Συζητήσεις για τη μορφή της λύσης, τέσσερις δεκαετίες μετά την εισβολή
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Η μορφή της λύσης μετά από τέσσερις δεκαετίες μετά την εισβολή εξακολουθεί
να αποτελεί θέμα δημόσιας συζήτησης και διαφωνιών. Η βιωσιμότητα της
προτεινόμενης λύσης είναι το πρώτο ζητούμενο. Το δεύτερο είναι κατά
πόσο η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία αποτελεί «κεκτημένο» της
διαδικασίας για το Κυπριακό και δεσμεύει εσαεί τους εμπλεκόμενους. Τόσο
στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές (2008), όσο και στις επικείμενες,
το θέμα της διζωνικής αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Η συζήτηση δεν
είναι ουσιαστική. Κι αυτό γιατί διεξάγεται με το βλέμμα στραμμένο στο
παρελθόν ενώ στα επιχειρήματα που επιστρατεύονται είναι και το τι
αποδέχθηκε και τι όχι ο Μακάριος στις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του
1977. Για να μπορέσει κανείς να προσεγγίσει το θέμα (ή το μη θέμα),
πρέπει να απαντήσει σε μια σειρά ερωτήματα:
Πρώτο, όντως οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου αναφέρονταν σε διζωνική ομοσπονδία (ιστορική η σημασία του ερωτήματος);
Δεύτερο, σήμερα αυτή η μορφή της λύσης μπορεί να εφαρμοσθεί; Η Κύπρος είναι μέλος της Ε.Ε., η μορφή της λύσης, έμμεσα ή άμεσα, τέθηκε στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004 για το σχέδιο Ανάν.
Τρίτο, γνωρίζουμε μετά από τόσα χρόνια το περιεχόμενο αυτής της λύσης; Εάν αποδεχθούμε πως αυτό προέβλεπε το σχέδιο Ανάν και πως αυτή είναι η διζωνική, τότε έχει απορριφθεί. Εάν είναι κάτι διαφορετικό, τότε δεν υπάρχει ενώπιόν μας κάτι συγκεκριμένο. Γι’ αυτό και οι θέσεις που διατυπώθηκαν, κυρίως στις προεδρικές εκλογές του 2008 για διζωνική ομοσπονδία «με το σωστό περιεχόμενο».
Τέταρτο, εάν όλα γύρω μας αλλάζουν (πολιτικά, γεωπολιτικά κ.ά.)
μπορεί το ζήτημα αυτό να παραμείνει το ίδιο;
Πέμπτο, υπάρχει η δυνατότητα απεμπλοκής από τη διζωνική; Υπάρχει πολιτική ηγεσία, που θα αποδεσμευθεί;
Έκτο, υπάρχει εικόνα για το πώς θα αντιδράσει η λεγόμενη διεθνής κοινότητα;
Η διαδικασία των συνομιλιών, μεταξύ των δύο κοινοτήτων, συνεχίζεται, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, όμως στη βάση της ίδιας φιλοσοφίας. Εκείνο που απέδειξε η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι πως υπήρξε μια βαθμηδόν μετακίνηση των ελληνοκυπριακών θέσεων, με στόχο κάθε φορά -κυρίως μετά από αδιέξοδο- για να προσεγγιστούν οι τουρκικές θέσεις. Αυτό σιγά-σιγά οδήγησε τη διαδικασία στο σχέδιο Ανάν, το οποίο περιέλαβε όλες τις συσσωρεμένες υποχωρήσεις και επιπροσθέτως ασκήθηκε και επιδιαιτησία.
Η προσπάθεια απεγκλωβισμού από τις υποχωρήσεις, που δεν γίνονται αποδεκτές, προϋποθέτει πολιτική βούληση και διάθεση. Για χρόνια η πολιτική της ελληνοκυπριακής πλευράς στηριζόταν στη λογική «δεχόμαστε ό,τι μας προτείνουν, επειδή θα το απορρίψει η τουρκική πλευρά». Ό,τι γινόταν αποδεκτό από την ελληνοκυπριακή πλευρά, θεωρείτο και θεωρείται κεκτημένο της διαδικασίας. Βεβαίως, ξεχνούν όλοι τη βασική αρχή, πως τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο, εάν δεν συμφωνηθούν όλα.
Το θέμα της διζωνικής ή οποιωνδήποτε άλλων υποχωρήσεων πρέπει να κρίνεται και να αξιολογείται στη βάση δύο παραμέτρων. Πρώτο, εάν εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του Ελληνισμού στην Κύπρο. Δεύτερο, εάν μπορεί να εφαρμοσθεί και να είναι βιώσιμο. Να είναι ταυτόχρονα και εναρμονισμένο πλήρως με το κοινοτικό κεκτημένο και τους κανόνες λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα υπόλοιπα και ουσιαστικά μετά τις εκλογές. Τώρα δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση.
Πρώτο, όντως οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου αναφέρονταν σε διζωνική ομοσπονδία (ιστορική η σημασία του ερωτήματος);
Δεύτερο, σήμερα αυτή η μορφή της λύσης μπορεί να εφαρμοσθεί; Η Κύπρος είναι μέλος της Ε.Ε., η μορφή της λύσης, έμμεσα ή άμεσα, τέθηκε στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004 για το σχέδιο Ανάν.
Τρίτο, γνωρίζουμε μετά από τόσα χρόνια το περιεχόμενο αυτής της λύσης; Εάν αποδεχθούμε πως αυτό προέβλεπε το σχέδιο Ανάν και πως αυτή είναι η διζωνική, τότε έχει απορριφθεί. Εάν είναι κάτι διαφορετικό, τότε δεν υπάρχει ενώπιόν μας κάτι συγκεκριμένο. Γι’ αυτό και οι θέσεις που διατυπώθηκαν, κυρίως στις προεδρικές εκλογές του 2008 για διζωνική ομοσπονδία «με το σωστό περιεχόμενο».
Τέταρτο, εάν όλα γύρω μας αλλάζουν (πολιτικά, γεωπολιτικά κ.ά.)
μπορεί το ζήτημα αυτό να παραμείνει το ίδιο;
Πέμπτο, υπάρχει η δυνατότητα απεμπλοκής από τη διζωνική; Υπάρχει πολιτική ηγεσία, που θα αποδεσμευθεί;
Έκτο, υπάρχει εικόνα για το πώς θα αντιδράσει η λεγόμενη διεθνής κοινότητα;
Η διαδικασία των συνομιλιών, μεταξύ των δύο κοινοτήτων, συνεχίζεται, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, όμως στη βάση της ίδιας φιλοσοφίας. Εκείνο που απέδειξε η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι πως υπήρξε μια βαθμηδόν μετακίνηση των ελληνοκυπριακών θέσεων, με στόχο κάθε φορά -κυρίως μετά από αδιέξοδο- για να προσεγγιστούν οι τουρκικές θέσεις. Αυτό σιγά-σιγά οδήγησε τη διαδικασία στο σχέδιο Ανάν, το οποίο περιέλαβε όλες τις συσσωρεμένες υποχωρήσεις και επιπροσθέτως ασκήθηκε και επιδιαιτησία.
Η προσπάθεια απεγκλωβισμού από τις υποχωρήσεις, που δεν γίνονται αποδεκτές, προϋποθέτει πολιτική βούληση και διάθεση. Για χρόνια η πολιτική της ελληνοκυπριακής πλευράς στηριζόταν στη λογική «δεχόμαστε ό,τι μας προτείνουν, επειδή θα το απορρίψει η τουρκική πλευρά». Ό,τι γινόταν αποδεκτό από την ελληνοκυπριακή πλευρά, θεωρείτο και θεωρείται κεκτημένο της διαδικασίας. Βεβαίως, ξεχνούν όλοι τη βασική αρχή, πως τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο, εάν δεν συμφωνηθούν όλα.
Το θέμα της διζωνικής ή οποιωνδήποτε άλλων υποχωρήσεων πρέπει να κρίνεται και να αξιολογείται στη βάση δύο παραμέτρων. Πρώτο, εάν εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του Ελληνισμού στην Κύπρο. Δεύτερο, εάν μπορεί να εφαρμοσθεί και να είναι βιώσιμο. Να είναι ταυτόχρονα και εναρμονισμένο πλήρως με το κοινοτικό κεκτημένο και τους κανόνες λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα υπόλοιπα και ουσιαστικά μετά τις εκλογές. Τώρα δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ Μακαρίου - Ντενκτάς του 1977 αφορούσε κατευθυντήριες γραμμές και περιελάμβανε τέσσερις στόχους, εξ ου και η ονομασία «συμφωνία τεσσάρων σημείων» οι οποίοι και ήταν: 1. Μία ανεξάρτητη και αδέσμευτη δικοινοτική ομόσπονδη δημοκρατία. 2. Η περιοχή της υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας θα συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας, της παραγωγικότητας καθώς και της ιδιοκτησίας. 3. Θέματα αρχών, όπως της ελευθερίας διακίνησης, ελευθερίας εγκατάστασης, δικαιώματος περιουσίας καθώς και άλλα ειδικότερα θέματα παραμένουν ανοικτά προς συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση για ένα δικοινοτικό ομόσπονδο σύστημα καθώς και τυχόν ορισμένες δυσκολίες που ενδεχομένως να εγερθούν από την τουρκοκυπριακή κοινότητα. 4. Οι εξουσίες και οι λειτουργίες της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης θα είναι τέτοιες ώστε να διασφαλίζουν την ενότητα της χώρας κατά το δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους.
Για πρώτη φορά ο όρος διζωνικότητα εμφανίζεται σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, στις 12 Μαρτίου 1990 (ψήφισμα 649). «Καλεί τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν ελεύθερα μια αμοιβαία αποδεκτή λύση που να προνοεί για την εγκαθίδρυση ομοσπονδίας, η οποία θα είναι δικοινοτική όσον αφορά στις συνταγματικές πτυχές και διζωνική όσον αφορά στις εδαφικές πτυχές, σύμφωνα με το παρόν ψήφισμα και τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 και να συνεργασθούν, πάνω σε ισότιμη βάση, με τον Γενικό Γραμματέα για τη συμπλήρωση, σε πρώτο στάδιο και πάνω σε επείγουσα βάση, ενός περιγράμματος μιας συνολικής συμφωνίας όπως συμφωνήθηκε τον Ιούνιο του 1989». Το ψήφισμα 649 θεωρείται κομβικό για το Κυπριακό και την κατεύθυνση που δόθηκε στο θέμα της ομοσπονδίας.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire