Ο εικοσιεπτάχρονος Πακιστανός
Σαχτζάτ Λούκμαν έκλεισε το δρόμο με το ποδήλατό του στον
εικοσιεννιάχρονο πυροσβέστη με το σκούτερ, αυτός του επιτέθηκε φραστικά
και ο Πακιστανός τού ζήτησε το λόγο (ίσως είπε και καμιά καινούργια
ελληνική λέξη, ποιος ξέρει) κι έγινε το κακό! «Δεν είμαι ρατσιστής»,
είπε ο δράστης (μέσω του δικηγόρου του), «αναλαμβάνω τις ευθύνες που μου
αναλογούν».
Εγώ τους πυροσβέστες τούς ήξερα από το σινεμά! Τους έχω δει να ορμάνε με την κάνουλα στα κτήρια, ν' ανεβαίνουν με σκάλες στις στέγες, να πέφτουν με την πλάτη πάνω σε πόρτες που καταρρέουν, να χάνονται στις φωτιές και να εμφανίζονται καπνισμένοι σώζοντας ζωές!
Δεν είδα ακόμη τη φωτογραφία του, διάβασα, όμως, πως έβγαλε μαχαίρι-«πεταλούδα» και θυμήθηκα την αχερόντεια πεταλούδα ή Acherontia atropos, την πεταλούδα με τη νεκροκεφαλή στα φτερά, που ακόμη και σε ταινίες έχει πρωταγωνιστήσει, όπως στη «Σιωπή των αμνών», όπου ο δολοφόνος τοποθετούσε προνύμφες στο στόμα των θυμάτων του.
Το φαντάζομαι το θύμα: ένας χαρούμενος μικρός Βούδας πάνω στο ποδήλατο (είδα τη φωτογραφία του στην εφημερίδα), όμορφος, με μεγάλα μαύρα μάτια, καλοσχηματισμένα χείλη, σπαστά μακριά μαλλιά και μελαψό πρόσωπο.
Εφυγε στις 2.30 τα χαράματα από το Περιστέρι την παγωμένη Πέμπτη στις 17 Ιανουαρίου, που ο άνεμος ξήλωνε τις τέντες (έριξε κάτω και την «προϊστορική» μου φτέρη, που με προστατεύει από τα κακά πνεύματα), να πάει στα Πετράλωνα να ξεφορτώσει πορτοκάλια.
Εκεί τον πέτυχε ο Χάρος μεταμφιεσμένος σε πυροσβέστη και τον «έστειλε» στην κοιλάδα των νεκρών του Ινδού ποταμού!
«Εφυγε» αυτός, έφυγε και το μυαλό μου. Θυμήθηκα πόσες φορές προσπάθησα να μάθω ποδήλατο και πόσες φορές έπεσα με το κεφάλι πάνω στις παλιές ξύλινες κολόνες της ΔΕΗ που ήταν πασαλειμμένες με πίσσα! (ποτέ δεν κατάλαβα πώς μια ρόδα ποδηλάτου μπορεί να πετύχει μια κολόνα).
Μόνο μια φορά, πρωτόβγαλτη ηθοποιός, σε περιοδεία με τη «Φαύστα» στην Ιθάκη (δικτατορία είχαμε ακόμη, θυμάμαι) νοικιάσανε τα κορίτσια ποδήλατα να κάνουν το γύρο του νησιού (καλοκαίρι και οι βουκαμβίλιες ήταν ολάνθιστες με τα κόκκινα της φωτιάς, τα μοβ του Επιταφίου και τ' άλλα τα φούξια τα πρόστυχα) και τόλμησα κι εγώ!
Στα δεξιά μου είχα τον γκρεμό, αλλά δεν φοβόμουν! Μια τρελή χαρά έβαλε φτερά στα πετάλια, κάποιο νεαρό ελεύθερο πνεύμα έδιωξε τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες και η μεγάλη μου λαχτάρα αφάνισε τον άγριο Ποσειδώνα!
Μπροστά μου μες στο ουράνιο θάμβος έπλεκε και ξήλωνε η Πηνελόπη τα σάβανα του πεθερού της για να κερδίσει χρόνο, περιμένοντας τον Οδυσσέα, ενώ πίσω απ' τις κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας δολοπλοκούσαν 108 μνηστήρες.... και εγώ τραγουδούσα Μποστ:
Ο κύριος μου είναι σοφός
Κι ανώτερος απ' όλους
Απ' τους μανάβας, τους ψωμάς
Κι από τους παντοπώλους
Γι' αυτό ακούω πάντοτε
Εκείνα που διατάσσει
Γιατί αυτός τα μελετά
Προτού τα κα, προτού τα κα, προτού τα κατεβάάάσει!
Μ' αυτά τα σουρεαλιστικά και συνεπαρμένη απ' τα μυθικά, ανέβηκα ποδηλατώντας το βουνό, αλλά στην κατηφόρα της επιστροφής εκεί κοντά στα πρώτα σπίτια, με περιμέναν κάτι άλλα πρωτότυπα: ένα ανοιχτό Triumph spitfire, σαν αυτό που ονειρεύεται η Αλίκη ντυμένη νυφούλα στο «Αχ, αυτή η γυναίκα μου», πετάχτηκε μπροστά μου έγχρωμο απ' άλλο παραμύθι! Απ' το ραδιόφωνο στη διαπασών ο Δάκης τραγουδούσε σε άπταιστα γαλλικά το «Tu veux ou tu veux pas» και δυο σοκολατένια κορίτσια με καυτά μπικίνι και κορδέλες στα μαλλιά χόρευαν κάτι ανάμεσα σε σέικ και το χορό της θεάς Κάλι με τα τέσσερα χέρια... δεν κατάλαβα. Στο τιμόνι ένας κάγκουρας με το μαλλί αφάνα, με είδε να χάνω την ισορροπία μου και θέλοντας να με πειράξει, πάτησε το γκάζι. Ενα βίαιο ωστικό κύμα αερίων και φωτιάς που έβγαιναν απ' τη γαλβανισμένη εξάτμιση με σήκωσε ψηλά... είδα το δράκο με τα μάτια μου ( στην υπερβολή μου μέσα πάντα) κι έπεσα στο χώμα. Ακόμα έχω τα σημάδια από τα ράμματα... σκόρπισαν και οι βουκαμβίλιες που 'χα βάλει στα μαλλιά... δεν ξανάπιασα ποδήλατο!
Σίγουρα ο νεαρός Πακιστανός θα το αγαπούσε το ποδήλατο και θα 'ταν γρήγορος ποδηλάτης. Δεν θα φοβόταν τ' αμάξια. Αποκλείεται να τα φοβόταν. Αυτός σε μια ώρα απ' το Περιστέρι έφτανε στα Πετράλωνα. Ούτε τα σκούτερ τα φοβόταν, αποκλείεται να τα φοβόταν. Γυρνούσαν οι τροχοί του ποδηλάτου του κι έφευγε το μυαλό του στη μάνα του, στις αδερφές του, στους αμμόλοφους, στο ποτάμι... στον πρώτο του έρωτα (είχε και ροζ κάρτα διάβασα), μπορεί και να τα κατάφερνε να κάνει και οικογένεια, που ήταν τ' όνειρό του.
Και ο πατέρας μου (ορφανός πρόσφυγας από το Γκιονέν της Μ. Ασίας ) δεν φοβόταν, μου είπε, όταν εγκατέλειψε το Γυμνάσιο (ντρεπόταν να πηγαίνει με τα τσόκαρα) κι έφευγε χαράματα με τα πόδια απ' το Βαρδάρι μ' ένα άδειο τσουβάλι περπατούσε 30 χιλιόμετρα δρόμο να πάει και 30 να γυρίσει το βράδυ με το τσουβάλι φορτωμένο στην πλάτη γεμάτο «παλιοπράματα» (ανακυκλώσιμα λέγονται σήμερα)! Δεν υπήρχαν τότε τα καροτσάκια του σουπερμάρκετ που έχουν οι δικοί μας Πακιστανοί! Ούτε η γιαγιά μου η Σοφία (πρόσφυγας εξ Ανατολικής Ρωμυλίας) φοβόταν να φεύγει νύχτα με τα πόδια για να δουλέψει 20 χιλιόμετρα μακριά απ' την παράγκα της, στο συνεργείο που βούλωνε τρύπες στην άσφαλτο του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης! Είχε τη δικιά της σκούπα (μόνη της την έφτιαχνε με ξερόκλαδα που τα 'δενε με σχοινί). Μ' αυτήν σκούπιζε καλά καλά τις λακκούβες, τις καθάριζε απ' τα χώματα και τις πετρούλες για να περάσει μετά η σακαράκα με τον γκαζοντενεκέ να τις γεμίσει με την καυτή την πίσσα...
Δεν έχει τέλος η ανάγκη, ούτε και χρώμα, ούτε και χρόνο έχει, ούτε και πατρίδα....
Αυτά σκεφτόμουν όταν έσκασε η χύτρα στο «Mall»!
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire