Ο Μιχαλάκης Παρίδης ήταν όχι μόνο ένας ικανός τομεάρχης, αλλά και ένας σεμνός, ευαίσθητος και καλλιεργημένος άνθρωπος
Με την ευκαιρία του σημερινού μνημοσύνου του Γρηγόρη Αυξεντίου, δημοσιεύουμε ένα ποιήμα με τη μορφή ωδής, που έγραψε ο Μιχαλάκης Παρίδης, συγκλονισμένοςαπό την αυτοθυσία του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ στα βουνά του Μαχαιρά στις 3 του Μάρτη του 1957.
Ο Μιχαλάκης Παρίδης σκοτώθηκε στη Βάβλα στις 27 Αυγούστου του 1958, 18 μήνες μετά το ολοκαύτωμα του Μαχαιρά. Ήταν μόλις 25 χρόνων, ενώ ο Γρηγόρης Αυξεντίου λίγο μεγαλύτερος, 29 χρόνων.
Ο θάνατος του Αυξεντίου ήταν αδύνατο να μην συγκινήσει τον νεαρό πατριώτη με την ευγενική ψυχή και την παθιασμένη αγάπη που είχε για την ελευθερία της Κύπρου. Ο Μιχαλάκης Παρίδης έστειλε το ποιήμα στο περιοδικό “Time of Cyprus” στις 16 Απριλίου του 1958 με το ψευδώνυμο Μιχαήλ Γεωργίου. Δημοσιεύτηκε δυόμιση μήνες αργότερα στο επόμενο τεύχος της 30ης Ιουνίου.
Παραθέτουμε πιο κάτω την “Ωδή στον Γρηγόρη Αυξεντίου” του Μιχαλάκη Παρίδη.
Ωδή στον Γρηγόρη Αυξεντίου
Ζωντανός να γυρίσης κοντά τους προσμένουν,
τρεις καρδιές πονεμένες
Η Μάνα κι’ ο Κύρης κι’ η ακριβή Βασιλού σου
Ταξίματα η μάνα στους Αγίους να σε σκέπουνε, χίλια είχε κάνει.
Κι’ η καλή σου, κεριά στη γλυκειά την παρθένα και καντήλια όλο άναφτε.
Ο γέρος σου κύρης στο Χριστό κάποιο δάκρυ κρυφόδειχνε.
Τι άνδρας ήταν και δεν τώχε πρεπούμενο να τον δούνε κλαμένο.
Και ποθούσε η γερόντισσα μάνα να σε δη στο ξοπόρτι,
στο σπίτι να μπαίνης που μικρό σε θωρούσε σα δεντρί να τρανεύης.
Να σε ντύση γαμπρό και του γάμου στεφάνι να φιλήση στο μέτωπό σου.
Και με χέρια σταυρωτά στες εικόνες μπροστά, την ευχή της να σου δώση.
Και σ’ ήθελε ο κύρης, μαζί του στα χωράφια να πάρετε βόλτα,
να μάθης τον καρπό της σκληρής του δουλειάς
και της τέχνης μυστικά να σου μάθη, που τόσο αγαπούσες.
Δουλευτή να σ’ αφήση καλό για τη γη του, σαν θε νάπαυε εντός του το γιαίμα να βράζη.
Λαχταρούσε η καλή Βασιλού σου να φτάσης στη στιά της.
Τη θερμή της αγκάλη να σούχη γι’ ανάπαυση.
Τα χέρια κι’ ο νους της για πάντα να συντρέχουν την φλόγα της άσβεστης αγάπης.
Μεγάλη για να φτιάσουν δικιά σου ευτυχία.
Και λαχταρούσε η ψυχή της παιδιά ν’ αναστήση απ’ τα σπλάχνα της
Άφταστης νάνε για σένα χαρά.
Μα συ δεν ήσουν για τέτοια. Πετούσε το πνεύμα σου πάνω απ’ τ’ ανθρώπινα.
Σ’ ύψη αξεδιάλυτα, που φωτιστήκανε μόνο απ’ τη λάμψη,
που απλόχερα σκόρπισε η δόξα στη Μονή Μαχαιρά.
Μα δεν κλαίνε οι δικοί σου ζωντανός που δε θάρθης πια τώρα κοντά τους.
Για παράδειγμα κι’ όχι για θρήνο οι μεγάλοι.
Πηγές: 1. Φωτογραφία: Τούλας
Λυκούργου 2. Περιοδικό “Τάϊμς οφ Σάϊπρους, τεύχος 26, 30 Ιουνίου 1958,
σ. 48. 3. Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η σύνταξη του ποιήματος.Larnacainhistory.wordpresse.com
Φεβρουαρίου 25, 2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire