Διηγήματα γραμμένα ειδικά για το «Βήμα» από τον Θανάση Βαλτινό, τον Χριστόφορο Λιοντάκη, την Αμάντα Μιχαλοπούλου και τον Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλο
Θανάσης Βαλτινός: MV Myrina, cargo ship
«Μαμά είμαι καλά, έλαβα τη φωτογραφία της Γιώτας με τον μπέμπη της, της
στέλνω χαιρετίσματα και φιλιά σε σένα. Χτες βγήκαμε με τον Λοστρόμο και
ψωνίσαμε μερικά πράματα, αυτός ξέρει τη Νέα Υόρκη. Σου πήρα ένα ωραίο
φόρεμα, δεν είναι πολύ χρωματιστό αλλά να βγάλεις τα μαύρα μαμά, σε
σκοτεινιάζουν.
Ο Λοστρόμος μού φέρεται καλά, νομίζω με έχει ανάγκη γιατί έχει προβλήματα με τους άλλους, μου λέει να προσέχω, είμαι φρέσκος ακόμα. Χτες ήρθε στο καράβι ο προξενικός Λιμενάρχης, του παραπονέθηκαν οι παλιοί, φύγαμε από την Αμβέρσα χωρίς ασύρματο και πολλοί λένε ότι θα ξεμπαρκάρουν, δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους. Μαμά η ζωή του ναυτικού δεν είναι καλή. Ταξιδεύεις - ταξιδεύεις, ουρανός και θάλασσα, ο μπαμπάς πώς το άντεξε τόσα χρόνια.
Καημένε μπαμπά. Στις 18 Νοεμβρίου συμπλήρωσα 12 μήνες στο "Μύρινα" και μου φαίνεται ένας αιώνας. Αν έβρισκα κάποια δουλειά στο νησί ή αλλού θα ήταν καλά.Πιστεύω ο κύριος Πολυχρονίου θα μπορούσε να κάνει κάτι, φτάνει να του μιλήσει ο θείος Κώστας. Θα φύγουμε στις 20 για Ιταλία αν ο καπετάνιος τα βρει με το πλήρωμα. Δεν ξέρω τι θα γίνει. Εχω πάρει και για τη Γιώτα μερικά δώρα αφού δεν ήμουν στον γάμο της, να μην της το φανερώσεις όμως. Τον άντρα της δεν θέλω να τον ακούω, τη βασάνισε αλλά φταις και συ μαμά. Και να μη μου ξαναπείς ότι είναι αδερφός μου πια. Μου γράφεις ότι η ψυχή σου τρέμει για μένα αλλά εγώ προσέχω. Δεν θέλω να στενοχωριέσαι, τον Απρίλιο πρέπει να παρουσιαστώ στον Βοτανικό οπότε τι μένουν, ο Δεκέμβριος μίσιασε, Γενάρης Φλεβάρης Μάρτης. Αν φύγουμε στις 20 όπως είπαν θα κάνουμε Χριστούγεννα εν πλω. Μαμά μου σου στέλνω μια αγκαλιά ευχές για τις γιορτές που έρχονται. Να προσέχεις τον εαυτόν σου, στο γράφω εγώ, που τρέμει η ψυχή σου για μένα. Μαμά χτες είδα στον ύπνο μου ότι πήγαμε μαζί στη αγία Βαρβάρα και εσύ άναψες τα καντήλια».
Το κάργκο «Μύρινα», με φορτίο χάλυβα, απέπλευσε από το λιμάνι της
Νέας Υόρκης για Νεάπολη της Ιταλίας στις 20 Δεκεμβρίου 1979. Δεν έφτασε
ποτέ στον προορισμό του. Είχε πλήρωμα είκοσι ενός ανδρών.
Εκείνη τη χρονιά, πριν κοιμηθώ, πήγα στον στάβλο. Το τρίχωμα των ζώων, νοτισμένο από τη ζέστη του άχυρου και τις ανάσες τους, άχνιζε και μύριζε μόχθο και υπομονή. Χάιδεψα το πουλάρι. Ηθελα ίσως να νιώσω κάτι από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία ξυπνούσαμε χαράματα. Δεν υπήρχαν ρεβεγιόν, στολισμένα δέντρα, αλλά ούτε και η αίσθηση στέρησής τους, αφού έτσι κι αλλιώς τα αγνοούσαμε. Αλλα πυροδοτούσαν τη φαντασία μας.
Η γιαγιά ξεκίνησε πρώτη. Ξύπνησα κι εγώ. Αρχισα να ετοιμάζομαι στο μισοσκόταδο. Το σπίτι φωτιζόταν από το λυχνάρι, το τζάκι και μια λάμπα πετρελαίου. Η μόνη πολυτέλεια, τα καινούργια ρούχα και παπούτσια. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε έντρομη η γιαγιά. Την άκουσα να λέει στον πατέρα μου: «Γιαννιό, παιδί μου, έλα να με πας στην εκκλησία. Μου χίμηξαν στον δρόμο δυο σκυλιά και δεν μπορώ να περάσω». Ο πατέρας την πήρε από το χέρι κι έφυγαν. Η μητέρα έμεινε σπίτι. Ξεκίνησα γεμάτος αγωνία να μη λερώσω τα παπούτσια στις λάσπες. Λάσπες παντού - το μαρτύριο του χειμώνα. Μπήκα στην εκκλησία. Μέθυσα από τη μυρωδιά του λιβανιού και τις ζεστές ανάσες. Η γιαγιά, στριμωγμένη σε μια γωνιά, έκανε τον σταυρό της. Ο τρόμος, διάχυτος ακόμη στο πρόσωπό της.
Η εικόνα με τα σκυλιά δεν έλεγε να με αφήσει, μια φρίκη διαπερνούσε το σώμα μου. Ψαλμωδίες, λόγια ακατάληπτα μπερδεύονταν μέσα μου με γαβγίσματα σκυλιών. Η απόλυση. Στην επιστροφή κρατούσα τη γιαγιά από το χέρι. Ο ήλιος τιτλοφορούσε τα πάντα. Οι νερόλακκοι έλαμπαν. Οι άνθρωποι, ταπεινά περιποιημένοι, επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε νωρίς. Το μενού αποκλειστικά από χοιρινό. Η γαλοπούλα άγνωστη. Γλυκά δεν υπήρχαν. Ηταν προνόμιο της Πρωτοχρονιάς.
Υστερα, περίπατοι στους λασπωμένους δρόμους. Ζώα μηρύκαζαν στη λιακάδα. Βασιλιάς των παιχνιδιών, τα μπαλόνια. Τα λέγαμε φούσκες. Καμιά σχέση με τη σύγχρονη διακοσμητική χρήση τους. Τα φουσκώναμε, τα ξεφουσκώναμε, ερεθίζονταν τα χείλη και το στόμα μας, τα κρατούσαμε αγκαλιά. Οταν έσπαγαν, το πρόσωπό μας συννέφιαζε.
Το μαγικό ελάχιστο τέλειωνε στο ηλιοβασίλεμα.
Αργότερα άρχισα να τις χαζεύω τις γαλοπούλες όπου τις συναντούσα (σε αυλές, κήπους, στον δρόμο, σπάνια σε χωράφια), στην αρχή τις κορόιδευα, θεωρώντας τες κι εγώ ηλίθια πουλιά ― πλην σιγά σιγά διαπίστωνα στο βλέμμα τους όχι απλώς μια περιέργεια, αλλά και κάποια προσδοκία: απαντούσαν πάντα στο σφύριγμά μου και έτρεχαν προς το μέρος μου, ξεφωνίζοντας χαρούμενα.
Οταν κάποια Χριστούγεννα πρωτοδοκίμασα το κρέας τους, διαπίστωσα ότι (καλώς εχόντων των πραγμάτων) απλώς δεν τρώγεται ― εξαιρέσει, ίσως, σπανίων και εκτάκτων περιπτώσεων, όπως επί λιμού, επί πολιορκίας, Κατοχής, από ναυαγούς σε ξερονήσια, από επιζήσαντες και μη ανευρισκομένους αεροπορικής τραγωδίας κ.ά.
Επέπρωτο, όμως, τα άπραγα και αθώα αυτά πτηνά να εμπλακούν (από τον άνθρωπο) στη μεγάλη ετήσια εορτή των Χριστουγέννων (αλλά και σε άλλες), οπότε, μαζί με τα έλατα, θεωρήθηκαν απαραίτητο συμπλήρωμα, για να μην πω προϋπόθεση, τόσο της (περίπου διατεταγμένης) παγκοσμίου και ομαδικής ευτυχίας κατά τις άγιες ημέρες, όσο και -κυρίως- της οικουμενικής θρησκευτικής εξάρσεως, η οποία δέον να τις ακολουθεί, μέσα σε έναν ορυμαγδό καταναλωτικής παραφροσύνης.
Ετσι οι άτυχες γαλοπούλες σφαγιάζονται πλέον ανηλεώς, κατά εκατομμύρια (μία, ή δύο διασώζονται κατά την Ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ, όπου ο εκάστοτε Πρόεδρος τους απονέμει χάρη (!), επιλέγοντάς τες με άγνωστα κριτήρια), οι σχετικές βιομηχανίες μας τις προσφέρουν σε ελκυστικές συσκευασίες (μερικές και με θερμόμετρο στον κώλο, για τον έλεγχο της καλής εψήσεως) ― στο εορταστικό, πάντως, τραπέζι τα κουφάρια τους παραμένουν συνήθως αφάγωτα, υπό τα αμήχανα βλέμματα οικοδεσποτών και προσκεκλημένων.
Τα περίεργα αυτά πτηνά μου δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε κάποιο εξελικτικό μεταίχμιο. Δεν είναι άγρια, αλλά δεν έχουν καταστεί και τόσο οικόσιτα, όπως τα υπόλοιπα πουλερικά, αν και αρκετοί τα καταφέρνουν και δημιουργούν μια προσωπική οικειότητα μαζί τους.
Η λογοτεχνία τα έχει αγνοήσει, μάλλον, αυτά τα πουλιά ― ή τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Θυμάμαι μόνον ένα διήγημα του Πυργιώτη ποιητή και πεζογράφου Τάκη Δόξα (1913-1976) με τίτλο «Γαλιά στον Κάμπο», όπου περιγράφεται η εξόντωση ενός κοπαδιού γαλόπουλων από γερμανική φάλαγγα οχημάτων, κατά την (τότε...) γερμανική Κατοχή. Δημοσιεύτηκε στη συλλογή Πικρή Εποχή (1950) με ξυλογραφίες σε πλάγιο ξύλο από τον φοιτητή (και μετέπειτα καθηγητή, χαράκτη και ζωγράφο) Θανάση Εξαρχόπουλο, και αποτελεί έκδοση-κόσμημα της εφημερίδας «Αυγή» Πύργου.
Παίρναμε κάρτα της κάθε Χριστούγεννα. Στη δεκαετία του '70 διάλεγε καρτ ποστάλ με αγγελάκια ή Χριστούς στη φάτνη. Αργότερα έστελνε φωτογραφίες με τυπωμένες ευχές: η θεία Αννα στην καρό μπερζέρα, πίσω της το έλατο, δίπλα της ο Αμερικάνος, όπως τον έλεγαν οι γονείς μου. Στο χαλί μπουσουλούσαν τα μωρά τους.
Η αδερφή της μητέρας μου ζει στη Βοστώνη, στο σπίτι της φωτογραφίας. Το έλατο ίδιο, λες και δεν το ξεστόλισαν ποτέ. Κόκκινες μπάλες, χρυσό άστρο στην κορυφή. Μόνο τα δυο μωρά άλλαξαν: στάθηκαν στα πόδια τους, έμαθαν να γέρνουν το κεφάλι με νάζι, έβγαλαν τα κοκκινωπά σπυριά της εφηβείας. Κάποια στιγμή τα ξαδέρφια μου, ο Τζαίημς κι η Λώρη, ξεπέρασαν τους γονείς τους σε ύψος. Ουδέποτε τους συνάντησα, τους έβλεπα μόνο στις φωτογραφίες. Τη μοναδική φορά που ταξίδεψα στη Βοστώνη (πήγαινα ακόμη στο Γυμνάσιο) η θεία Αννα ήταν έγκυος στον Τζαίημς. Εκείνα τα Χριστούγεννα, οι γονείς μου με είχαν στείλει στην Αμερική για να βοηθήσω με τις ετοιμασίες του μωρού.
Αλλος στη θέση μου θα εντυπωσιαζόταν με τη Βοστώνη - το πάρκο στην Εσπλανάντ, το χιόνι, τους σκίουρους στα δέντρα. Εμένα με μαγνήτισε το σαλόνι τους. Το έλατο έξυνε το ταβάνι. Οι μπάλες άστραφταν. Γύρω από τον καναπέ της φωτογραφίας η διακόσμηση συνεχιζόταν με αλεξανδρινά σε γλάστρες και βολβούς αμαρυλλίδων. Από τα κασπό και τα καλάθια ξεμύτιζαν μπάλες - κατακόκκινες - και τα αγκυλωτά φύλλα των ίλεξ.
Η θεία Αννα με γοήτευσε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λουστρίνια της, τα φορέματά της από φίνα, χρωματιστά υφάσματα, τα μαλλιά της, πιασμένα σε κότσο. Ούτε το ηλεκτρικό μαχαίρι με το οποίο έκοβε σε φέτες το ψητό (δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο). Και το σπουδαιότερο: εκεί δεν τη φώναζαν Αννα, τη φώναζαν "Αν". "Αν" σκεφτόμουν: εφόσον, εάν. Το όνομά της ακουγόταν σαν υπόθεση. Κι αν γινόμουν σαν την Αν; Να έχω ένα δέντρο ως το ταβάνι, έναν άντρα που θα μου ανοίγει τις πόρτες και μια μυτερή κοιλιά μέσα στην οποία θα ζει το μωρό μου; Για χρόνια ονειρευόμουν την αθώα, βιβλική ζωή της. Μια ήσυχη εγκατάλειψη σε οικογενειακές υποθέσεις και στολισμούς δέντρων.
Μεγαλώνοντας έγινα δύσπιστη προς τους άντρες που σου ανοίγουν τις πόρτες - κάτι άλλο ζητούν. Παντρεύτηκα δυο φορές, έκανα τρία αγόρια. Στόλιζα το έλατο βιαστικά, με ό,τι έβρισκα μπροστά μου.
Στο μεταξύ, η θεία Αννα δεν έπαψε να στέλνει χριστουγεννιάτικες κάρτες από το σαλόνι της. Σήμερα τα παιδιά της ζούν αλλού - ο Τζαίημς στο Καμερούν, η Λώρη στο Πεκίνο. Το καλοκαίρι πέθανε κι ο Αμερικάνος. Στην τελευταία φωτογραφία η θεία μου φοράει μαύρο φόρεμα με ασημένια κλωστή. Κοιτάζει τον φωτογράφο με σκοτεινή λαχτάρα - τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Σαν να μην μπορεί ν' αποφασίσει αν έχει δικαίωμα να εγκαταλείψει το πανύψηλο δέντρο.
Χριστόφορος Λιοντάκης: Τo μαγικό ελάχιστο
1953 στο Ινι, 40 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου, ανθηρό χωριό τότε.
Κάλαντα δεν είπα ποτέ μου. Ντρεπόμουν. Ηθελα όμως να μας τα λένε,
λαχταρούσα να χτυπήσει η πόρτα. Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν
κουραστική μέρα. Αρκετοί πήγαιναν να μαζέψουν ελιές, οι περισσότεροι
έσφαζαν τους χοίρους. Με το κρέας τους ετοίμαζαν ένα σωρό λιχουδιές για
τις γιορτές. Μαζί με τ' άλλα παιδιά, με περιέργεια αλλά και κάποιον
φόβο, παρακολουθούσαμε από μακριά τη διαδικασία της σφαγής. Περιμέναμε
ένα από τα σπάνια παιχνίδια μας, την ουροδόχο κύστη. Την καθαρίζαμε, τη
φουσκώναμε και παίζαμε μ' αυτήν μπάλα. Εκείνη τη χρονιά, πριν κοιμηθώ, πήγα στον στάβλο. Το τρίχωμα των ζώων, νοτισμένο από τη ζέστη του άχυρου και τις ανάσες τους, άχνιζε και μύριζε μόχθο και υπομονή. Χάιδεψα το πουλάρι. Ηθελα ίσως να νιώσω κάτι από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία ξυπνούσαμε χαράματα. Δεν υπήρχαν ρεβεγιόν, στολισμένα δέντρα, αλλά ούτε και η αίσθηση στέρησής τους, αφού έτσι κι αλλιώς τα αγνοούσαμε. Αλλα πυροδοτούσαν τη φαντασία μας.
Η γιαγιά ξεκίνησε πρώτη. Ξύπνησα κι εγώ. Αρχισα να ετοιμάζομαι στο μισοσκόταδο. Το σπίτι φωτιζόταν από το λυχνάρι, το τζάκι και μια λάμπα πετρελαίου. Η μόνη πολυτέλεια, τα καινούργια ρούχα και παπούτσια. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε έντρομη η γιαγιά. Την άκουσα να λέει στον πατέρα μου: «Γιαννιό, παιδί μου, έλα να με πας στην εκκλησία. Μου χίμηξαν στον δρόμο δυο σκυλιά και δεν μπορώ να περάσω». Ο πατέρας την πήρε από το χέρι κι έφυγαν. Η μητέρα έμεινε σπίτι. Ξεκίνησα γεμάτος αγωνία να μη λερώσω τα παπούτσια στις λάσπες. Λάσπες παντού - το μαρτύριο του χειμώνα. Μπήκα στην εκκλησία. Μέθυσα από τη μυρωδιά του λιβανιού και τις ζεστές ανάσες. Η γιαγιά, στριμωγμένη σε μια γωνιά, έκανε τον σταυρό της. Ο τρόμος, διάχυτος ακόμη στο πρόσωπό της.
Η εικόνα με τα σκυλιά δεν έλεγε να με αφήσει, μια φρίκη διαπερνούσε το σώμα μου. Ψαλμωδίες, λόγια ακατάληπτα μπερδεύονταν μέσα μου με γαβγίσματα σκυλιών. Η απόλυση. Στην επιστροφή κρατούσα τη γιαγιά από το χέρι. Ο ήλιος τιτλοφορούσε τα πάντα. Οι νερόλακκοι έλαμπαν. Οι άνθρωποι, ταπεινά περιποιημένοι, επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε νωρίς. Το μενού αποκλειστικά από χοιρινό. Η γαλοπούλα άγνωστη. Γλυκά δεν υπήρχαν. Ηταν προνόμιο της Πρωτοχρονιάς.
Υστερα, περίπατοι στους λασπωμένους δρόμους. Ζώα μηρύκαζαν στη λιακάδα. Βασιλιάς των παιχνιδιών, τα μπαλόνια. Τα λέγαμε φούσκες. Καμιά σχέση με τη σύγχρονη διακοσμητική χρήση τους. Τα φουσκώναμε, τα ξεφουσκώναμε, ερεθίζονταν τα χείλη και το στόμα μας, τα κρατούσαμε αγκαλιά. Οταν έσπαγαν, το πρόσωπό μας συννέφιαζε.
Το μαγικό ελάχιστο τέλειωνε στο ηλιοβασίλεμα.
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Γαλοπούλας εγκώμιον
Γάλος, γαλόπουλο, γαλί, γαλιά, διάνος, ινδιάνος, ινδόρνις, κούρκος = γαλοπούλα
Είδα για πρώτη φορά γαλοπούλα σε ένα εικονογραφημένο βιβλίο που μου
χάρισαν, όταν πήγαινα στο Δημοτικό. Ηταν ένα επιχρωματισμένο σχέδιο και
έδειχνε ένα παράξενο πτηνό, κάτι μεταξύ κότας και νάνου στρουθοκάμηλου,
με γυμνό λαιμό, ωραίο κόκκινο λειρί, και βλέμμα γεμάτο περιέργεια.
«Καίτοι κατάγεται από την Κεντρική Αμερική (έλεγε η σχετική λεζάντα)
ονομάζεται ινδιάνος και όχι αμερικάνος, γιατί ο Κολόμβος ονόμασε τότε
τον τόπο Δυτικές Ινδίες».
Αργότερα άρχισα να τις χαζεύω τις γαλοπούλες όπου τις συναντούσα (σε αυλές, κήπους, στον δρόμο, σπάνια σε χωράφια), στην αρχή τις κορόιδευα, θεωρώντας τες κι εγώ ηλίθια πουλιά ― πλην σιγά σιγά διαπίστωνα στο βλέμμα τους όχι απλώς μια περιέργεια, αλλά και κάποια προσδοκία: απαντούσαν πάντα στο σφύριγμά μου και έτρεχαν προς το μέρος μου, ξεφωνίζοντας χαρούμενα.
Οταν κάποια Χριστούγεννα πρωτοδοκίμασα το κρέας τους, διαπίστωσα ότι (καλώς εχόντων των πραγμάτων) απλώς δεν τρώγεται ― εξαιρέσει, ίσως, σπανίων και εκτάκτων περιπτώσεων, όπως επί λιμού, επί πολιορκίας, Κατοχής, από ναυαγούς σε ξερονήσια, από επιζήσαντες και μη ανευρισκομένους αεροπορικής τραγωδίας κ.ά.
Επέπρωτο, όμως, τα άπραγα και αθώα αυτά πτηνά να εμπλακούν (από τον άνθρωπο) στη μεγάλη ετήσια εορτή των Χριστουγέννων (αλλά και σε άλλες), οπότε, μαζί με τα έλατα, θεωρήθηκαν απαραίτητο συμπλήρωμα, για να μην πω προϋπόθεση, τόσο της (περίπου διατεταγμένης) παγκοσμίου και ομαδικής ευτυχίας κατά τις άγιες ημέρες, όσο και -κυρίως- της οικουμενικής θρησκευτικής εξάρσεως, η οποία δέον να τις ακολουθεί, μέσα σε έναν ορυμαγδό καταναλωτικής παραφροσύνης.
Ετσι οι άτυχες γαλοπούλες σφαγιάζονται πλέον ανηλεώς, κατά εκατομμύρια (μία, ή δύο διασώζονται κατά την Ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ, όπου ο εκάστοτε Πρόεδρος τους απονέμει χάρη (!), επιλέγοντάς τες με άγνωστα κριτήρια), οι σχετικές βιομηχανίες μας τις προσφέρουν σε ελκυστικές συσκευασίες (μερικές και με θερμόμετρο στον κώλο, για τον έλεγχο της καλής εψήσεως) ― στο εορταστικό, πάντως, τραπέζι τα κουφάρια τους παραμένουν συνήθως αφάγωτα, υπό τα αμήχανα βλέμματα οικοδεσποτών και προσκεκλημένων.
Τα περίεργα αυτά πτηνά μου δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε κάποιο εξελικτικό μεταίχμιο. Δεν είναι άγρια, αλλά δεν έχουν καταστεί και τόσο οικόσιτα, όπως τα υπόλοιπα πουλερικά, αν και αρκετοί τα καταφέρνουν και δημιουργούν μια προσωπική οικειότητα μαζί τους.
Η λογοτεχνία τα έχει αγνοήσει, μάλλον, αυτά τα πουλιά ― ή τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Θυμάμαι μόνον ένα διήγημα του Πυργιώτη ποιητή και πεζογράφου Τάκη Δόξα (1913-1976) με τίτλο «Γαλιά στον Κάμπο», όπου περιγράφεται η εξόντωση ενός κοπαδιού γαλόπουλων από γερμανική φάλαγγα οχημάτων, κατά την (τότε...) γερμανική Κατοχή. Δημοσιεύτηκε στη συλλογή Πικρή Εποχή (1950) με ξυλογραφίες σε πλάγιο ξύλο από τον φοιτητή (και μετέπειτα καθηγητή, χαράκτη και ζωγράφο) Θανάση Εξαρχόπουλο, και αποτελεί έκδοση-κόσμημα της εφημερίδας «Αυγή» Πύργου.
Αμάντα Μιχαλοπούλου: Αν
Παίρναμε κάρτα της κάθε Χριστούγεννα. Στη δεκαετία του '70 διάλεγε καρτ ποστάλ με αγγελάκια ή Χριστούς στη φάτνη. Αργότερα έστελνε φωτογραφίες με τυπωμένες ευχές: η θεία Αννα στην καρό μπερζέρα, πίσω της το έλατο, δίπλα της ο Αμερικάνος, όπως τον έλεγαν οι γονείς μου. Στο χαλί μπουσουλούσαν τα μωρά τους.
Η αδερφή της μητέρας μου ζει στη Βοστώνη, στο σπίτι της φωτογραφίας. Το έλατο ίδιο, λες και δεν το ξεστόλισαν ποτέ. Κόκκινες μπάλες, χρυσό άστρο στην κορυφή. Μόνο τα δυο μωρά άλλαξαν: στάθηκαν στα πόδια τους, έμαθαν να γέρνουν το κεφάλι με νάζι, έβγαλαν τα κοκκινωπά σπυριά της εφηβείας. Κάποια στιγμή τα ξαδέρφια μου, ο Τζαίημς κι η Λώρη, ξεπέρασαν τους γονείς τους σε ύψος. Ουδέποτε τους συνάντησα, τους έβλεπα μόνο στις φωτογραφίες. Τη μοναδική φορά που ταξίδεψα στη Βοστώνη (πήγαινα ακόμη στο Γυμνάσιο) η θεία Αννα ήταν έγκυος στον Τζαίημς. Εκείνα τα Χριστούγεννα, οι γονείς μου με είχαν στείλει στην Αμερική για να βοηθήσω με τις ετοιμασίες του μωρού.
Αλλος στη θέση μου θα εντυπωσιαζόταν με τη Βοστώνη - το πάρκο στην Εσπλανάντ, το χιόνι, τους σκίουρους στα δέντρα. Εμένα με μαγνήτισε το σαλόνι τους. Το έλατο έξυνε το ταβάνι. Οι μπάλες άστραφταν. Γύρω από τον καναπέ της φωτογραφίας η διακόσμηση συνεχιζόταν με αλεξανδρινά σε γλάστρες και βολβούς αμαρυλλίδων. Από τα κασπό και τα καλάθια ξεμύτιζαν μπάλες - κατακόκκινες - και τα αγκυλωτά φύλλα των ίλεξ.
Η θεία Αννα με γοήτευσε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λουστρίνια της, τα φορέματά της από φίνα, χρωματιστά υφάσματα, τα μαλλιά της, πιασμένα σε κότσο. Ούτε το ηλεκτρικό μαχαίρι με το οποίο έκοβε σε φέτες το ψητό (δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο). Και το σπουδαιότερο: εκεί δεν τη φώναζαν Αννα, τη φώναζαν "Αν". "Αν" σκεφτόμουν: εφόσον, εάν. Το όνομά της ακουγόταν σαν υπόθεση. Κι αν γινόμουν σαν την Αν; Να έχω ένα δέντρο ως το ταβάνι, έναν άντρα που θα μου ανοίγει τις πόρτες και μια μυτερή κοιλιά μέσα στην οποία θα ζει το μωρό μου; Για χρόνια ονειρευόμουν την αθώα, βιβλική ζωή της. Μια ήσυχη εγκατάλειψη σε οικογενειακές υποθέσεις και στολισμούς δέντρων.
Μεγαλώνοντας έγινα δύσπιστη προς τους άντρες που σου ανοίγουν τις πόρτες - κάτι άλλο ζητούν. Παντρεύτηκα δυο φορές, έκανα τρία αγόρια. Στόλιζα το έλατο βιαστικά, με ό,τι έβρισκα μπροστά μου.
Στο μεταξύ, η θεία Αννα δεν έπαψε να στέλνει χριστουγεννιάτικες κάρτες από το σαλόνι της. Σήμερα τα παιδιά της ζούν αλλού - ο Τζαίημς στο Καμερούν, η Λώρη στο Πεκίνο. Το καλοκαίρι πέθανε κι ο Αμερικάνος. Στην τελευταία φωτογραφία η θεία μου φοράει μαύρο φόρεμα με ασημένια κλωστή. Κοιτάζει τον φωτογράφο με σκοτεινή λαχτάρα - τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Σαν να μην μπορεί ν' αποφασίσει αν έχει δικαίωμα να εγκαταλείψει το πανύψηλο δέντρο.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 22/12/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire