Ο μεγάλος μας σκηνοθέτης, με ένα έργο που σημάδεψε τη σύγχρονη Ελλάδα, δεν σταματάει στα 88 του να παλεύει με την τέχνη του. Ξαναδουλεύει την τελευταία του ταινία («Το πλοίο»), γράφει τη συνέχεια της αυτοβιογραφίας του. Και είναι απόλαυση να τον ακούς να μιλάει, να λέει ιστορίες, από τη Μακρόνησο, το σινεμά και την οικογένειά του.
Της Νόρας Ράλλη
Εχει μιλήσει σχεδόν για όλα, πολλές φορές, με πολλούς τρόπους. Με λόγια, με ταινίες, με δημιουργία, με πολιτική θέση. Ωστόσο, δύο θα λέγαμε πως είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που επηρέασαν το έργο του Νίκου Κούνδουρου: η σχέση του με την εξουσία και η σχέση του με την ομορφιά. «Και η ομορφιά μια μορφή εξουσίας είναι. Η διαφορά είναι πως το χειρότερο που μπορεί να γίνει είναι ένα κακό έργο τέχνης ή κάποιο αδιάφορο αρχιτεκτόνημα. Ενώ η εξουσία στη χειρότερη μορφή της γίνεται τέρας, δυστυχώς, ανθρωπόμορφο. Αυτό θέλησα να πω και στις ταινίες μου», μας λέει ο σκηνοθέτης, στο σπίτι του στην Αίγινα.
Χάρη στην τεράστια αγάπη του στην αρχιτεκτονική και τις σπουδές στις Καλές Τέχνες, το σπίτι είναι συγκλονιστικό. Σχεδόν σε κάθε γωνιά του ζωντανεύουν μνήμες: ξυλόγλυπτες εικόνες, σκαλισμένες και ζωγραφισμένες από τον ίδιο κατά την εξορία του στη Μακρόνησο, κείμενα και βιβλία, περίτεχνες αγιογραφίες (όπως η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα του Βυζαντίου, ως άλλος «άγιος Γεώργιος», αλλά αντί για δράκο με ένα τεράστιο αιλουροειδές στα πόδια της) – δικά του δημιουργήματα τα περισσότερα.
Στα 88 του, πανέμορφος και αρκετά καλά, παρά τις ταλαιπωρίες των τελευταίων χρόνων, ο Νίκος Κούνδουρος ξαναδουλεύει την τελευταία του ταινία «Το πλοίο». «Δεν βγήκε όπως έπρεπε να βγει. Είχε κάτι λειψό. Αυτό που προέκυψε τώρα είναι η αληθινή ταινία», λέει και μας δείχνει πως ταυτόχρονα γράφει και τη συνέχεια του αυτοβιογραφικού «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» (Ικαρος, 2009).
Αλήθεια, ποιο χαρακτηριστικό πιστεύει πως είναι το πιο δυνατό του; Η ομορφιά του, το ταλέντο, το χιούμορ του; «Υπήρξα τόσο όμορφο παιδί και, δεν θα το πιστέψεις αυτό που θα πω, αυτή η ομορφιά με ενοχλούσε, γιατί ήμουν αλλιώτικος και δεν μου άρεσε. Αλλά, το πιο δυνατό μου χαρακτηριστικό είναι το πείσμα. Οπως ξέρεις, είμαι Κρητικός. Και δεν είμαι απλά Κρητικός, είμαι Σφακιανός. Εγώ, δυστυχώς, γεννήθηκα μακριά από τα Σφακιά (αν και αμέσως με πήραν τυλιγμένο στις φασκιές, με πήγαν στην Κρήτη και είμαι γραμμένος στα δημοτολόγια του Δήμου Αγίου Νικολάου), αλλά ο πατέρας μου, ο παππούς μου, ο προπάππους μου ήταν Σφακιανοί, άνθρωποι με ιδιόρρυθμο χαρακτήρα που τους έκανε πεισματάρηδες, πολεμιστές και ξέχωρους. Εχοντας αυτή την ευλογημένη κληρονομιά, ανακάλυψα σιγά σιγά ότι ήταν ταυτόχρονα και η κατάρα της ζωής μου. Θα πω παραδείγματα για να μην είναι η κουβέντα αφηρημένη. Κάποτε, ήμουν είκοσι χρονών, σε μια παρέλαση για την 25η Μαρτίου, και ο επικεφαλής Συνταγματάρχης μου είπε “Γιατί δεν τραγουδάς, Κούνδουρε;”. Ηταν ένα τραγούδι για τους Βούλγαρους. Ξύπνησε μέσα μου ένα κτήνος, ήμουν και ρωμαλέος και του έδωσα μια φοβερή γροθιά καταπρόσωπο. Η ποινή ήταν θανατική καταδίκη, αλλά καθώς η οικογένειά μου ήταν γνωστή, γλίτωσα… και έτσι κατέληξα στη Μακρόνησο για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Και κει, άλλαξε όλη μου η ζωή!»
Από το καινούργιο βιβλίο που ετοιμάζει, μας διαβάζει σημειώσεις για το Μακρονήσι. Εχτισε το θέατρο του νησιού – εκεί γνωρίστηκε με τον Αρη Αλεξάνδρου, με τον Θανάση Βέγγο, με τόσους πολλούς. Θέλει να μας δείξει τις αντιθέσεις με τις οποίες συνομιλούσε όλη του τη ζωή: αστός, μα ΕΑΜίτης. Σκηνοθέτης με πολιτικό λόγο. Γλύπτης, ζωγράφος, αγωνιστής… Διαβάζει: «Στο Μακρονήσι ο ΕΑΜίτης δεν είχε πολλούς τρόπους αντίστασης. Εκεί, το σωστό και το λάθος είχαν πια χάσει το περίγραμμά τους [...] Θυμάμαι τη Μαρίκα Κοτοπούλη καλεσμένη στο θέατρό μας. Ορθια στη μέση της σκηνής, να απαγγέλλει, με απλωμένα χέρια και με τρεμάμενη φωνή, στίχους από τραγωδία. Τα λόγια είχαν διαλεχτεί με επιμέλεια. Ηταν κάποια έκκληση της πατρίδας στα παιδιά της, κάτι για τη χαρά να σκοτωθείς στη μάχη. Σίγουρα, μερικοί θα βουρκώσαν και η ίδια η Κοτοπούλη έμοιαζε συγκινημένη. Μα ποιος ξέρει πού σταμάταγε η ηθοποιός μέσα της και πού ίσχυε ο εθνικόφρονας εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι, σαν τώρα, κάποιον τεράστιο κουρελή φαντάρο που καθόταν δίπλα μου, να λέει μουντά “άι σιχτίρ, καργιόλα”. Εγώ συμφωνούσα και με τα δύο. Και με την ηθοποιό και με το ‘άι σιχτίρ’. Από τη μια μεριά η μεγάλη Κοτοπούλη, ο αρχαίος λόγος, ο δεκαπεντασύλλαβος, το δέος. Από την άλλη, η τεράστια σκούρα μάζα: 4.000 σιωπηλοί άνδρες, τυλιγμένοι στις λερωμένες χλαίνες τους».
Ολα τα θυμάται. Πρόσωπα και γεγονότα. Τον ίδιο, όμως, για τί θέλει να τον θυμούνται από όλα όσα έχει κάνει; «Μαζί με άλλα πράγματα που τυραννάνε το μυαλό μου, έχω την εντύπωση ότι η φιλαρέσκεια, αυτό το φοβερό ελάττωμα, είναι σύμφυτο με την ιδιότητα του καλλιτέχνη. Δεν μπορεί ο καλλιτέχνης να είναι χριστιανός. Δεν γίνεται, δεν θα ήταν καλλιτέχνης. Είναι φιλάρεσκος, στο σημείο που δεν είναι εγκληματικό αυτό το χαρακτηριστικό. Θα 'θελα, λοιπόν, με όση από δαύτη με διακατέχει, αφού δεν μ' έχει πάρει ο Θεός ή ο Διάβολος μαζί του, το έργο μου να μην πεθάνει μαζί με μένα. Θα θελα να επιζήσει, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Θα ήθελα, όταν και το μυαλό ακολουθήσει τη μοίρα του σαρκίου, να υπάρχει κάτι. Εχω σπουδάσει βυζαντινή ζωγραφική και έχω ζήσει την τερατώδη αφοσίωση του ζωγράφου για το έργο του. Ο ζωγράφος δεν κάνει ζωγραφιές, διαχειρίζεται μια προσευχή, συνέχεια, επί ώρες, επί χρόνια. Αυτή την προσευχή ήθελα να την περάσω κι εγώ στα δικά μου έργα».
Από τις δώδεκα ταινίες που έχει κάνει (πρώτη η «Μαγική πόλις» το 1954) θεωρεί πιο πολιτική τις «Μικρές Αφροδίτες»: «Είχε τόσο τεράστια επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο, που αν δεν είναι αυτό πολιτική, τότε τι είναι για την Ελλάδα την παραγκωνισμένη, για τον κινηματογράφο των φουκαράδων; Ξαφνικά μια ταινιούλα έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο και έδωσε και πολλά λεφτά στους παραγωγούς. Εμένα με έκανε ένδοξο, με στόλισε με δυο-τρία μεγάλα βραβεία. Αυτό δεν είναι πολιτική πράξη; Να βγάζεις τη χώρα σου από την αφάνεια;» Εξάλλου, όπως παραδέχτηκε, πολιτική ή όχι, η τέχνη του ήταν πάνω απ’ όλα βίωμα: «Αν είναι βίωμα μια μόνιμη, από την ώρα που γεννήθηκα, αντίσταση στην εξουσία, μπορώ να πω ότι όλες μου οι ταινίες ήταν δίπλα δίπλα με αυτή την εμμονή που έχω για την εξουσία και τη δημοκρατία. Δεν υπήρξα ποτέ αστός στο πετσί μου. Από μια ιστορική σύμπτωση, ο ένας αδελφός μου, ο Ρούσσος, ήταν στον ΕΛΑΣ από τα δεκαοκτώ του, κι εγώ το ίδιο. Μια αστική οικογένεια γέννησε τρία παιδιά πολεμιστές».
Οταν πρωτοξεκινούσε, σε ένα πράγμα απέβλεπε: «Στο μεγάφωνο. Εκεί που η φωνή είναι πολλαπλασιασμένη επί 10, 20, 30, 10.000 φορές! Αυτό είναι ο κινηματογράφος. Αυτό το “μεγάφωνο” με συγκινούσε. Γιατί το να υπογράψεις μια δήλωση μετανοίας (που εγώ δεν υπέγραψα βέβαια) ήταν μια σαχλαμάρα. Αλλά το να έχεις ένα μεγάφωνο, το οποίο φωνάζει “Δημοκρατικέ Λαέ…”, έχεις ευθύνη απέναντι στην ιστορία σου. Ποιος άλλος το πετυχαίνει αυτό; Ούτε το βιβλίο ούτε το θεατρικό έργο».
Καθώς η κουβέντα έρχεται στο σήμερα, μας αιφνιδιάζει με τη σιγουριά του: «Μόνο η πείνα. Μόνο αυτή είναι που κινητοποιεί τον άνθρωπο. Δεν είναι δικό μου αυτό, αν ψάξεις, το έχει πει ο Ρουσό. Η πείνα κατεβάζει τους λαούς στον δρόμο, από εκεί κατάγεται και ο φόβος. Και μετά έρχεται η άλλη “πείνα”, η πνευματική και η ηθική – να 'σαι αγωνιστής, έντιμος και δίκαιος. Αυτή ξεχωρίζει τον οργισμένο από τον φοβισμένο άνθρωπο. Ο πρώτος μπορεί, ο δεύτερος χάνει. Και χάνεται».
Μιλάμε για τον λόγο, τις λέξεις. «Προδοσία! Oπως λέει και η παροιμία, την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη ουδείς. Απ’ όλα όσα έχει πει η λαϊκή σοφία, αυτό δεν είναι κάτι ξεχωριστό; Εγώ αισθάνθηκα ντροπή όταν είδα τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής, δεν ήθελα να λέγομαι Eλληνας. Αλλά φέρνω στο μυαλό μου την καταγωγή μου και λέω ότι δεν είμαι Eλληνας, είμαι Σφακιανός».
«Και αν μιλούσαμε για χρέος;» τον ρωτάω. «Πολλοί νομίζουν πως ξεχάσαμε την πραγματική του έννοια, και βασίζονται μάλιστα σ’ αυτή την παραδοχή. Ομως, όσο κι αν έχει συσχετιστεί στις μέρες μας η λέξη με την οικονομική της έννοια, το ηθικό χρέος δεν μπορεί να το ξεχάσει ο άνθρωπος. Στην ανθρώπινη ιστορία παίζει ρόλο τερατώδη. Χρέος δεν επιτελούσε ο Κολοκοτρώνης; Πώς να το καταλάβουν αυτό όμως όσοι διαφεντεύουν τις μοίρες μας!»
……………………………………………………………………………………………………..
ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ» (1974)
«Μια ώρα ευλογημένη, η πτώση της χούντας»
«Είναι το μόνο ντοκιμαντέρ που έχω φτιάξει, γεμάτο από φωνές και αιτήματα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους δρόμους της Αθήνας αμέσως μετά την παλινόρθωση της Δημοκρατίας. Μια ταινία-ωδή στη λευτεριά». Ετσι χαρακτηρίζει τα «Τραγούδια της φωτιάς» ο Ν. Κούνδουρος. Κι όταν τον ενημέρωσα ότι πέθανε ο αγωνιστής Χρήστος Ρεκλείτης τον Απρίλιο, ρίγησε. Δεν το ήξερε. «Στα “Τραγούδια της φωτιάς” αποφάσισα να βάλω τις μαρτυρίες του. Για να τον μάθει ο κόσμος – για να τα μάθει ο κόσμος. Τι τους κάνανε, πόσο τους βασανίζανε. Οι Ελληνες συμπατριώτες τους, κατά τα άλλα».
Τα «Τραγούδια της φωτιάς» γυρίστηκαν με αφορμή και επίκεντρο τη μαγνητοσκόπηση δύο πολύ σημαντικών συναυλιών, που έγιναν αμέσως μετά την πτώση της χούντας (Ιούλιος 1974). Η μία ήταν αυτή που έγινε στο Στάδιο Καραϊσκάκη με τον Μίκη Θεοδωράκη και η άλλη στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στην Αλεξάνδρας, με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Η κάμερα καταγράφει και άλλες μαζικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς για την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, καθώς και συγκλονιστικές εικόνες από πορείες και διαδηλώσεις στην Κύπρο. Αποτυπώνει με γλαφυρότητα και συνέπεια το κλίμα που επικρατούσε μετά την πτώση της χούντας, «μια ώρα ευλογημένη», όπως την περιγράφει ο σκηνοθέτης. Κατά τη διάρκεια της ταινίας μιλάει ο αγωνιστής Χρήστος Ρεκλείτης, περιγράφοντας τα φριχτά βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη στα χέρια της Ασφάλειας, κατονομάζοντας όλους τους βασανιστές του.
Και αν τότε «Τα τραγούδια της φωτιάς» δεν έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς ήταν εικόνες οικείες και βιωμένες καθημερινά, σήμερα ο θεατής νιώθει όλη την γκάμα των συναισθημάτων, βλέποντάς το. Οργή, συγκίνηση, νοσταλγία – οι μνήμες, οι στίχοι, τα πρόσωπα… Αλλοι χάθηκαν, άλλοι συμβιβάστηκαν, άλλοι συνεχίζουν. Τα χρόνια που πέρασαν δρουν δυναμικά πάνω στην ταινία, καθιστώντας την απαραίτητο ανάγνωσμα, «μπας και καταλάβουμε τι μας γίνεται».
Ολα αυτά, όμως –και το εν λόγω ντοκιμαντέρ και οι υπόλοιπες ταινίες του σπουδαίου σκηνοθέτη, η μενταλιτέ και η μοναδικότητά του, αλλά και τα δράματα και τα θεάματα της νεότερης Ελλάδας με τους αντιστασιακούς, τους δωσίλογους και τους νεοέλληνές της– δεν περιγράφονται καλύτερα απ' ότι με τα λόγια του ίδιου. Ετσι ξεκίνησε να μας μιλάει, μα εμείς το φυλάξαμε για το τέλος: «Με την απόσταση του χρόνου που πέρασε και χωρίς φόβο και πάθος, καθισμένοι πάνω στις πληγές μας ή στις πολυθρόνες των γραφείων μας, μπορούμε τώρα πια να μιλάμε για όλα. Οχι ότι έχουν δα σημασία τα παλιά – αποδείχτηκε εξάλλου πως η ιστορία ούτε μαθήματα μας δίνει ούτε καλύτερους μας κάνει. Αλλά έτσι, για να ξύνουμε τις πληγές μας και για να θυμόμαστε πάλι και πάλι πως εμείς τη γλιτώσαμε. Για τη μνήμη όσων δεν τα κατάφεραν».
n.ralli@efsyn.gr
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δημοσιεύτηκε στις 20/07/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire