Του Στέφανου Κωνσταντινίδη*
Ένα από τα θλιβερά
αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα -αλλά και στην Κύπρο- είναι και
η νέα μετανάστευση που παίρνει απειλητικές διαστάσεις, ανατρέπει τα δημογραφικά
δεδομένα και δημιουργεί εύθραστες κοινωνικές δομές. Είχα την ευκαιρία την εβδομάδα που μας πέρασε να παραστώ και
να πάρω μέρος σε μια επιστημονική συζήτηση που οργανώθηκε για το θέμα στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, με την ευκαιρία της έκδοσης ενός συλλογικού τόμου που
εξετάζει το φαινόμενο αυτό από πολλαπλές σκοπιές. Είναι δύσκολο σε ένα τόσο
σύντομο άρθρο να συνοψίσω μια συζήτηση που κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες
σ΄ένα κατάμεστο αμφιθέατρο από πανεπιστημιακούς, φοιτητές αλλά και δεκάδες
πολίτες που ενδιαφέρονται για το θέμα αυτό. Τόσο στον συλλογικό τόμο που είναι
μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής του φαινομένου αυτού στη βάση κάποιων
θεωρητικών μεταβλητών, όσο και στη συζήτηση που έγινε, εξετάστηκε η Ελλάδα ως
χώρα αποστολής αλλά και υποδοχής μεταναστών.
Είναι γνωστόν ότι η παλιά ελληνική μετανάστευση-ως επί το πλείστον αγροτών και εργατών- σταμάτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970,ενώ η νέα παγκόσμια πολιτικο-οικονομική κατάσταση που δημιούργησε ο νεοφιλελευθερισμός ενεργοποίησε μηχανισμούς αποδημίας νέων ανθρώπων, αυτή τη φορά κατά κανόνα πτυχιούχων πανεπιστημιακών σχολών.
Είναι γνωστόν ότι η παλιά ελληνική μετανάστευση-ως επί το πλείστον αγροτών και εργατών- σταμάτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970,ενώ η νέα παγκόσμια πολιτικο-οικονομική κατάσταση που δημιούργησε ο νεοφιλελευθερισμός ενεργοποίησε μηχανισμούς αποδημίας νέων ανθρώπων, αυτή τη φορά κατά κανόνα πτυχιούχων πανεπιστημιακών σχολών.
Μια παράμετρος
της νέας ελληνικής μετανάστευσης είναι και αυτή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, όπως αυτός
διαμορφώνεται με την παρούσα κρίση και την παρουσία μιας εικονικής οικονομίας,
παράγωγο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη των νέων αυτών ανακατατάξεων του διεθνούς καταμερισμού εργασίας που βιώνει η παγκόσμια οικονομία. Παρά την κατακραυγή ενάντια στην «παράνομη» μετανάστευση, από την οποία μαστίζεται η χώρα, τουλάχιστον ένα μέρος της είναι αναγκαίο στην ελληνική οικονομία. Και αυτό, γιατί από το τέλος της δεκαετίας του 1980 η ελληνική οικονομία δομήθηκε κατά τέτοιο τρόπο που είναι αδύνατον να λειτουργήσει χωρίς μετανάστες. Υπάρχουν δραστηριότητες για τις οποίες δεν υπάρχει ελληνικό εργατικό δυναμικό και επιπλέον χωρίς το φτηνό μεταναστευτικό δυναμικό υπάρχουν ολόκληροι τομείς της οικονομίας και των υπηρεσιών που θα καταρρεύσουν. Με αυτή την έννοια, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να δέχεται μετανάστες. Το πρόβλημά της είναι μάλλον ο αριθμός αυτών των μεταναστών, ο οποίος υπερβαίνει και τις ανάγκες της και τις αντοχές της. Από την άλλη, υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα διαθέτει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό σε πολλαπλούς τομείς που δεν είναι σε θέση να το απασχολήσει. Κατά συνέπεια θα συνεχίσει να εξάγει μεγάλο μέρος του εξειδικευμένου επιστημονικού και εργατικού δυναμικού της. Επίσης θα συνεχίσει να εξάγει και ένα μεσαίο εργατικό δυναμικό που επιδιώκει καλύτερες συνθήκες ζωής εκτός Ελλάδας. Τα πιο πάνω ισχύουν mutatis mutandis και για την Κύπρο, αν και μια επιμέρους έρευνα του κυπριακού φαινομένου είναι ασφαλώς αναγκαία.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη των νέων αυτών ανακατατάξεων του διεθνούς καταμερισμού εργασίας που βιώνει η παγκόσμια οικονομία. Παρά την κατακραυγή ενάντια στην «παράνομη» μετανάστευση, από την οποία μαστίζεται η χώρα, τουλάχιστον ένα μέρος της είναι αναγκαίο στην ελληνική οικονομία. Και αυτό, γιατί από το τέλος της δεκαετίας του 1980 η ελληνική οικονομία δομήθηκε κατά τέτοιο τρόπο που είναι αδύνατον να λειτουργήσει χωρίς μετανάστες. Υπάρχουν δραστηριότητες για τις οποίες δεν υπάρχει ελληνικό εργατικό δυναμικό και επιπλέον χωρίς το φτηνό μεταναστευτικό δυναμικό υπάρχουν ολόκληροι τομείς της οικονομίας και των υπηρεσιών που θα καταρρεύσουν. Με αυτή την έννοια, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να δέχεται μετανάστες. Το πρόβλημά της είναι μάλλον ο αριθμός αυτών των μεταναστών, ο οποίος υπερβαίνει και τις ανάγκες της και τις αντοχές της. Από την άλλη, υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα διαθέτει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό σε πολλαπλούς τομείς που δεν είναι σε θέση να το απασχολήσει. Κατά συνέπεια θα συνεχίσει να εξάγει μεγάλο μέρος του εξειδικευμένου επιστημονικού και εργατικού δυναμικού της. Επίσης θα συνεχίσει να εξάγει και ένα μεσαίο εργατικό δυναμικό που επιδιώκει καλύτερες συνθήκες ζωής εκτός Ελλάδας. Τα πιο πάνω ισχύουν mutatis mutandis και για την Κύπρο, αν και μια επιμέρους έρευνα του κυπριακού φαινομένου είναι ασφαλώς αναγκαία.
Συμπερασματικά,
όπως είναι δομημένη σήμερα η ελληνική οικονομία, και δεδομένου του νέου
διεθνούς καταμερισμού εργασίας, η Ελλάδα θα παραμείνει ταυτόχρονα και χώρα
υποδοχής μεταναστών και χώρα εξαγωγής τους. Δεν είναι άλλωστε η μόνη χώρα της
ευρωπαϊκής περιφέρειας που βρίσκεται σε αυτή την κάπως παράδοξη θέση. Και
φυσικά και η Κύπρος εντάσσεται στην ίδια κατηγορία αυτών των χωρών. Οι μελέτες
για τις επιπτώσεις αυτού του διπλπλού φαινομένου στη μελλοντική πορεία της
χώρας είναι περιορισμένες για να μπορεί κανείς να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα.Το
βέβαιον, όμως, ειναι ότι θα προκαλέσει σοβαρές ανακατατάξεις στον ελληνικό
κοινωνικό σχηματισμό -των εθνοπολιτιστικών δομών συμπεριλαμβανομένων- με ό,τι
αυτό σημαίνει για τη μελλοντική πορεία της χώρας. Για την Κύπρο, υπό ημικατοχή,
τα πράγματα παρουσιάζονται ακόμη πιο δύσκολα. Αυτό, με κανένα τρόπο δεν
σημαίνει ότι δεν πρέπει να προστατευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών
που είναι θύματα ενός ανάλγητου διεθνούς συστήματος και της νεοφιλελεύθερης
παγκοσμιοποίησης.
Υ.Γ. Ο συλλογικός τόμος με επιμέλεια των
καθηγητών Μιχάλη Δαμανάκη, Στέφανου Κωνσταντινίδη και Αναστάσιου Τάμη
τιτλοφορείται: «Νέα μετανάστευση
από την Ελλάδα και προς
την Ελλάδα». Είναι έκδοση του Κέντρου Ερευνών και Μελετών-ΚΕΜΕ, του
Πανεπιστημίου Κρήτης και των Εκδόσεων Αλεξάνδρεια. Διατίθεται στα ελληνικά
βιβλιοπωλεία και από τον εκδοτικό οίκο Αλεξάνδρεια, Σόλωνος 133, 10677 Aθήνα, τηλέφωνο 210 3806305, φάξ 210
3838173, e-mail : alexpubl@alexandria-publ.gr που έχει και την ευθύνη διανομής του. Συμμετέχουν με μελέτες τους 14
πανεπιστημιακοί. Προλογίζει ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης Ευριπίδης Γ. Στεφάνου.
*Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire