν, σύμβολο αρχαιόθεν της ερωτικής επιθυμίας, ένας καρπός αγαπημένος της λαϊκής παράδοσης σε όλες τις αφηγηματικές μορφές της, στιχουργημένες ή πεζές όπως τα παραμύθια, θέλει το χρώμα του. Το κόκκινο. Και δεν βρίσκει άλλη πηγή καταλληλότερη, γνησιότερη δηλαδή και ασφαλέστερη, από το πρόσωπο της λυγερής. Από τα μηλομάγουλά της, όπου κατοικεί το ερύθημα της νιότης και της φρεσκάδας ή της ερωτικής αιδημοσύνης. Εδώ τα πράγματα βαίνουν ανάποδα απ’ ό,τι θα ήταν αναμενόμενο, συνιστώντας μια καινούρια Ερωτική Φυσική. Δεν αντιγράφει ο άνθρωπος τη φύση, όπως είναι το συνηθισμένο, τονίζοντας λ.χ. μ’ ένα κοκκινάδι τα μάγουλα ή τα χείλη του. Εκείνη που μιμείται τον άνθρωπο, εκείνη που προσκυνάει ταπεινά το ερωτικό ίνδαλμα και το μελετάει με άκρα προσοχή ώστε να κατορθώσει την αυθεντικότητα στο αντιγραφικό της έργο, είναι η ίδια η φύση.
Το «ωσάν», σαν δρόμος της παρομοίωσης, μας οδηγεί συνήθως από τον μιμητή άνθρωπο στη φύση-πρότυπο. Δείγμα σπουδαίο η «Αγνώριστη» του Σολωμού: «Κόκκινα κι όμορφα / έχει τα χείλα / ωσάν τα φύλλα της ροδαριάς, // όταν χαράζει / και η αυγούλα / λεπτή βροχούλα / στέρνει δροσιάς». Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπου ο συγκινημένος ερωτικός λόγος, για να υμνήσει όσο τιμητικότερα μπορεί το φυσικό, το εκ γενετής, το συγκρίνει με κάποιο τέχνημα, με κάτι άψογα πλασμένο όχι από τη φύση ή τη θεότητα αλλά από τα επινοητικά χέρια του ανθρώπου. Κατεξοχήν αρμόδιος για να μας γνωρίσει αυτήν τη μετατόπιση του «σαν», όπου ως πρότυπο χρησιμοποιείται πλέον το τεχνικό, είναι βεβαίως ο Καβάφης και το ποίημα «Ετσι πολύ ατένισα -»: «Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά. / Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά σπασμένα».
Είπα λίγο πριν ότι το τετράστιχο του Πασιαρδή για το κόκκινο μήλο κρατάει από λαμπρή γενιά: τη γενιά των δημοτικών τραγουδιών της αγάπης, στη μεγάλη επικράτεια των οποίων το «σαν» και το «ωσάν» σπανίζουν, αφού ακόμα και το πλέον παράδοξο προτείνεται ως το φυσικότερο των πραγμάτων. Παράδειγμα μια κρητική μαντινάδα: «Οντό γελάς, γελούν βουνά, γλυκομηλιές αθίζουν, / τα ξωτικά μαζώνουνται και τσ’ ομορφιές σκορπίζουν». Ενα θαύμα. Αλλά κι ένα απλούστατο φυσικό γεγονός για την ανατρεπτική ερωτική λογική.
Να λοιπόν ένα ηπειρώτικο στιχοπλάκι, της συλλογής του Π. Αραβαντινού (1880), όπου τα κόκκινα μάγουλα γίνονται το υπόδειγμα χρώματος όχι για το μήλο, όπως στο τετράστιχο του Πασιαρδή, αλλά για τα τριαντάφυλλα: «Κίνησαν τα τριαντάφυλλα όλα να ‘ρθούν κοντά σου, / να πάρουν χρώμα και βαφή από τα μάγουλά σου». Υπάρχουν αρκετοί δημοτικοί στίχοι ανάλογης αντεστραμμένης λογικής, που φανερώνουν από ποιον κόσμο έρχεται και ποιον κόσμο σέβεται το τετράστιχο του Πασιαρδή. Οπως υπάρχει κι ένα δημοτικό τετράστιχο, καταγραμμένο από τον Ανδρέα Λασκαράτο, που βεβαιώνει ότι το το ποθητό ανθρώπινο παραμένει υπέρτερο του φυσικού: «Ποιο δέντρο έχει τον ίσκιο σου, / ποιο μήλο τη θωριά σου, / και ποια στον κόσμο βρίσκεται / να ’χει την ομορφιά σου».
Το βυσσινί, μια εκδοχή του κόκκινου, είναι το χρώμα-πυρήνας ενός άλλου τετράστιχου του Κύπριου ποιητή, της ίδιας συλλογής, το οποίο μαθήτεψε επίσης στο δημοτικό. Γνώρισε έτσι όχι μόνο την εικονοποιητική του ελευθερία αλλά και το ήθος του, για να μπορέσει να σχηματίσει μιαν εικόνα που ο υπερρεαλισμός της ηχεί ρεαλιστικότατος, φυσικός, σαν σε πίνακα του Νίκου Εγγονόπουλου: «Εφόρεν ένα βυσσινί φουστάνιν, τζι’ ούλλη η στράτα / εφαίνετουν γιόν να πετά, τζι’ όι πως επαρπάτα· / τζιαμαί ‘πού στάθην, ύστερις, ήρταν πουλλιά τζι’ εκάτσα / τζ’ εσκέφτουνταν αν εν πουλλίν, τζ’ ίντα πουλλιού εν ράτσα».
Τα πουλιά, που πυκνοκατοικούν στον ουρανό της δημοτικής ποίησης, όντας ένα από τα πλουσιότερα σύμβολά της (ερωτικοί αγγελιοφόροι, ιστορητές πολεμικών δραμάτων, μοιρολογητές, οιωνοί), κατοικούν επίσης πυκνά την ποίηση του Πασιαρδή. Απαντούν, αν μετράω σωστά, 21 φορές στα 55 τετράστιχα του 1999 κι άλλες τόσες στα επίσης 55 «Τετράστιχα Β΄» («Αιγαίον», 2016). Καμιά μονοτονία. Ισα ίσα, σε νέο πλαίσιο κάθε φορά και με ξεχωριστή φωνή, αναζωογονούν το κληρονομημένο σύμβολο και επικυρώνουν έναν από τους γνωμικότερους στίχους του Πασιαρδή: «Το λλίον έναι το πολλύν».

ΠΗΓΗ: Η Καθημερινή, 11 Δεκέμβρη 2016

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire