«Τον κράζει η γης, μα κι ο ουρανός του γνέφει...»
Μ' αυτή τη θεματική
συνεχίζονται να γράφονται συγγράμματα και σχολικές εργασίες. Οι κριτικοί
της εποχής, ποιητή τον θεωρούσαν και οι αναγνώστες εξακολουθούν να
διακρίνουν την ποιητικότητά του ακόμα και στα μυθιστορήματα.
ο μέγας
στέκει αθλητής και διπλοκαμπανίζει
τον κράζει η γης, μα κι ο ουρανός του γνέφει».
Ελένη ΓΚΙΚΑ
«Τελικά ο Καζαντζάκης ήταν συγγραφέας ή ποιητής;» Μ' αυτή τη θεματική συνεχίζονται να γράφονται συγγράμματα και σχολικές εργασίες. Οι κριτικοί της εποχής, ποιητή τον θεωρούσαν και οι αναγνώστες εξακολουθούν να διακρίνουν την ποιητικότητά του ακόμα και στα μυθιστορήματα.
Η «Οδύσσεια» (αύριο ο Γ' Τόμος μαζί με το «Εθνος της Κυριακής»), αποτέλεσε, βεβαίως, και όσον αφορά την πρόθεση αλλά και την εκτέλεση, την επιτομή: 33.333 στίχοι 17σύλλαβοι, στα βήματα του Ομήρου.
Και όπως επισημαίνει o καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νάσος Βαγενάς, «ως τα τέλη της δεκαετίας του 1940 (δηλαδή ως τα 60-63 του χρόνια) ο Καζαντζάκης εθεωρούνταν ποιητής, και μάλιστα από τους κορυφαίους του καιρού του».
Τα πρώτα έμμετρα δράματά του, «Οδυσσέας», «Νικηφόρος», «Χριστός» το αποδεικνύουν, αλλά και οι προθέσεις του - ο ίδιος «έχει κατασταλάξει ως προς τη συγγραφική του ταυτότητα που θα είναι εκείνη του ποιητή». Εξάλλου και στα πεζογραφικά και τα θεατρικά του κείμενα «η ποιητική ατμόσφαιρα ήταν εμφανής».
Και «οι επόμενες τρεις δεκαετίες (1916-1946), εποχή ωρίμανσης και ωριμότητας του Καζαντζάκη, θα είναι δεκαετίες ποιητικές», επισημαίνει ο Νάσος Βαγενάς: «Δημοσιεύει τα έμμετρα δράματα του 1915 (1922, 1927, 1928 αντιστοίχως), αρχίζει τη σύνθεση της «Οδύσσειας» (1925) -«του μεγαλύτερου έπους απ' όσα έγραψε η λευκή φυλή»- που θα την τελειώσει το 1938 και θα τη δημοσιεύσει τον ίδιο χρόνο, γράφει (1932-1937) τα 21 ποιήματα που θα αποτελέσουν τη συλλογή «Τερτσίνες», από τα οποία ως το 1946 θα δημοσιεύσει τα 11.
Ακόμη: γράφει σε στίχο (έμμετρο ή verset) άλλα επτά ποιητικά δράματα, από τα οποία δημοσιεύει τα τρία («Ιουλιανός», 1945. «Προμηθέας Πυρφόρος», 1945. «Ο Καποδίστριας», 1946. Τα «Βούδας», 1923, «Προμηθέας Δεσμώτης», «Προμηθέας λυόμενος», 1943-1945 και «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», 1944, δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον). Γράφει, επίσης, τα δράματα «Μέλισσα», 1937 (δημοσ. 1939) σε λυρική πρόζα, και «Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει», 1937 (δημοσ. 1962) σε ποιητικών διαθέσεων πεζό.
Και μεταφράζει τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη (1932· δημοσ. 1934), το πρώτο μέρος του «Φάουστ» του Γκαίτε (1936-1937· δημοσ. 1942), ποιήματα Ισπανών ποιητών (δημοσ. 1933-1937) και στίχους από την Ιλιάδα (δημοσ. 1945-1946)».
«Ο χαρακτηρισμός, λοιπόν, αυτή την εποχή, της συγγραφικής ταυτότητας του Καζαντζάκη ως ποιητικής δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει» επιμένει ο Νάσος Βαγενάς και τον χαρακτηρίζει, σαν τον Καβάφη, «διανοητικό ποιητή». Ως ποιητή, εξάλλου, τον αναφέρει και μάλιστα από τους σπουδαιότερους και ο Γιώργος Σεφέρης. Για τον Ελύτη ο Καζαντζάκης ανήκει, μαζί με τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Σικελιανό και τον Σεφέρη, «στους μεγάλους μας ποιητές». Ο Εγγονόπουλος, τον αναφέρει μαζί με τον Παλαμά και τον Σικελιανό, στους παλαιότερους ποιητές.
«Ο Καζαντζάκης τα βιβλία που ήθελε να γράψει τα έγραψε. Αλλά έγραψε και βιβλία που δεν τα είχε φανταστεί, τα μυθιστορήματα της τελευταίας περιόδου της ζωής του - και ήταν αυτά που άλλαξαν την εικόνα του ως συγγραφέα· που τον μετέγραψαν από τα κατάστιχα της ποίησης, στα οποία βρισκόταν ως τότε, στα κατάστιχα της πεζογραφίας», καταλήγει ο Νάσος Βαγενάς.
«Στην αναφορά στον Γκρέκο» άλλωστε και ο ίδιος ο Καζαντζάκης υπήρξε σαφής: θεωρούσε και ήθελε τον εαυτό του ποιητή. Αλλωστε η «Οδύσσεια», οι «Τερτσίνες», τα ποιητικά δράματα και οι μεταφράσεις μεγάλων ποιητικών έργων δεν θα μπορούσαν να γραφτούν παρά από έναν ποιητή «μεγάλης ποιητικής πνοής».
elgika@pegasus.gr
Πηγή: Έθνος
Δημοσιεύτηκε στις 14/02/2015
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire