ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

mardi 18 mars 2014

Τουρκία - Λογοκρισία και φίμωση του Τύπου




Βασίλης Τζούρης



«Σε στενοχώρησα, αφεντικό;». Ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Milliyet», κ. Ερντογάν Ντεμίρορεν, προσπαθεί να ηρεμήσει τον πρωθυπουργό της Τουρκίας κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η συνομιλία τους κρατάει μόλις τριάμισι λεπτά, αλλά είναι πλήρης νοημάτων. «Με εξοργίσατε» απαντάει στον επιχειρηματία η φωνή που αποδίδεται στον πρωθυπουργό.  Η συζήτηση έγινε πριν από έναν χρόνο, αλλά διέρρευσε στο Διαδίκτυο προ ολίγων ημερών.


Δεν ήταν η μόνη. Οι πιέσεις που ασκούνται στους δημοσιογράφους και η λογοκρισία στην Τουρκία έπαψαν πλέον να είναι μυστικό. Η εξέγερση στο πάρκο Γκεζί έφερε στην επιφάνεια όλα τα κακώς κείμενα της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας. Μία από τις παθογένειες που αποκαλύφθηκαν ήταν και η εξάρτηση του Τύπου από την κυβέρνηση. Τη στιγμή που όλες σχεδόν οι πόλεις της Τουρκίας είχαν γεμίσει με φιλήσυχους στην πλειονότητά τους διαδηλωτές, οι μεγάλοι ειδησεογραφικοί τηλεοπτικοί σταθμοί προέβαλλαν ντοκιμαντέρ για πιγκουίνους και εκπομπές μαγειρικής. Οι οκτώ θάνατοι ίσως να μην είχαν συμβεί αν τα Μέσα προέβαλλαν από την αρχή τα γεγονότα. Οι ευκατάστατοι κάτοικοι του κέντρου εισέπνεαν τα χημικά, αλλά δεν μπορούσαν να δουν τα γεγονότα στους τηλεοπτικούς δέκτες τους, όπως έγραψε ο τούρκος δημοσιογράφος Γιαβούζ Μπαϊντάρ - όχι σε τουρκικό ΜΜΕ, στους «New York Times».

To ιστορικό της λογοκρισίας

Μετά το πάρκο Γκεζί και την υπόθεση διαφθοράς που ξεκίνησε με τις συλλήψεις της 17ης Δεκεμβρίου του 2013, 70 δημοσιογράφοι απολύθηκαν και 30 οδηγήθηκαν σε παραίτηση, σύμφωνα με στοιχεία του Συνδικάτου Δημοσιογράφων της Τουρκίας. Στις πορείες οι εκπρόσωποι του Τύπου αντιμετωπίζονται με μένος από την αστυνομία, ακόμη και όταν επιδεικνύουν τη δημοσιογραφική τους ταυτότητα. Η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει ρεκόρ φυλακισμένων δημοσιογράφων, ενώ σε εκθέσεις ανεξάρτητων οργανισμών που αξιολογούν την ελευθερία έκφρασης χαρακτηρίζεται «μερικώς ελεύθερη». Το να γνωρίζει κανείς τι συμβαίνει στα media συμβάλλει στο να αντιλαμβάνεται καλύτερα όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν οι τούρκοι δημοσιογράφοι που, ο ένας μετά τον άλλον, εκδίδουν βιβλία με αφηγήσεις λογοκρισίας. Μια σειρά από παράνομες τηλεφωνικές υποκλοπές που διαρρέουν στο Διαδίκτυο αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα για να αντιληφθούμε πώς παίζεται το παιχνίδι εις βάρος της ενημέρωσης του κοινού.   

Για να επιστρέψουμε, όμως, στην αφήγησή μας, πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Το πρωτοσέλιδο της «Milliyet» στις 28 Φεβρουαρίου του 2013 έγραφε με κεφαλαία, έντονα μαύρα γράμματα «İMRALI ZABITLARI», δηλαδή τα «Πρακτικά Ιμραλί». Επειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, είχαν διαμορφωθεί οι κατάλληλες συνθήκες για να ξεκινήσει διάλογος προκειμένου να βρεθεί μια οριστική λύση στο κουρδικό. Η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διαπραγματευτεί ακόμη και με τον φυλακισμένο κούρδο ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Κανείς, όμως, δεν γνώριζε τι ακριβώς συμβαίνει. Ο κόσμος ήταν διχασμένος. Οι μεν ήθελαν να μη χυθεί άλλο αίμα και οι δε αδυνατούσαν να δεχθούν πως η κυβέρνηση καθόταν στο ίδιο τραπέζι με τον «σφαγέα βρεφών», όπως αποκαλείται ο πρώην αρχηγός του PKK. Στο πλαίσιο αυτών των διαπραγματεύσεων είχε προγραμματιστεί επίσκεψη τριών βουλευτών του φιλοκουρδικού κόμματος BDP στο νησί Ιμραλί όπου και κρατείται ο Οτσαλάν.

Ο Ναμίκ Ντουρουκάν, δημοσιογράφος της «Milliyet», κατάφερε να βρει τα πρακτικά της συνάντησης αυτής. Μια μοναδική στιγμή δημοσιογραφικής επιτυχίας, τόσο για την εφημερίδα όσο και για τον ίδιο, που σάρωσε πέρυσι όλα τα δημοσιογραφικά βραβεία της χώρας του.

Το κλάμα του ιδιοκτήτη

Η κυβέρνηση, όμως, θεώρησε την αποκάλυψη αυτή ένα πλήγμα στην προσπάθεια ειρήνευσης που γινόταν. Ο πρωθυπουργός, στο εν λόγω ηχητικό αρχείο, ακούγεται να «στολίζει» με διάφορα κοσμητικά επίθετα πρώτα τον διευθυντή της εφημερίδας, τον Ντεριά Σαζάκ, στον οποίο αποδίδει τη μεγαλύτερη ευθύνη, και έπειτα τον δημοσιογράφο που έκανε την αποκάλυψη. Ο επιχειρηματίας προσπαθεί να τον ηρεμήσει, να ζητήσει ραντεβού, προτείνει ακόμη να μάθει την πηγή του δημοσιογράφου. Εκείνος, όμως, είναι ανένδοτος και απαιτεί να γίνουν τα δέοντα. Η φωνή του Ντεμίρορεν, μη μπορώντας να αντέξει άλλο αυτή την πίεση, στο τέλος σπάει και ο δημοσιογράφος ξεσπάει σε κλάματα. 

«Εκλαψα πρώτη φορά στη ζωή μου, με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση» θα πει λίγες ώρες αργότερα ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας στον διευθυντή της «Milliyet». Οταν κλείσαμε το ραντεβού, το ηχητικό ντοκουμέντο δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη. Μέσα σε λίγες ώρες ο Ντεριά Σαζάκ είχε γίνει το πρόσωπο της ημέρας. Από το προηγούμενο βράδυ το τηλέφωνό του δεν είχε σταματήσει να χτυπάει.

«Με κάλεσε ο κορυφαίος σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο Γιαλτσίν Ακντογάν (σ.σ.: επίσης βουλευτής του AKP), και με έντονο τρόπο μάς κατηγόρησε ότι επιχειρούμε να σαμποτάρουμε την προσπάθεια που γινόταν» λέει στο ΒΗmagazino ο Ντεριά Σαζάκ, ο οποίος ήταν διευθυντής της «Milliyet» για εννέα μήνες, από το φθινόπωρο του 2012 ως το τέλος Ιουλίου του 2013. Τότε τα μεγαλύτερα ονόματα της εφημερίδας αποφάσισαν να γράψουν μια σειρά από άρθρα που εξηγούσαν για ποιον λόγο θεωρούσαν σημαντικό το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του συναδέλφου τους. Ο Χασάν Τζεμάλ, ένας από τους αρθρογράφους αυτούς, υποστήριξε πως οι πολιτικοί πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους και οι δημοσιογράφοι τη δική τους. Αυτό εξόργισε τον πρωθυπουργό. «Αν είναι να κάνεις τέτοια δημοσιογραφία, να "βυθιστεί" αυτή η δημοσιογραφία σου» είπε σε ομιλία του στην πόλη Μπαλικεσίρ. Δεν υπάρχει αντίστοιχη έκφραση στα ελληνικά, αλλά μπορούμε να την εκλάβουμε σαν μια «κατάρα στη δημοσιογραφία». Ο Ντεριά Σαζάκ επέλεξε ως τίτλο αυτή την «κατάρα» στο βιβλίο του «Batsın Böyle Gazetecilik». Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό και περιγράφει το παρασκήνιο των εννέα μηνών που ήταν διευθυντής της εφημερίδας ως την ημέρα της απομάκρυνσής του, κατόπιν των πιέσεων της κυβέρνησης.

Το ηχητικό ντοκουμέντο επιβεβαιώνει όσα γράφει ο Σαζάκ. Μετά τη διαρροή αυτή, δηλώνει ότι σχεδιάζει να υποβάλει μήνυση κατά του πρωθυπουργού ως υπεύθυνου των παρεμβάσεων που δέχονται οι δημοσιογράφοι και για τις απολύσεις που έγιναν το τελευταίο διάστημα. Παρότι ισχυρίζεται ότι δεν παίρνει προσωπικά αυτά που λέγονται για τον ίδιο, θεωρεί ότι όσα ακούγονται αποτελούν μεγάλο πλήγμα για την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία της έκφρασης, και προσθέτει ότι τέτοια περιστατικά δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν σε πραγματικά δημοκρατικές χώρες που διοικούνται με διαφάνεια.

H τουρκική πολιτική δικτατορία

Πριν από λίγες εβδομάδες είχε κυκλοφορήσει μια άλλη συνομιλία του πρωθυπουργού με διευθυντικό στέλεχος του τηλεοπτικού σταθμού Habertürk, στην οποία ο πρωθυπουργός ζητεί να σταματήσει η προβολή των δηλώσεων του αρχηγού του Εθνικιστικού Κόμματος Ντεβλέτ Μπαχτσελί.

Η αρθρογράφος Νουράι Μερτ, η οποία επίσης είχε επικριθεί από την κυβέρνηση, σε ομιλία της σε έκθεση βιβλίου στη Γερμανία υποστήριζε πως οι διανοούμενοι, οι φιλελεύθεροι και οι αριστεροί δημοκράτες είχαν δώσει «πλήρες πληρεξούσιο» στο κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) για να εκδημοκρατίσει τη χώρα στο όνομά τους. Είχαν κοινό αντίπαλο. Τον στρατό. Οι δημοκράτες της Τουρκίας προτίμησαν να συμβάλουν σε αυτή την περίοδο σιωπώντας παρά ασκώντας κριτική. Υπογραμμίζει μάλιστα πως υπάρχει πλέον κίνδυνος να οδηγηθεί η χώρα σε «πολιτική δικτατορία».

Η λογοκρισία και οι πιέσεις στον Τύπο δεν είναι δημιούργημα του AKP, μας υπενθυμίζει ο δημοσιογράφος Μουσταφά Αλπ Νταϊστανλί, ο οποίος εργάστηκε σε μεγάλες εφημερίδες και ενημερωτικούς σταθμούς, όπως η «Sabah» και το NTV: «Στα τέλη της δεκαετίας του '50, επί κυβερνήσεως του Δημοκρατικού Κόμματος, ένα μέρος των εφημερίδων τυπωνόταν κενό. Η λογοκρισία ήταν ορατή». Η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης ήταν ανέκαθεν κοντά σε ό,τι ονομάζουμε «κράτος», είτε αυτό εκφράζεται από μια ισχυρή κυβέρνηση είτε από τη στρατογραφειοκρατική ελίτ.

Υπήρχαν κόκκινες γραμμές σε θέματα όπως η εθνική ταυτότητα, η θρησκεία και η επίσημη Ιστορία. Είναι αναμφισβήτητη, ωστόσο, η πρόοδος που σημειώθηκε επί AKP στα θέματα αυτά. Οπως αναφέρει η έκθεση της Freedom House, «οι παλιές κόκκινες γραμμές αντικαταστάθηκαν από καινούργιες».

Υπήρξαν και φορές, όμως, που τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιήθηκαν για την ανατροπή της κυβέρνησης. Στο «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» του 1997 ή «περίοδο της 28ης Φεβρουαρίου», όπως είναι γνωστή στην Τουρκία, τα μέσα ενημέρωσης πήραν με μεγάλη προθυμία μέρος στον ψυχολογικό πόλεμο που είχε κηρύξει ο στρατός με σκοπό την ανατροπή του ισλαμιστή πρωθυπουργού Νετσμετίν Ερμπακάν. «Τυπικά το πραξικόπημα μπορεί να μην πραγματοποιήθηκε, ωστόσο τα σημάδια αυτής της περιόδου διήρκεσαν πολύ περισσότερο από τους τρεισήμισι μήνες που κράτησε αυτή η πολιτική κρίση» θυμάται ο κ. Σαζάκ που ήταν και τότε διευθυντής της «Milliyet». To 1998 είχαν στοχοποιηθεί πολλοί γνωστοί δημοσιογράφοι, όπως ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ και ο Τζενγκίζ Τσαντάρ: μια ειδική υπηρεσία του στρατού είχε προσθέσει στην κατάθεση του Σεμντίν Σακίκ (του τότε υπαρχηγού του PKK που μόλις είχε συλληφθεί) μια λίστα με δημοσιογράφους και μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων που υποτίθεται ότι στήριζαν το PKK έναντι αμοιβής.

Πολλοί δημοσιογράφοι, όπως ο Μπιράντ, απολύθηκαν από τα Μέσα όπου εργάζονταν, ενώ ο Ακίν Μπιρντάλ δέχθηκε επίθεση κατά της ζωής του, αλλά επέζησε. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε έπειτα από χρόνια.

«Εσείς μέχρι χθες στεκόσασταν σε στάση προσοχής και γράφατε άρθρα κατόπιν εντολών» λέει ο κ. Ερντογάν, υπονοώντας την περίοδο που αναφέρουμε: «Μέχρι χθες σάς έπαιρναν τηλέφωνο οι ένστολοι και σας επέπλητταν για όσα λέγατε και γράφατε. Εμείς σας σώσαμε από τα λουριά σας».  

Η εποχή της αυτολογοκρισίας

«H νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική που ξεκίνησε μετά το 1983 είχε καταστρεπτικές συνέπειες για τα μίντια» λέει η καθηγήτρια κυρία Ασλί Τουντς, πρόεδρος του Τμήματος Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Μπιλγκί στην Πόλη. Οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης δεν προέρχονταν πλέον από τον χώρο της δημοσιογραφίας. Ηταν επιχειρηματίες που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν τον Τύπο ως μέσο για να προωθήσουν τα υπόλοιπα επιχειρηματικά σχέδιά τους. Τέθηκαν εμπόδια στη συμμετοχή των δημοσιογράφων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί διοικούνταν από μια «χούφτα» τεράστιες εταιρείες. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών οδηγηθήκαμε στη λογοκρισία των δημοσιογράφων, λέει σήμερα η κυρία Τουντς και ξεκαθαρίζει πως όλα αυτά μπορεί να μην ξεκίνησαν επί AKP, ωστόσο τα τελευταία δέκα χρόνια το επίπεδο της ελευθερίας της έκφρασης δεν είχε φθάσει ποτέ τόσο χαμηλά όσο σήμερα.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι οι κατασκευαστικές εταιρείες που ανήκουν σε ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης με μεγάλη επιρροή και φιλοκυβερνητική γραμμή αναλαμβάνουν μεγάλα και εντυπωσιακά δημόσια έργα. Οπως αναφέρει ο κ. Ντεριά Σαζάκ, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου «οι επιχειρηματίες υποχρεώνονται να αγοράσουν μέσα ενημέρωσης προκειμένου να παρέχουν στήριξη στο έργο της κυβέρνησης· όταν δεν μπορούν να συγκεντρώσουν το απαραίτητο ποσό, χορηγούνται δάνεια από τις κρατικές τράπεζες».

«Η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο», εξηγεί ο Μουσταφά Αλπ Νταϊστανλί, «ώστε ακόμη και οι δημοσιογράφοι του πρακτορείου Ανατολή, όταν μεταδίδουν τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Μπουλέντ Αρίντς, στον οποίο και υπάγονται, διαγράφουν τα σημεία που βρίσκονται σε αντίθεση με τον λόγο του πρωθυπουργού».

Στην κατάταξη της οργάνωσης Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα για την Ελευθερία του Τύπου το 2014 η Τουρκία βρίσκεται στην 154η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες. O πρόεδρος του οργανισμού Freedom House, Ντέιβιντ Κράμερ, εξηγεί στη «Hürriyet» τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός «μερικώς ελεύθερη χώρα» που αναφέρεται στην έκθεση του οργανισμού για την Τουρκία: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Τουρκίας έγκειται στην ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου. Η Τουρκία δεν είναι δικτατορία. Γίνονται ζωηρές συζητήσεις, υπάρχουν πολύ καλοί δημοσιογράφοι και δυναμικές μη κυβερνητικές οργανώσεις. Αλλά, από την άλλη, είναι μια χώρα όπου δεν υπάρχει εγγύηση των βασικών σας δικαιωμάτων. Ισως υπάρχει ελευθερία έκφρασης, όμως από τη στιγμή που την εκφράζετε, παύει να ισχύει η ελευθερία σας».

Αυτή τη στιγμή 55 δημοσιογράφοι βρίσκονται στις τουρκικές φυλακές, σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδικάτου Δημοσιογράφων Τουρκίας. «Οι περισσότεροι είναι κουρδικής καταγωγής» εξηγεί ο κ. Ουγούρ Γκιουτς, πρόεδρος του συνδικάτου, και θεωρεί πως «το κράτος τούς κρατάει αιχμαλώτους ως μέσο διαπραγμάτευσης για την επίλυση του κουρδικού». Επισήμως δεν βρίσκονται στη φυλακή εξαιτίας της δημοσιογραφικής τους δραστηριότητας, αλλά κατηγορούνται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Παρ' όλα αυτά, οι 600 από τις 800 σελίδες του κατηγορητηρίου περιέχουν τα ρεπορτάζ τους, λέει ο κ. Γκιουτς. Φαίνεται πως ακόμη και αν έρθεις σε επαφή με κάποιον που δεν κινείται εντός των ορίων του νόμου, για τις ανάγκες ενός ρεπορτάζ, ενδέχεται να κατηγορηθείς για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.  

«Με τη λέξη "τρομοκράτης" η κυβέρνηση επιχειρεί να κουκουλώσει το κουρδικό» σημειώνει o δημοσιογράφος Μουσταφά Αλπ Νταϊστανλί στο βιβλίο του με τίτλο «5 Ne? 1 Kim? (σ.σ.: 5 Τι; 1 Ποιος;), όπου παρουσιάζει ιστορίες λογοκρισίας-αυτολογοκρισίας στα μίντια. Τα μέσα προσεγγίζουν το κουρδικό ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο το αντιμετωπίζει η κυβέρνηση την περίοδο εκείνη. «Ειδικά τη δεκαετία του '90 οι ένοπλες δυνάμεις του κράτους έκαψαν πάνω από 3.000 χωριά, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Τα τουρκικά μίντια δεν πρόβαλαν τα γεγονότα αυτά. Ούτε μία ημέρα δεν μπήκε πρωτοσέλιδο σε κάποια εφημερίδα» λέει ο κ. Νταϊστανλί.

«Αλλο ένα θέμα που δεν προβάλλεται στα τουρκικά μέσα είναι οι ειδήσεις που έχουν σχέση με το περιβάλλον και αυτό οφείλεται περισσότερο στο γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης δραστηριοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο και επενδύουν στην ενέργεια. Κατασκευάστηκαν εκατοντάδες υδροηλεκτρικοί σταθμοί, οι κάτοικοι στα χωριά διαδηλώνουν, αλλά οι απόψεις τους δεν προβάλλονται στα μίντια». Ο κοριός που βρέθηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού, η βομβιστική επίθεση στην περιοχή Ρεϊχανλί που κόστισε τη ζωή σε 52 άτομα, ο βομβαρδισμός της περιοχής Ουλούντερε από τουρκικά μαχητικά που στοίχισε τη ζωή 34 πολιτών, η απαγόρευση ελέγχου φορτηγού με κατεύθυνση τη Συρία, είναι μερικές από τις υποθέσεις που η μετάδοση πληροφοριών σχετικά με αυτές απαγορεύεται με απόφαση εισαγγελέα. 

Στο βιβλίο του κ. Νταϊστανλί, εκτός από τις δικές του εμπειρίες, μπορούμε να βρούμε και πολλές άλλες ιστορίες λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας των συναδέλφων του. Επίσης, μπορούμε να βρούμε απαντήσεις σε ερωτήματα όπως ποιος υπουργός της κυβέρνησης όποτε πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη ζητεί κάμερες για να κάνει δηλώσεις, ποιο διευθυντικό στέλεχος μεγάλου μέσου ενημέρωσης λέει στον σύμβουλο του πρωθυπουργού «ούτε ο πατέρας μου δεν παρακολουθεί τις ειδήσεις μας, καταλάβετε, σας παρακαλώ, ότι είναι προς το συμφέρον σας να φαινόμαστε αντικειμενικοί» και πολλά άλλα...    

«Ολα τα κόμματα έχουν κάποια μέσα ενημέρωσης που τα εκφράζουν, δεν μπορεί και το AKP να έχει το δικό του;» αναρωτιούνται οι υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος. «Το AKP έχει τα δικά του μέσα, είναι ανάγκη να πάρει και τα υπόλοιπα;», απαντούν οι επικριτές του. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Radikal», ο εκπρόσωπος του AKP Χουσεΐν Τσελίκ ισχυρίζεται ότι το κόμμα του δεν ασκεί πιέσεις στον Τύπο και προσθέτει πως εκτός από την κυβέρνηση καλεί τους δημοσιογράφους και η αντιπολίτευση: «Ο πολιτικοί "γράφουν" Ιστορία και οι δημοσιογράφοι γράφουν για εμάς. Εσείς μας επικρίνετε, εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να πάρουμε και να πούμε για κάτι ότι είναι αναληθές; Δεν θα μας ενοχλούσε αν μας κρατούσατε καθρέφτη. Μας ενοχλεί που κρατάτε καθρέφτη τσίρκου, που παραμορφώνει. Οταν αυτά τα λέει η αντιπολίτευση, δεν αποτελεί αδίκημα, όταν τα λέμε εμείς, θεωρείται ότι ασκούμε πιέσεις. Κυβέρνηση είμαστε, όχι το παιδί για τις σφαλιάρες».

Πολιτική στο YouTube  

Το τελευταίο διάστημα στην Τουρκία, σχεδόν σε καθημερινή βάση, διαρρέει και από ένα καινούργιο ηχητικό αρχείο, προϊόν υποκλοπής, που άλλοτε επιβεβαιώνεται και άλλοτε χαρακτηρίζεται προϊόν μοντάζ. Περισσότερο από ένα «στοιχείο» που θα μπορούσε να οδηγήσει στη Δικαιοσύνη τους πρωταγωνιστές του, τείνει να λάβει τη μορφή ενός απολαυστικού θεάματος για όσους κάθονται απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή τους κάθε βράδυ και περιμένουν ποια καινούργια ιστορία διαφθοράς και παρανομίας θα «προβληθεί» στα κανάλια του ΥouΤube, δίνοντας ίσως την αίσθηση ενός «πολιτικού ριάλιτι». Ολοι τα βλέπουν και τα ακούν, αλλά κανείς δεν τολμά να τα αγγίξει. Εκτός από κάποιους μικρής εμβέλειας τηλεοπτικούς σταθμούς στην Τουρκία. «Το γεγονός ότι τα mainstream media κάνουν ότι δεν βλέπουν μας δείχνει πόσο κοντά είναι ιδεολογικά τα Μέσα αυτά στην κυβέρνηση και πόσο τη φοβούνται» παρατηρεί η καθηγήτρια Ασλί Τουντς.

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η παράνομη δράση των «παράλληλων δομών», όπως ονομάζεται αυτή την περίοδο το «βαθύ κράτος», ψηφίζονται νόμοι και λαμβάνονται μέτρα που έχουν αποτέλεσμα την κατάργηση κάθε μορφής ελευθερίας έκφρασης, ενώ πλήττεται ο τρόπος με τον οποίο οι δημοσιογράφοι ασκούν τα καθήκοντά τους. Ο νέος νόμος που επιτρέπει τον έλεγχο του Διαδικτύου έχει ως αποτέλεσμα το φακέλωμα κάθε δραστηριότητας στο Διαδίκτυο για τουλάχιστον δύο έτη. Μετά τις δημοτικές εκλογές σχεδιάζεται να ψηφιστεί νόμος που δίνει υπεραρμοδιότητες στην τουρκική Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Νομιμοποιείται, με λίγα λόγια, ό,τι συνέβαινε ως τώρα στα κρυφά, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί ένας υπουργός της κυβέρνησης. Η «Cumhuriyet», ωστόσο, ανακοίνωσε ότι θα διαγράψει όλα τα στοιχεία σχετικά με τις επαφές των δημοσιογράφων και τα στοιχεία που διαθέτουν για τις πηγές τους, καθώς επίσης και ότι θα αντικαταστήσει τους σκληρούς δίσκους της με καινούργιους, επειδή με τον νόμο που θέλει η κυβέρνηση να περάσει η ΜΙΤ θα έχει πρόσβαση στα αρχεία όλων των οργανισμών.

«Η ανεξαρτησία των δημοσιογράφων διαφυλάσσεται μόνο από ένα σταθερό σύστημα. Σε ένα περιβάλλον που πολλά διακυβεύονται από τις σχέσεις συμφερόντων», λέει η κυρία Τουντς, «δεν είναι ρεαλιστικό οι δημοσιογράφοι να έχουν τη δυνατότητα να αντιστέκονται στη λογοκρισία».



Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 17/03/2014

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire