ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

samedi 15 mars 2014

Σ' ένα κλαρί δαμασκηνιάς

 

Μετά την τελευταία παράσταση του έργου «Μπάρτλεμπι ο γραφιάς», της οποίας υπέγραψα τη σκηνοθεσία, έγινε στον ύπνο μου ένας μεγάλος σεισμός... μπορεί να ήταν και η καρδιά μου (προσφάτως συγχέω τους σεισμούς με τις ανάστροφες που παίρνει η καρδιά μου) και χώθηκα κάτω από το μικρό τραπέζι καφενείου στο διάδρομο για να προφυλαχτώ.
Τότε άρχισαν να υψώνονται από μόνα τους κολόνες από μπετόν και τοιχαλάκια, που φτιάξανε έναν μικρό λαβύρινθο και μου δημιούργησαν ένα ασυνήθιστο αίσθημα αδιεξόδου μεν αλλά και ασφάλειας ταυτοχρόνως, που μου έδωσε τη δύναμη να βγω από τη μικρή μου κρύπτη και ν' ανέβω την ξύλινη σκάλα προς το μικρό μας δώμα, όπου πρόσεξα πως επίσης «φύτρωσαν» τούβλινα «παραβάν» πίσω από τα οποία περιφερόταν η σκιά του ανδρός που αναζητούσα... ώστε «πετάχτηκα» στη Θεσσαλονίκη να βρω τη γιαγιά μου... να μου ερμηνεύσει τα σημάδια!
Στη γειτονιά που γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη είχε παντού χώμα και σκουριά και μόνο στη μικρή αυλή πίσω από το σπίτι μου φύτρωσε ένας Αείλανθος που από τα κλαδιά του κρέμασα ένα σχοινί κι έκανα κούνια με μια σανίδα και έφτανα ώς τον ουρανό.

Ομως στ' όνειρό μου, τώρα, στην ανηφορίτσα προς τη βρύση και στη μέση του χωματόδρομου, φύτρωσε μια φουντωτή δαμασκηνιά γεμάτη ώριμους καρπούς, που είπα να μαζέψω αλλά άφησα γι' αργότερα (αφού ήτανε δικοί μου) κι έτρεξα να βρω τη γιαγιά μου, που ήταν ξαπλωμένη στο σιδερένιο ντιβάνι σκεπασμένη με την αγαπημένη μου κουρελού, που έχω στρωμένη στο δωμάτιό μου και που η ίδια έφτιαξε κόβοντας και δένοντας κόμπους τα πολύχρωμα κουρέλια. -Γιαγιά, γιατί σκεπάστηκες με την κουρελού, είπα, και εκείνη μου έδειξε το μουσαμαδένιο αντίσκηνο για το σεισμό που είχε στο προσκεφάλι της... να μη φοβάμαι.
Η γιαγιά μου γέννησε 9 παιδιά. Τα έξι της πεθάναν από τις κακουχίες... η Βιργινία έπαιζε με τη γάτα του φούρναρη κι εκείνος τη χτύπησε στο κεφάλι με ένα καδρόνι... πήγε το παιδί στην παράγκα, ξάπλωσε στο κρεβάτι και πέθανε. Ετσι πέθαιναν τότε τα παιδιά στη δεκαετία του '30 με τα συσσίτια και τη μεγάλη ανεργία στον «τενεκέ μαχαλά» της Θεσσαλονίκης, όπου κατέφυγαν οι πρόσφυγες από «Ανατολική Ρωμυλία».
Από της γιαγιάς μου τα παιδιά έζησαν τρία, σήμερα ζει μόνο η μάνα μου, που εδώ κι εκεί «φεύγει» με το μυαλό της να πάει να βρει τη μάνα της! Πότε τη βρίσκει πότε τη χάνει, πολλές φορές ψάχνει και τα πεθαμένα της αδέλφια... δεν έχασε τα μυαλά της, όχι, αλλά σαν πρωτότοκος και τελευταία επιζήσασα καταλαβαίνει...
Και το δικό μου το μυαλό φεύγει στο παρελθόν, όχι από νοσταλγικό καημό... δεν υπάρχουν μεγάλες χαρές να νοσταλγήσω εκτός από την παιδική μου αθωότητα, μια απέραντη απορία και άγνοια... Η επιστροφή γίνεται φυσικά, αντανακλαστικά σχεδόν, μετά την ανάγνωση των εφημερίδων.
Οι ειδήσεις, οι γνώμες, οι αναλύσεις της κρίσης, με γυρίζουν πίσω στην Ελλάδα που έζησα εγώ και πρόγονοί μου: Η Ελλάδα των προσφύγων, του πολέμου, του εμφυλίου, των αλληλοσπαραγμών, της μετανάστευσης, της αποστασίας, της χούντας, της μεταπολίτευσης, των πολιτικών αντιπαραθέσεων, της αστάθειας και της κρίσης, όπου υπήρχαν άνθρωποι που εξ ανάγκης ζούσαν με το τίποτα, με λίγα, με πολύ λίγα, με τα ελάχιστα, μέχρι που φτάσαμε στο πρόσφατο παρελθόν, στο φαινόμενο του μεγάλου ενθουσιασμού, απόρροια της ευμάρειας και του εύκολου χρήματος (της πιο πολλές φορές του δανεικού), της τρέλας που ανέβαζε την αδρεναλίνη και παρέσυρε τη μεσαία τάξη στο νεοπλουτισμό, στην υπερβολή και στον πολιτισμικό ξεπεσμό.
Και παίρνοντας η γιαγιά μου ένα μαντίλι και λίγο αλάτι... έκανε το σήμα του σταυρού κι έπιασε να με ξεματιάσει και να ξεδιαλύνει τ' όνειρο:
«Σ' ένα μικρό κλαρί δαμασκηνιάς, - σ' ένα μικρό κλαρί δαμασκηνιάς, το αηδόνι - 'νειρεύτηκε πως ήταν νύχτα και χιόνιζε. - Και στα βουνά και στους κάμπους, αλήθεια, - δεν έβλεπες παρά χιόνι που έπεφτε, έπεφτε - δεν έβλεπες παρά χιόνι... - Μιαν άλλη νύχτα το αηδόνι 'νειρεύτηκε - πως τα κλαριά της δαμασκηνιάς όπου κάθουνταν - πετούσαν λουλούδια. - Και στα βουνά και στον κάμπο, αλήθεια, - δεν έβλεπες παρά δαμασκηνιές - δεν έβλεπες παρά δαμασκηνιές - που ανθούσαν, - και πέφταν, πέφταν οι ανθοί - οι ανθοί της δαμασκηνιάς στο χώμα... ».
Παλιό δημοτικό γιαπωνέζικο τραγούδι

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire