Μόλις πριν από μερικούς μήνες οι ηγέτες της Ευρωζώνης πίστευαν ότι έχοντας αντέξει την καταιγίδα, επιτέλους είχαν φτάσει σε απάνεμο λιμάνι. Χάρη στην υπόσχεση του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της ΕΚΤ, να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να υποστηρίξει το ευρώ η εμπιστοσύνη είχε επιστρέψει στην Ευρώπη. Το ίδιο φαινόταν να κάνει και η ανάπτυξη, αν και αναιμική. Οι χώρες της περιφέρειας ανέκαμπταν μετά τις διασώσεις και τη λήψη επίπονων μέτρων που έχουν στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Η ανεργία, ιδίως μεταξύ των νέων, βρισκόταν ακόμη σε απελπιστικά υψηλό επίπεδο, αλλά τουλάχιστον μειωνόταν σε ορισμένες χώρες και τα σπρεντ των ομολόγων έπεφταν απότομα, καθώς οι αγορές είχαν σταματήσει να στοιχηματίζουν ότι θα διαλυθεί το ευρώ.
Ηταν ψευδαίσθηση. Τις τελευταίες εβδομάδες τα προβλήματα επανεμφανίστηκαν. Το ΑΕΠ της Ευρωζώνης ήταν στάσιμο το β΄ τρίμηνο και τα στοιχεία για το γ΄ τρίμηνο δεν φαίνονται πολύ καλά, εν μέρει διότι η Ευρωζώνη θα πληγεί από τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Εν τω μεταξύ ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σε επικίνδυνα χαμηλό επίπεδο, γύρω στο 0,4%, ενισχύοντας την ανησυχία ότι η Ευρωζώνη ενδεχομένως να πέσει θύμα του αποπληθωρισμού. Η Ευρωζώνη είναι στάσιμη (ή τρέμει) σε έντονη αντίθεση με την Αμερική και τη Βρετανία, οι οικονομίες των οποίων απολαμβάνουν σταθερή ανάπτυξη.
Αυτό που άρχισε πριν από τέσσερα χρόνια ως κρίση τραπεζική και δημοσίου χρέους κατέληξε να είναι κρίση ανάπτυξης που σήμερα αγκαλιάζει τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες. Η Γερμανία βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης, η Γαλλία είναι εγκλωβισμένη στη στασιμότητα και το ΑΕΠ της Ιταλίας μόλις που υπερβαίνει το επίπεδο όπου βρισκόταν πριν από 15 χρόνια όταν δημιουργήθηκε το ευρώ. Αιτία των νέων προβλημάτων της Ευρώπης είναι τρία πολύ γνώριμα και αλληλένδετα προβλήματα. Πρώτον, υπάρχει έλλειψη πολιτικών ηγετών που να έχουν το πολιτικό θάρρος και τη θέληση να φέρουν εις πέρας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τελικά θα πυροδοτήσουν ξανά την ανάπτυξη: οι μεγάλες χώρες χαράμισαν τα δύο χρόνια που τους προσέφερε η δέσμευση του κ. Ντράγκι. Δεύτερον, η κοινή γνώμη δεν έχει πειστεί ότι είναι επείγουσα ανάγκη να υπάρξουν βαθιές και ριζικές αλλαγές. Και τρίτον, παρά τις προσπάθειες του κ. Ντράγκι, το νομισματικό και δημοσιονομικό πλαίσιο είναι υπερβολικά στενό πνίγοντας την ανάπτυξη, πράγμα που καθιστά δυσκολότερη την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αυτά τα προβλήματα μπορεί να δει κανείς σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, αλλά η χώρα που αποτελεί την επιτομή τους είναι η Γαλλία. Θεωρητικά η νέα και συνεκτικότερη γαλλική κυβέρνηση που προέκυψε μετά τον ανασχηματισμό θα μπορούσε να προωθήσει την περικοπή δημοσίων δαπανών, τη μείωση των φόρων και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επί τις αρχής ασπάζεται ο Γάλλος πρωθυπουργός κ. Μανουέλ Βαλς. Ωστόσο, η κοινή γνώμη δεν είναι ούτε κατά διάνοια προετοιμασμένη γι’ αυτό. Παρά την κατήφεια υπάρχει περιθώριο για συμφωνία αν ο κ. Ολάντ και ο Ιταλός πρωθυπουργός κ. Ματέο Ρέντσι δείξουν ότι εννοούν να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις η κ. Μέρκελ θα πρέπει να είναι έτοιμη να ανεχτεί χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας και χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Δυστυχώς η κ. Μέρκελ δεν έχει πολλούς λόγους να εμπιστευτεί τη Γαλλία ή την Ιταλία: κάθε φορά που μειωνόταν η εξωτερική πίεση προς αυτές, αναιρούσαν τις υποσχέσεις περί μεταρρύθμισης. Οπότε θα είναι δύσκολο, όμως χωρίς νέα ώθηση από τους ηγέτες της Ευρώπης η ανάπτυξη δεν θα επιστρέψει και ο αποπληθωρισμός μπορεί να γίνει μόνιμος. Η Ιαπωνία έχασε δέκα χρόνια ανάπτυξης το 1990 και ακόμη ταλαιπωρείται. Ομως, σε αντίθεση με την Ιαπωνία, η Ευρώπη δεν είναι μια χώρα. Αν η νομισματική ένωση δεν φέρνει τίποτε άλλο από στασιμότητα, ανεργία και αποπληθωρισμό, στο τέλος κάποιοι άνθρωποι θα ψηφίσουν να την εγκαταλείψουν. Η κρίση της Ευρωζώνης δεν έχει εξαφανιστεί. Απλώς περιμένει πέρα από τον ορίζοντα.
Πηγή: Η Καθημερινή/The Economist
Δημοσιεύτηκε στις 29/08/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire